Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Πρωτοχρονια 2016




Μας εύχομαι να βγούμε από την συλλογική κατάθλιψη
να πιστέψουμε εξ αρχής στις ανθρώπινες αξίες
να εμπιστευθούμε τον διπλανό μας και να δώσουμε τα χέρια για την επαναθεμελίωση του κοινού μας
να αντικρύσουμε πάλι τα χρώματα της γης και του ουρανού κι ας ρίχνει παντού μαύρο χαλάζι,
επειδή με χαρά και καρδιά θα αποφασίσουμε να αγωνιστούμε για το ΜΕΛΛΟΝ .
Να το πράξουμε ως "συγχρονισμένοι αιώνιοι".
Σας φιλώ..!



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος







''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άι-Bασίλης.
Kαι αυτός εσηκώνετο το πρωί, έρριπτεν εις τους ώμους την παλιάν πατατούκαν του, το μόνον ρούχον οπού εσώζετο ακόμη από τους προ της ευτυχίας του χρόνους, και κατήρχετο εις την παραθαλάσσιον αγοράν, μορμυρίζων, ενώ κατέβαινεν από το παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, με τρόπον ώστε να τον ακούη η γειτόνισσα:
― Σεβτάς είν’ αυτός, δεν είναι τσορβάς...· έρωντας είναι, δεν είναι γέρωντας.
Tο έλεγε τόσον συχνά, ώστε όλες οι γειτονοπούλες οπού τον ήκουαν του το εκόλλησαν τέλος ως παρατσούκλι: «O μπαρμπα-Γιαννιός ο Έρωντας».
Διότι δεν ήτο πλέον νέος, ούτε εύμορφος, ούτε άσπρα είχεν. Όλα αυτά τα είχε φθείρει προ χρόνων πολλών, μαζί με το καράβι, εις την θάλασσαν, εις την Mασσαλίαν.
Eίχεν αρχίσει το στάδιόν του με αυτήν την πατατούκαν, όταν επρωτομπαρκάρησε ναύτης εις την βομβάρδαν του εξαδέλφου του. Eίχεν αποκτήσει, από τα μερδικά του όσα ελάμβανεν από τα ταξίδια, μετοχήν επί του πλοίου, είτα είχεν αποκτήσει πλοίον ιδικόν του, και είχε κάμει καλά ταξίδια.
Eίχε φορέσει αγγλικές τσόχες, βελούδινα γελέκα, ψηλά καπέλα, είχε κρεμάσει καδένες χρυσές με ωρολόγια, είχεν αποκτήσει χρήματα· αλλά τα έφαγεν όλα εγκαίρως με τας Φρύνας εις την Mασσαλίαν, και άλλο δεν του έμεινεν ειμή η παλιά πατατούκα, την οποίαν εφόρει πεταχτήν επ’ ώμων, ενώ κατέβαινε το πρωί εις την παραλίαν, διά να μπαρκάρη σύντροφος με καμμίαν βρατσέραν εις μικρόν ναύλον, ή διά να πάγη με ξένην βάρκαν να βγάλη κανένα χταπόδι εντός του λιμένος.
Kανένα δεν είχεν εις τον κόσμον, ήτον έρημος. Eίχε νυμφευθή, και είχε χηρεύσει, είχεν αποκτήσει τέκνον, και είχεν ατεκνωθή.
Kαι αργά το βράδυ, την νύκτα, τα μεσάνυκτα, αφού έπινεν ολίγα ποτήρια διά να ξεχάση ή διά να ζεσταθή, επανήρχετο εις το παλιόσπιτο το μισογκρεμισμένον, εκχύνων εις τραγούδια τον πόνον του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
Άλλοτε παραπονούμενος ευθύμως:
Γειτόνισσα, γειτόνισσα, πολυλογού και ψεύτρα,
δεν είπες μια φορά κ’ εσύ, Γιαννιό μου έλα μέσα.
(συνεχίζεται)


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Άσμα -Ασμάτων



Άσμα -Ασμάτων
Όλων των μύρων τ” άρωμα και η ευωδιά είσαι εσύ. Ναι, πιο πολύ κι” από το κρασί μεθώ όταν μ” αγγίζεις. Να σ” αγαπάνε, άντρα μου, αυτό μονάχα αξίζεις.
Κανέλα, μοσχοκάλαμο κι” ο νάρδος με τον κρόκο, και ρίζες αρωματικές του Λίβανου και σμύρνα και αλόη, και όποιο μύρο πεις, σε “σένα ευωδιάζουν.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φύσα τα κλωνιά μου, να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού οι ευωδιές μου.
Σήκω Βοριά, έλα Νοτιά, φυσήξτε τα κλωνιά μου να ξεχυθούν, να σκορπιστούν παντού τα αρώματά μου.
Κι” ας κατεβεί ο άντρας μου στο κήπο που “ν” δικός του, για να γευτεί όποιο καρπό απ” τα κλαδιά του θέλει.
Η εικόνα ίσως περιέχει: 1 άτομο

Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος



''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άι-Bασίλης
Xειμών βαρύς, επί ημέρας ο ουρανός κλειστός. Eπάνω εις τα βουνά χιόνες, κάτω εις τον κάμπον χιονόνερον. H πρωία ενθύμιζε το δημώδες:
Bρέχει, βρέχει και χιονίζει,
κι ο παπάς χειρομυλίζει.
Δεν εχειρομύλιζεν ο παπάς, εχειρομύλιζεν η γειτόνισσα, η πολυλογού και ψεύτρα, του άσματος του μπαρμπα-Γιαννιού. Διότι τοιούτον πράγμα ήτο· μυλωνού εργαζομένη με την χείρα, γυρίζουσα τον χειρόμυλον. Σημειώσατε ότι, τον καιρόν εκείνον, το αρχοντολόγι του τόπου το είχεν εις κακόν του να φάγη ψωμί ζυμωμένον με άλευρον από νερόμυλον ή ανεμόμυλον, κ’ επροτίμα το διά χειρομύλου αλεσμένον.
Kαι είχεν πελατείαν μεγάλην, η Πολυλογού. Eγυάλιζεν, είχε μάτια μεγάλα, είχε βερνίκι εις τα μάγουλά της. Eίχεν ένα άνδρα, τέσσαρα παιδιά, κ’ ένα γαϊδουράκι μικρόν διά να κουβαλά τα αλέσματα. Όλα τα αγαπούσε, τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της. Mόνον τον μπαρμπα-Γιαννιόν δεν αγαπούσε.
Ποίος να τον αγαπήση αυτόν; Ήτο έρημος εις τον κόσμον.
Kαι είχε πέσει εις τον έρωτα, με την γειτόνισσαν την Πολυλογού, διά να ξεχάση το καράβι του, τας Λαΐδας της Mασσαλίας, την θάλασσαν και τα κύματά της, τα βάσανά του, τας ασωτίας του, την γυναίκα του, το παιδί του. Kαι είχε πέσει εις το κρασί διά να ξεχάση την γειτόνισσαν.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος



''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άι-Bασίλης
Συχνά όταν επανήρχετο το βράδυ, νύκτα, μεσάνυκτα, και η σκιά του, μακρά, υψηλή, λιγνή, με την πατατούκαν φεύγουσαν και γλιστρούσαν από τους ώμους του, προέκυπτεν εις τον μακρόν, στενόν δρομίσκον, και αι νιφάδες, μυίαι λευκαί, τολύπαι βάμβακος, εφέροντο στροβιληδόν εις τον αέρα, και έπιπτον εις την γην, και έβλεπε το βουνόν ν’ ασπρίζη εις το σκότος, έβλεπε το παράθυρον της γειτόνισσας κλειστόν, βωβόν, και τον φεγγίτην να λάμπη θαμβά, θολά, και ήκουε τον χειρόμυλον να τρίζη ακόμη, και ο χειρόμυλος έπαυε, και ήκουε την γλώσσαν της ν’ αλέθη, κ’ ενθυμείτο τον άνδρα της, τα παιδιά της, το γαϊδουράκι της, οπού αυτή όλα τα αγαπούσε, ενώ αυτόν δεν εγύριζε μάτι να τον ιδή, εκαπνίζετο, όπως το μελίσσι, εσφλομώνετο, όπως το χταπόδι, και παρεδίδετο εις σκέψεις φιλοσοφικάς και εις ποιητικάς εικόνας.
― Nα είχεν ο έρωτας σαΐτες!... να είχε βρόχια... να είχε φωτιές... Nα τρυπούσε με τις σαΐτες του τα παραθύρια... να ζέσταινε τις καρδιές... να έστηνε τα βρόχια του απάνω στα χιόνια...
Ένας γερο-Φερετζέλης πιάνει με τις θηλιές του χιλιάδες κοτσύφια.
Eφαντάζετο τον έρωτα ως ένα είδος γερο-Φερετζέλη, όστις να διημερεύη πέραν, εις τον υψηλόν, πευκόσκιον λόφον, και ν’ ασχολήται εις το να στήνη βρόχια επάνω εις τα χιόνια, διά να συλλάβη τις αθώες καρδιές, ως μισοπαγωμένα κοσσύφια, τα οποία ψάχνουν εις μάτην, διά ν’ ανακαλύψουν τελευταίαν τινά χαμάδα μείνασαν εις τον ελαιώνα.
Eξέλιπον οι μικροί μακρυλοί καρποί από τας αγριελαίας εις το βουνόν του Bαραντά, εξέλιπον τα μύρτα από τας ευώδεις μυρσίνας εις της Mαμούς το ρέμα, και τώρα τα κοσσυφάκια τα λάλα με το αμαυρόν πτέρωμα, οι κηρομύται οι γλυκείς και αι κίχλαι αι εύθυμοι πίπτουσι θύματα της θηλιάς του γερο-Φερετζέλη.
Tην άλλην βραδιάν επανήρχετο, όχι πολύ οινοβαρής, έρριπτε βλέμμα εις τα παράθυρα της Πολυλογούς, ύψωνε τους ώμους, κ’ εμορμύριζεν:
― Ένας Θεός θα μας κρίνη... κ’ ένας θάνατος θα μας ξεχωρίση.
Kαι είτα μετά στεναγμού προσέθετε:
― K’ ένα κοιμητήρι θα μας σμίξη.
Aλλά δεν ημπορούσε, πριν απέλθη να κοιμηθή, να μην υποψάλη το σύνηθες άσμα του:
Σοκάκι μου μακρύ-στενό, με την κατεβασιά σου,
κάμε κ’ εμένα γείτονα με την γειτόνισσά σου.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

play it again cat




το 2019 θέλω να το σαρώσω
να το σπρώξω στην έξοδο
να το καταγράψω με περιφρόνηση γι τα άδικα του
να το εμποδίσω
να το κοιτάξω με βλέμμα πάγου
τόσο που αυτό θα με φοβηθεί
και θα τραπεί σε φυγή


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Γεύση Νιφάδας







Γεύση νιφάδας
λιωμένο ροδόσταμο

Χάος
πριν γεννηθείς

Απαλή
ρόγα της Μάνας
Τραχιά
όπως οι άλλοι
πριν βουτήξεις και δεις οτι είσαι κι εσύ είσαι τραχύς
Πάγος
Οταν σε μια στιγμή ξαφνικά έφυγες
Πύρινη
όταν το μέσα σου-όσιο καύκαλο- άγγιξε
λεύτερο θάμβος
Ανεξήγητη
ανερμήνευτη και γεύση λέξη άρρητη
για να καταλάβεις
κάτι σαν,
Έρωτας

(από ηλεκτρόδιο 2014 ΑΣ)
φωτό από Андрей Ерохин


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Κιτρινοκέρασα






Ευχές πολλές και ζεστές
και αγάπη πολλή αγάπη
κι ο ουρανός είναι δικός μας
και οι θάλασσες κι αυτές δικές μας
κι η γη βγάζει αυτά τα κίτρινα μικρα ανθάκια
ξεφεύγει το όνομά τους και τα λέγαμε μαζί
κιτρινοκερασάκια....
(ηλεκτρόδιο ευχολόγιο ΑΣ)
φωτό The “secret” Eglantine and Laurence, Paris 1979.
Photo Jean-Philippe Charbonnier
via Alexey Shurakov


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος










''O Έρωτας στα χιόνια''-Παπαδιαμάντης Aλέξανδρος
Kαρδιά του χειμώνος. Xριστούγεννα, Άι-Bασίλης
Tην άλλην βραδιάν, η χιών είχε στρωθή σινδών, εις όλον τον μακρόν, στενόν δρομίσκον.
― Άσπρο σινδόνι... να μας ασπρίση όλους στο μάτι του Θεού... ν’ ασπρίσουν τα σωθικά μας... να μην έχουμε κακή καρδιά μέσα μας.
Eφαντάζετο αμυδρώς μίαν εικόνα, μίαν οπτασίαν, έν ξυπνητόν όνειρον. Ωσάν η χιών να ισοπεδώση και ν’ ασπρίση όλα τα πράγματα, όλας τας αμαρτίας, όλα τα περασμένα: Tο καράβι, την θάλασσαν, τα ψηλά καπέλα, τα ωρολόγια, τας αλύσεις τας χρυσάς και τας αλύσεις τας σιδηράς, τας πόρνας της Mασσαλίας, την ασωτίαν, την δυστυχίαν, τα ναυάγια, να τα σκεπάση, να τα εξαγνίση, να τα σαβανώση, διά να μη παρασταθούν όλα γυμνά και τετραχηλισμένα, και ως εξ οργίων και φραγκικών χορών εξερχόμενα, εις το όμμα του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου.
N’ ασπρίση και να σαβανώση τον δρομίσκον τον μακρόν και τον στενόν με την κατεβασιάν του και με την δυσωδίαν του, και τον οικίσκον τον παλαιόν και καταρρέοντα, και την πατατούκαν την λερήν και κουρελιασμένην: Nα σαβανώση και να σκεπάση την γειτόνισσαν την πολυλογού και ψεύτραν, και τον χειρόμυλόν της, και την φιλοφροσύνην της, την ψευτοπολιτικήν της, την φλυαρίαν της, και το γυάλισμά της, το βερνίκι και το κοκκινάδι της, και το χαμόγελόν της, και τον άνδρα της, τα παιδιά της και το γαϊδουράκι της: Όλα, όλα να τα καλύψη, να τα ασπρίση, να τα αγνίση!
Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε.
Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
...........................
σε λίγο αλλάζουμε τον χρόνο ! με το καλό όλα!




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Κώστας Κρυστάλλης: ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΛΕΦΤΙΚΟ




Κώστας Κρυστάλλης: ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΛΕΦΤΙΚΟ


Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
που λουλουδιάζουν τα κλαριά, που λυόνουνε τα χιόνια,
για ζωθούμε τάρματα και τα χρυσά τσαπράζια,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στα κορφοβούνια;
Μεσ’ στην ψηλότερη κορφή να στήσουμε λημέρι,
ναχουμε τάστρα τ’ ουρανού τ’ αποβραδύς κουβέντα,
κ’ εμάς το γλυκοχάραμα να πρωτοχαιρετίζη,
εμάς ο ήλιος την αυγή σαν κρούη να πρωτοβλέπη.
Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ’ αηδόνια,
και μεσ’ τα γάργαρα νερά και μεσ’ στες κρύες βρύσες
νεράιδες να μας νίβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν.
Αράδ’ αράδα τάρματα στα πεύκα θα κρεμάμε,
και θε να σταίνουμε χορό. Και κάθε μας τραγούδι
θάναι βροντή από σύγνεφο, φωτιά από αστροπελέκι.
Θα μας τρομάζουν τα θηριά, θα προσκυνούν οι κάμποι.
Πότε θαρθή μιαν άνοιξι, θαρθή ένα καλοκαίρι,
να βγούμε κλέφτες, βρε παιδιά, κλέφτες στο κορφοβούνια;
Ο Κώστας Κρυστάλλης από το Συρράκο της Ηπείρου, γεννημένος το 1868, όταν η Ήπειρος βρισκόταν κάτω από τον ζυγό της Τουρκοκρατίας, παρ’ ό,τι ”έφυγε” πρόωρα, μόλις στα 26 του χρόνια, άφησε πίσω του ένα πολύτομο έργο, από το οποίο μερικά ποιήματα και ορισμένα πεζά του αποτελούν αριστουργήματα ποίησης, λόγου, γλώσσας, εικόνων, ηθογραφίας, πατριωτισμού, αγάπης στο λαό μας και την βουνίσια ζωή και ανάδειξης ενός χαμένου πια αλλά περήφανου και ηρωικού πολιτισμού των τσελιγκάτων.
Τσελιγκάτων στα οποία δούλεψε από μικρός ο Κρυστάλλης και τα οποία διαφύλαξαν στην καρδιά τους και στα ψηλά βουνά μια άφθαστη δημοτική γλώσσα και ένα αθάνατο δημοτικό τραγούδι, μαζί με την φλόγα της Λευτεριάς, την ώρα που στους κάμπους κυριαρχούσαν αιώνες σκλαβιάς.



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Στην μνήμη του Νίκου Πλουμπίδη



Στην μνήμη του Νίκου Πλουμπίδη που 31 Δεκεμβρίου 1902
γεννήθηκε στα Λαγκάδια Αρκαδίας.
Μάνος Ελευθερίου , τροπάριο γιά φονιάδες
Νίκος Πλουμπίδης
Σε τούτη την πατρίδα τί γυρεύω,
με μισθοφόρους και πραιτωριανούς,
τη δόξα σου γονατιστός να ζητιανεύω,
και να χτυπώ την πόρτα σου στους ουρανούς.
Σαν ψίχουλα είναι τούτα τα στιχάκια,
από συμπόσια και ξενύχτια ποιητών,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ,
τα ψιθυρίζουν οι χαφιέδες στα σοκάκια,
εκεί που πάω σαν το ψάρι να πιαστώ.
Κινήσαμε για μακρινό ταξίδι
κι η νύχτα φαρμακώνει τα φιλιά
ποιος κόσμος μας κρατάει και ποιο σανίδι
απόψε που δικάζουν τον Πλουμπίδη.
Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά
ΣΗΜ: Ο Νίκος Πλουμπίδης εκτελέστηκε ,με ακάλυπτα τα μάτια, ζητωκραυγάζοντας υπέρ του ΚΚΕ και τραγουδώντας τη «Διεθνή». Το ΚΚΕ συνέχισε να τον στοχοποιεί και μετά τον θάνατό του, όταν υποστήριζε από τα ερτζιανά ότι «ο Πλουμπίδης δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο της προδοσίας». Το 1958, μετά την «αποσταλινοποίηση» και την εκπαραθύρωση του Νίκου Ζαχαριάδη από την ηγεσία του κόμματος, το ΚΚΕ αποκατέστησε τον Νίκο Πλουμπίδη.
Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

ICE--2

Γιατί ένας διάσημος που το μελλον του προδιαγράφεται λαμπρό σε μεγάλο πανεπιστήμιακό ίδρυμα στην ξένην ίσταται στο πλευρό των ελλήνων δοκιμα...