Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019

Τ΄ αεράκι


Τ΄ αεράκι

Της Άννας Στάικου
Πήρε μαΐστρος στην θάλασσα το μπλε της ιωδιώθηκε χυμένο στο πράσινό της στην προβλήτα τα παιδάκια γελούσαν με το αφροκόπημα οι άντρες καταπιάστηκαν με αναλύσεις τα γεγονότα έτρεχαν αλλά θαρρείς κι είχαμε χρόνο οι γυναίκες με τη σειρά τους αγκιστρώθηκαν στα στερεότυπά της αυτοσυντήρησης το όραμα κλείστηκε σε υπόγειο η αμεριμνησία φαρμακώθηκε ο χρόνος λιγόστευε και σκύλος εξαγριωμένος ζητούσε να σπάσει το μάνταλο Το γύρισε σε μανιασμένη θύελλα Το θαλασσινό τοπίο σε κουκκίδες χιλιάδες έσπασε Και εγώ αναζητώ ένα χαρτί ένα τσιγαρόχαρτο να γράψω δυο λέξεις ένα βαρκάκι και δυο λέξεις ριγμένο στην φουρτούνα να μπορέσει να σωθεί δυο λέξεις εσύ και εσύ

("Ηλεκτρόδιο" ΑΣ) 
Πηγή: ΑΣτάικου
 Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2019

« … Ο ουρανός και η απελπισία λαλούσι με αποσιωπητικά… »- Αλ. Παπαδιαμάντη “Οι έμποροι των εθνών”


Της Άννας Στάικου από την Ρήξη φ. 125


Θολές οι θάλασσες αυτό το καλοκαίρι. Κολυμπάς και χάνεις την ακτογραμμή. Τί του συμβαίνει του καιρού; Τί συνέβη και το κάθετο ανελέητο φως, αντί να λογχίσει τα παραδομένα στη ζέστη κορμιά μας –με τρόπο τέτοιο που να μας τινάξει από την αδρανή μας θέση- προτίμησε να εφορμά, αθόρυβα, στο τοπίο, με τρόπο κρακελέ…;; Οι τεθλασμένες και οι δειλές κατευθύνσεις των ζεστών τόξων του ήλιου δεν καμακώνουν με το γνωστό αιώνιο, ερωτικό τρόπο, τα ύδατα. Το νερό παραμένει απελπιστικά μόνο, αυτό το θολό καλοκαίρι. Πού δραπέτευσε η ατελεύτητη συνύπαρξη και συνεύρεση αρχιπελάγους και ήλιου; Και η διαύγεια; Πώς θα κατορθώσουμε να δούμε καθαρά; Πόσο μείναμε απόντες;Πόσο αδικήσαμε και πόσο πολύ επιτρέψαμε την αδικία πάνω μας;

Κάνω ένα βήμα στο χρόνο, προς τα πίσω….. Παιδιά με κουβαδάκια τότε, στα δροσερά καλοκαίρια, μαζεύαμε αφειδώλευτα ήλιο, κι αυτός ξεχείλιζε τον τόπο και τα πρόσωπά μας με χαρά. Ήλιο ξαπλωμένο, νωχελικά, στον κουβά, τον βουτούσαμε στα διαυγή νερά κι αυτός ο αιώνιος σωσμένος, πλήρωνε το τοπίο με ανθρώπινη καρδιά.

Πίσω στο χρόνο πάλι… Το κομπόδεμα του πατέρα. Σ’ ένα μαντήλι καθαρό με τέσσερις κόμπους στις γωνίες και κάθε τόσο να γεμίζει με οικονομίες ιερές από τον κάματο του γονιού μας, με ελπίδα και αγαλλίαση ανακοινώνοντάς μας ότι «πάλι στη θάλασσα, καμάρια μου και φέτος θα πάτε». Δραχμή τη δραχμή το γέμιζε και χρύσωνε το τάμα, το φυλακτό. Το κοιτάζαμε και βλέπαμε βαρκούλες, βουτιές και απλωτές… και ησύχαζε με ζέστη το κυριακάτικο τραπέζι, με όλη την εμπιστοσύνη της οικουμένης.

Άλλο ένα βήμα προς τα πίσω…. Καθισμένες γυναίκες στις ασβεστωμένες πεζούλες των νησιών και των νεογέννητων παραθεριστικών παράλιων τόπων…. Τριγύρω τενεκέδες ασβεστωμένοι –κι αυτοί– ξέχειλοι από όλου του κόσμου τα ανθισμένα αρώματα…. Μα το περισσότερο που θυμάμαι είναι η ανοιχτή, αυθόρμητη καρδιά για τους φιλοξενούμενους από την πρωτεύουσα νιόφερτους επισκέπτες… Καρδιά και αυθόρμητη εμπιστοσύνη απλωμένη παντού σαν την κληματαριά που μας φύλαγε από το λιοπύρι… Τα τότε καλοκαίρια στη θέση ενός οικοδεσπότη, με μουσαφίρηδες όλους εμάς τους πολίτες και ανθρώπους που κτίζαμε τη ζωή με υλικά απλά και παρμένα από την κοινή μας παρακαταθήκη…

Καλοκαίρι στα ορεινά… Πάλι κάποια χρόνια πίσω… Με αγνάντι στα πελάγη… Τριγυρισμένα με έλατα ή κέδρους –με μπηγμένες τις ρίζες τους στη θάλασσα– (όπως ένας ορεινός τρανός ισχυριζόταν)…! Καλοκαίρι στα Καλάβρυτα… Γυναίκες ηλικιωμένες με μαύρα κατράμι ρούχα, καθισμένες τα θερινά δειλινά, σε πεζούλες πετρόχτιστες με ονοματεπώνυμο ξακουστό, η κάθε μία (πεζούλα)… Με καραμέλες βουτύρου, τις παλιές του μπακάλη, στην τσέπη της ποδιάς, για να φιλέψουν τα παιδιά… Γυναίκες με το ολοκαύτωμα γυαλισμένο στο δέρμα της ψυχής τους… Γυναίκες με προσμονή για δίκιο και ελπίδα για όρθιας μνήμης των παιδιών που απομακρύνονταν με τη φούχτα γεμάτη καραμέλες γάλακτος … από τις παλιές.

Καλοκαίρι θολό σημερινό. Η σιωπή να μην είναι σιωπή παρά βουητό, ζητώντας ο καιρός βοήθεια. Ο ιερός κάματος των ανθρώπων αφανισμένος. Δίχως τον κάματο ο άνθρωπος πέφτει πιο κάτω και από τις φτέρνες του. Η ανθρώπινη σχέση σε ολοκληρωτική σχάση… Ο χρόνος ευάλωτος και κατακερματισμένος σε νου σαλεμένο από την παραλογία της εξαφανισμένης εργασίας.

Καλοκαίρι θολό σημερινό. Ο θεός εξόριστος. Ο καταργημένος άνθρωπος αδυνατεί να τον ψηλαφίσει.Καλοκαίρι θολό και βυθισμένο στο κίτρινο σήμερα. Ο ιερός θάνατος των Ελλήνων ως οίστρος ζωής, σε παρανομία.
Θέρος θολό. Με τα τρία μοναδικά αυτονόητα της ανθρώπινης ύπαρξης –κάματος, θεός και θάνατος– εκτός νόμου από κέντρα και εξουσίες απόλυτης ύβρεως…!Θέρος… Σήμερα… Με τον χρόνο στην αιώνια αταραξία, προσμένοντας την αυτονόητη αποκατάσταση του δίκιου.
Μερικοί θα αρνηθούν το θόλωμα. Θα βουτηχτούν στα πελάγη για την προσωπική τους κάθαρση. Θα πιάσουν τον καιρό από το μέτωπο, κρατώντας το πιγούνι του σαν γκέμι και θα το κάνουν, με πλήρη αταραξία.
Μερικοί πίσω από το θολό, με μια δρασκελιά ακουμπούν στην αρετή και το χρέος.

Άλλωστε, μη λησμονούμε ότι, μερικοί, κρατούν τη σκυτάλη από τα παλιότερα με σκοπό να την παραδώσουν στα νεώτερα και αυτό το κάνουν επειδή έτσι τους …αρέσει…!
Καλό καλοκαίρι σε όλους
(καλοκαίρι 2017, εφημερίδα ΡΗΞΗ φ. 125)

φωτο Ρομυ Σνάιντερ


Πηγή: ΑΣτάικου 
 Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2019

Θερινή Ανακατάληψη των Ακτών








Άννα Στάικου

Άννα Στάικου


Τελευταία δεν αισθανόμαστε πολύ καλά. Μάλλον θα έλεγα δεν αισθανόμαστε.

Μετατρεπόμαστε κάτι σαν τις selfie φωτογραφίες.

Τόσο πολύ, που σκέφτομαι, ότι αν χαθεί η δυνατότητα selfie, εμείς θα πνιγούμε στο κινητό ελλείψει ταυτότητας.

Πριν μπει το θέρος, θα σας μιλήσω κάπως, προσωπικά.

Στην εφημερίδα των Πατησίων, έχω αναλάβει τα ρεπορτάζ. Όσο πλησιάζουμε –σε κάτι απροσδιόριστο- αλλά όμως κοντοπλησιάζουμε, το ρεπορτάζ προσομοιάζει με συνέντευξη, ολόκληρης ψυχιατρικής πτέρυγας. Σας εκμυστηρεύομαι, λοιπόν, ότι εξωραΐζω τα λεγόμενα, φτιασιδώνω τις καταστάσεις, χρωματίζω τα συναισθήματα, ενθυμούμαι το λεγόμενο «δέον», το προσθέτω ως ζητούμενο και είμαι έτοιμη για το τελικό κλικ στον υπολογιστή.

Επίσης, να εξομολογηθώ, ότι η διαδικασία λαμβάνει χώρα, περίπου 1.00-2.00 μετά τα μεσάνυχτα ξημερώματα. Έτσι εξασφαλίζω ότι θα διαβαστεί από τον εκδότη το πρωί. Μεταξύ μαρμελάδας και καφέ, μη έχοντας καλοξυπνήσει, το ευτυχές κείμενο θα αποσταλεί στο τυπογραφείο, λίγο πριν τελειώσει ο 2ος καφές, δίχως γκρίνιες και γρουσουζιές.

Η εφημερίδα της πόλης μας όμως διακατέχεται από εμμονές. Λειτουργεί ως χρονογράφημα ή ως χόλτερ καλύτερα των έρμων κατοίκων της. Ετσι βρίσκομαι 15 μέρες στημένη στην Πλατεία Αμερικής, μεταξύ των περιπτέρων, των κάδων, των στεγάστρων στις στάσεις των λεωφορείων και τρόλεϊ ανάμεσα στους εκατοντάδες ξένους από όλα τα σημεία των πρώην αποικιών της ΕΕ (πρώην τρόπος του λέγειν) και των βομβαρδισμένων κατακέφαλα Ασιατών από τους εξελιγμένους και φωταδισμένους δυτικούς (τό ‘γραψα… γιατί αλλιώς θα μ’ έπνιγε το δίκιο το δικό μας και το δικό τους).

Στέκομαι λες και είμαι σε μπεκατσοπέρασμα να υποβάλλω της εξής αψυχολόγητη ερώτηση:

(γελάκι και ύφος ενθουσιασμού)

«Καλημέρα σας, είμαι από την εφημερίδα η Πατησίων ΖΕΙ, θέλετε να μας πείτε που θα πάτε για διακοπές το καλοκαίρι;;»

Εννοείται ότι αυτό το ερώτημα που μου έστειλε ο εκδότης το έκανα μπαλάκι και το πέταξα στον κάδο του Καμίνη, που γράφει ανακύκλωση, αλλά στην πόλη μου, η ανακύκλωση είναι ιεραρχημένη, για την φάση μιας επόμενης συναστρίας. Αυτό μας μάρανε. Άσε που έχουμε αρχίσει και ρωτάμε για ποιόν ανακυκλώνουμε. Άσε και το άλλο που η ανακύκλωση θυμίζει ευταξία και εμείς γελάμε επειδή ευταξία σημαίνει και εργασία.

Σ’ αυτόν τον μοιραίο κάδο βρίσκονται πεταμένα , όλα του εκδότη τα αιτήματα.

Άλλαξα λοιπόν την ερώτηση και την διαμόρφωσα πιο ρεαλιστικά.

Ρωτούσα λοιπόν με ύφος ειδήμονα.

«Ψιτ, σε βλέπω δυο ώρες και πηγαινοέρχεσαι πάνω –κάτω. Θες να πηγαινοερχόμαστε μαζί;;»

Δεν θα το πιστέψετε.!

Μου απάντησαν όλοι , όσοι ρωτήθηκαν -ΝΑΙ-!

Αναπτύξαμε πολλές ωραίες απόψεις μεταξύ μας, και κάποιες σας τις αναφέρω για να το διαπιστώσετε από μόνοι σας.

Μια κοπέλα, έστεκε στη στάση, περίμενε το τρόλεϊ. Όταν ερχόταν το όχημα, ανέβαινε ένα σκαλί και αμέσως κατέβαινε, δίχως να περάσει μέσα. Μου εξήγησε ότι είναι απολυμένη από την «εργασία» της (τέλος πάντων, την απασχόλησή της, ή ότι μας έχουν ορίσει για εργασία) εδώ και 6 μήνες, και στέκεται στη στάση για να είναι σε φόρμα μόλις βρει δουλειά.!

Όλα αυτά τα έμαθα, αφού ανεβοκατεβήκαμε μαζί τα τρολεοσκαλοπάτια, τουλάχιστον 50 φορές.

Ένας άντρας 50-55 περίπου χρόνων, επιβιβαζόταν κάθε πρωί, στην στάση της πλ. Αμερικής, πήγαινε μέχρι την Αγγελοπούλου, αποβιβαζόταν, περνούσε απέναντι ξαναέπαιρνε από την αντίθετη μεριά το τρόλεϊ, και επέστρεφε στην πλατεία..!

Το ίδιο δρομολόγιο το έκανε 5 φορές την ημέρα.
Σ’ αυτόν δεν είπα «ψιτ», παρά ευγενικά κάθισα στο διπλανό κάθισμα του οχήματος, που για καλή μου τύχη ήταν άδειο.! Αφού άρχισα να μιλάω για τον καιρό και το πόσο μας βασανίζει η άνοιξη, τον ρώτησα αν ξέρει πως πάει το κέντρο σήμερα από κίνηση.

«Τι να σου πω, εγώ μέχρι την Αγγελοπούλου πάω και επιστρέφω. Το ίδιο θα κάνω άλλες τρεις φορές για σήμερα»

Προσπάθησα να μην αφήσω την έκπληξή μου να φανεί και ο ευγενικός συντοπίτης μου με πρόλαβε συμπληρώνοντας: «Πήρα κάρτα μηνιαία την 1η του μήνα και το μεσημέρι ξαφνικά απολύθηκα. Και δεν με πείραξε η απόλυση τόσο , όσο η χασούρα της κάρτας»

Μου σκάει ένα γέλιο λέγοντας «βγάζω το άχτι μου ξοδεύοντας την»

Μία υπερήλιξ, ή έτσι μου φαινόταν εμένα (μια και είχα ανακαλύψει ότι υποφέρω από μια μικρή ωραιοπάθεια με φρικτή συνέπεια τις κάπως μεγαλύτερες μου να τις χαρακτηρίζω υπερήλικες) (sik), κάθε πρωί έπινε ένα καφέ στη γωνία της πλατείας, και κάθε μεσημέρι έπινε ένα δεύτερο καφέ στην απέναντι γωνία.

Αυτό το έκανε τα τελευταία τρία χρόνια. Φορούσε γυαλιά ηλίου -χειμώνα, καλοκαίρι και με βροχή- και ασάλευτη έπινε τον καφέ σαν ολόκληρο έδρανο κατηγορίας σε ορκωτό μικτό δικαστήριο.

Έτριψα τα χέρια μου. Υπολόγισα ότι θα μάθω δράματα, χηρείες, χαμένες περιουσίες και τα συμπαρομαρτούντα.

Πλησίασα και θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια.!

«Καλημέρα σας, να καθίσω στο τραπέζι σας, χωρίς να σας ενοχλήσω, για να αποφύγω τα αδιάκριτα αντρικά βλέμματα;;»

(αυτό βέβαια το έλεγα στο πανεπιστήμιο ως 20 χρονών, τώρα που το ξαναείπα ακούστηκε λίγο γελοίο αλλά εν τω μεταξύ το είχα εκστομίσει)

«Ασφαλώς -μου απάντησε- αν και δεν είστε μικρούλα. Αλλά η ανασφαλής γυναίκα είναι έτσι και μέχρι τα 90. Παρακαλώ καθίστε»

Πάγωσα. Ήταν τσούχτρα με ακρίβεια.

Πίναμε καφέ αμίλητες για πολλή ώρα, με μάτια καρφωμένα στα γύρω μας τσιμέντα, σκέφτηκα ότι ίσως, θα επαναλάμβανα το μαρτύριο και στην άλλη γωνία της πλατείας, ανατρίχιασα και αποφάσισα ή να μιλήσουμε ή να τη σβήσω από το συγκεκριμένο ρεπορτάζ.

Μπήκα στο ψητό και κατευθείαν.

«Είμαι από την εφημερίδα των Πατησίων. Την γνωρίζετε;;»

Μου απάντησε ότι κάπου είχε πέσει το μάτι της, την είχε ξεφυλλίσει, τις άρεσαν τα σικ χρώματα, έδενε με το παλιό αρχοντικό μας παρελθόν.

Ρούμπωσα. Αρχισα να μιλώ για την ιστορία μας, για τους κήπους, για τα αρχοντικά, για τους αστούς, για τα σινεμά και όλα τα σχετικά που αποτελούν την επιτομή της δικής μας ιστορίας και μέσο αναγνώρισης. Κάτι σαν τα σήματα μορς ενός πολυτελούς Τιτανικού.

Κάπως έτσι ήταν όλα αυτά που αναμασούσαμε σε ένα καφέ κίτρινο, με τους Αφρικανούς να μοιράζονται ένα αποτσίγαρο, εμείς να ξεχρεώνουμε ένα εισιτήριο, οι παλιοί να τάχουν βροντήξει από την πόλη, οι έμποροι να έχουν φτωχύνει, οι δρόμοι να έχουν παλιώσει και κανείς να μη νιώθει την ανάγκη να πει:

«Σκάστε συμπολίτες μου. Μη μιλάτε. Ελάτε να κοιταχτούμε.

Εδώ γ@@@@@ είμαστε στα χαρακώματα και παριστάνουμε τις εικόνες με ατέλειωτες selfie, σε μια πόλη που δεν είναι πόλη.

ΤΙ ΚάΝουΜε»

Η κυρία με τα γυαλιά ήταν η γνωστή μας Ζηνοβία.

Ξεπέρασε, τα πάντα και παγιδεύτηκε στις εκατομμύρια κλωστές που αμόλησε μια παλιοεικόνα, -αυτό μου είπε- με αναφιλητά.

Ήπιαμε και ένα σφηνάκι.

Τα μάτια μας είχαν γίνει ποτάμια.

Σκιές, με δεσμώτες τις εικόνες. Οι Γερμανοί κουβάλησαν καμιόνια με αόρατες εικόνες.

Μπήκαμε σα μαλάκες μέσα σούμπιτοι, μου έλεγε κλαίγοντας αυτή τη φορά η Ζηνοβία.

Ήρθε η ώρα να φύγει. Σηκώθηκε, με κέρασε, και με κοίταξε στα μάτια.

«Άκου, αυτό το καλοκαίρι, θα είναι σα να πηγαίνεις σε ξένη θάλασσα

Πρώτη φορά σε χιλιάδες χρόνια θα αιστανθούμε ξενιτειά ακόμη και στην θάλασσα»

Απομακρύνεται.. Κοντοστέκεται και προσθέτει:

«Πες με υπόμνημα στον λιμοκοντόρο τον εκδότη να κάνει το φύλλο μπαρούτι πολιτισμού και τέχνης» «Κι ας κλείσει»

Τιμή σας.

(Την Ζηνοβία, μάλλον την συναντώ για τελευταία φορά.
Τι Κυρία!).
Μάιος 2017 στην Πατησίων

ΠΗΓΗ: https://ipolizei.gr

 Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Ημερολόγιο αιγαιακού μετώπου ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ




Ημερολόγιο αιγαιακού μετώπου
ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ




τίτλος να καταγράψω το συμβάν

αφαιρώ την λέξη- μέτωπο-

κρατώ το δικό σου εμπύρετο μέτωπο

το πλένω με ψυχρές γάζες



ψιθυριστά το επίθετο -αιγαιακό-

απαγορευμένη λέξη

θα μας συλλάβουν



ο ήλιος καυτός και εκείνο το κακοπούλι

απ το πρωί κάτι θέλει να πει


δυό λέξεις πήδησαν σαν από πηγάδι

πετώ --το ημερολόγιο--


ξεχνώ τί ήθελα να γράψω

η αρχή έγινε τέλος
ο ήλιος καυτός και εκείνο το κακοπούλι

απ το πρωί κάτι θέλει να πει


δυό λέξεις πήδησαν σαν από πηγάδι

πετώ --το ημερολόγιο--


αλλάξε η σειρά

αλλάξαμε την θέση μας κι εμείς



είσαι καλά , πολύ καλά, αγωνιάς τώρα εσύ

την θέση του εμπύρετου

την έκλεψα

βουτάς τις γάζες στο στόμα σου



ημερολόγιο λευκό

πάχνη

αόμματο

τρίμματα στα χέρια σου οι μέρες


(από "Ηλεκτρόδιο" ΑΣ)



Πηγή: ΑΣτάικου
 Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Η ΜΑΝΟΛΙΑ της ΣΤΕΦΑΝΙΑΣ


"Η Μανόλια της Στεφανίας"



" Ξημερώματα, βουή, η πράσινη γη ανταριάζει
Βελόνες πάχνης λογχίζουν τα βλέφαρα
Πετούμενα, κοτσύφια, κορυδαλοί φασιανοί, τραγουδούν με λεβάντε.
Αλάφιασε η κερασιά,
ανάσκελα δροσίστηκε το φυλλαράκι
Η μανόλια, ταράχτηκε κι απάντησε με το άνθος της αυγής
στην Κέρκυρα
τη Γη της Ναυσικάς και στου Αλκίνοου το νησί.."


Συννεφιά χλώμιασε τα χορταράκια
κέδροι ασάλευτοι βιγλάτορες
το μονοπάτι χνάρι της Ναυσικάς
ένα μαντήλι στο χώμα πεσμένο καθαροπλυμένο από
τους Έρμονες
η Πελαγία όρμησε στην καταιγίδα και την είπαν αγία
η Στεφανία αλαφροπάτησε, τινάχτηκε η σκόνη από τα χαμομηλάκια,
Η Κέρκυρα στο δείλι πεπλοφορούσα
μες στα πελάγη κρύβεται
μη δει κουρσάρος το αμήχανο κάλλος και με άπληστα χέρι την κουρσέψει και χαθεί η αιώνια νιότη,
η ρώμη και το θάρρος,
του ναυαγού Οδυσσέα που αν γίνουν ξένες οι θάλασσες
το ευρύ του στέρνο με μανία θα πνίξουν
και ο νόστος-τότε- για πάντα χαθεί
η Στεφανία βουτά τις πατούσες

το νερό γέμισε θέρμη
η συννεφιά κουράστηκε
σεντόνι λευκό απλώθηκε
η Κέρκυρα πριν νυχτώσει, με φιλί λυγερής μυρτιάς σκύβει να δει την θάλασσα μέσα από το ασημένιο μονοπάτι
η χλωμή συννεφιά χρωματίστηκε από τα έκλπηκτα δικά μας μάτια
στην Κέρκυρα
την γη της Ναυσικάς
την χώρα των Φαιάκων"


"Δρόμος εξοχικός, δίχως τέλος,
τα όρια γίνονταν αέρας και φυσούσαν με πνοή την εξοχή
Βλάστηση ενσωματωμένη στ όνειρο ,
μπλεγμένη στ όραμα της ομορφιάς
τυλιγμένη με φύλλα ζεστής καρδιάς


Το βράδυ η Στεφανία κουβαλούσε ένα σκαμνί που θύμιζε του Οδυσσέα το θείο κάθισμα, όταν καλούσε τον Άργο.
Εκεί καθόταν καταμεσής να δει του σκύλου τα πετάγματα
Ο Άργος σε καλπασμό στο βάθος του εξοχικού δρόμου
έμοιαζε με λεύτερο περήφανο άτι απείθαρχο στο κακό
Πειθαρχημένο στο καλό
Χανόταν στα βάθη. Τρυπούσε με την μουσούδα το σκοτάδι
Κι από μέσα τραβούσε φως, το κρέμαγε στην σκυλίσια του σιαγόνα
Επιστροφή για ένα λόγο αγάπης
Η λευκόχερη Στεφανία χάιδευε του Άργου την ράχη
και ανέμιζε η χαρά ίδιο φως μες στο σκοτάδι
Και πάλι αυτός χωνόταν στο βάθος να βρει το φεγγάρι
Ξεμερώματα ο Άργος απόκαμε
Στεφάνια μπλεγμένα με ασήμι, ρόδα φύλλα μανόλιας μοσχοβολημένο τίλιο, στόλιζαν την καινούρια μέρα
στην Κέρκυρα την γη των Φαιάκων"


Στρωμένοι με λίθινες πελεκητές πέτρες δρόμοι
Έργα μαστόρων με τέχνη αντλημένη από την παλιά αρχαία γνώση
Φιδωτές διαδρομές θεμελιωμένες από του Αλκίνοου τα έργα, τελειωμένες από τους θαλασσοπόρους , οδηγούν τα βήματα τους καθενός επισκέπτη στην τελική ορχήστρα ενός θεάτρου υπαίθριου με ακουστική στα καλά καρφωμένα στο στερέωμα άστρα
Οι δόγηδες και οι κοντέσες ασάλευτοι παρατηρούν την σκηνή ανακατεμένοι με τους θεατές
Οι Κερκυραίοι αγρότες και έμποροι μέλη της μικτής χορωδίας κρατούν την μπαγκέτα στα δικά τους χέρια.
Η Στεφανία κρατά πάντα μια βεντάλια στην παραλία. Ο χρόνος που κύλησε είναι πυκνός κι η Κέρκυρα υποφέρει από την ζέστη.
Ο Οδυσσέας με την βεντάλια λίχνιζε την παχουλή αχλή.
Τα μάτια της Στεφανίας έλαμπαν. Μέσα από ένα κερί λιγνό, μπορούσε να δει τα ελάχιστα λεπτοφυή αόρατα σωματίδια της λιχνισμένης αέρινης υγρασίας Έκαναν κύκλους από την κίνηση της οδύσσειας πορείας.
Άλλωστε το μυστικό του Οδυσσέα ήταν το καθαρό βλέμμα
Δεν αρκούσε κάποιος να βλέπει. Επρεπε και να διαβλέπει.
Για να θεραπευτεί ο ψευδώς ορών άνοιγε πρώτα την καρδιά του σαν έναν πάλλευκο της μανόλιας ανθό.
Η Στεφανία ατένιζε τ άστρα με λεπτομερή τρόπο και ενάργεια
Ο σύγχρονος Οδυσσέας μαχητής της αληθινής όρασης
Μάλλον στο πλοίο του νόστου για την Ιθάκη βοηθό και καπετάνισσα είχε την Πηνελόπη. Κάποια σαν την Στεφανία δηλαδή με όραση γενναίας προσμονής
Προσμονή και σύνεση για τον νόστο του ανθρώπου, στον ίδιο τον άνθρωπο.
Ξημερώματα, βρέθηκα σωριασμένη στην κουβέρτα του καραβιού με πλου για τις απέναντι παράλιες ακτές, με την άκρη του ματιού το καράβι του Οδυσσέα τυλιγμένο σε σύννεφο με ταχύτητα μεγάλη έριχνε φώς άπλετο για να αιστανθείς την Κέρκυρα.
Η Ναυσικά ξημερώματα στους Έρμονες έπλενε τα ασπρόρουχα»
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Κυριακή 4 Αυγούστου 2019

Εις μνήμην...



ς Άννας Στάικου
Εις μνήμην

...ήξερα κάποιον που σήκωνε
ασήκωτο στους ώμους πένθος
ανοιγόταν τις μαύρες για κείνον θαλασσινές μέρες
σκαρί γερτό με κουπί στ' ανοιχτά
Κορινθιακός
αντίκρυ η Ρούμελη
κύρτωνε
αλαφαιαζόταν απ την σιωπηλή
--φτερό πεταλούδας--,
πομπή αλμυρή

ανασάλευε ο αέρας
ηθελημένος
σωσμός των σπάρων

ούτε ένα δεν γάντζωνε στο λεπτό παραγάδι
ηθελημένα
αυτός δεινός κάποτε ψαράς
η βάρκα κωπηλατούσε και ένας αργός γέρικος σπάρος
συνόδευε την επιστροφή στην ακτή
χοροπηδώντας στην ζικ ζακ των υδάτων πορεία

αυτός έγερνε
βουτούσε το πρόσωπο στο νερό
έκλαιγε με αναφιλητό
ξέπλενε τον τόπο και τα περάσματα

αγιασμός στους ψαρότοπους

(εις μνήμην)

ΑΣτάικου

Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου

ΕΥΜΑΙΟΣ


ΕΥΜΑΙΟΣ


Μας χρειάζονται δυο αιώνες για να καταλάβουμε τι έχει συμβεί
Λείπει, βλέπεις, κι ο Εύμαιος για να μας πει

Εν τω μεταξύ ταχύτατα ως κισσός, αναπτύσσεται η άστοργη προσαρμογή
Και οι έννοιες και τα νοήματα τα κατάπιε η φυλλοξήρα στον μαύρο καταπιώνα της λήθης

Μηδέν +Μηδέν κι ο άνθρωπος το Εν
Zέστη τρομερή .
Ο Κύνας βρυχάται, στ άστρα κρυμμένος

H άσφαλτος της πόλης,
λιοπύρι
φίδι νεκρό.

Ανένταχτος έρωτας κυματίζει
σκιά
κρεμασμένος
Ταλάντωση φρίκης

Αυτό το κακό,
θα ξεριζωθεί
στήθη, ρίζα γερή
σε ύψη άστοργα ποιός άραγε, λιγνή κλωστή 
αίωρα φτιάχνει σε ανάποδη, τυφλή στροφή



Μια μυίγα την σκιά τρύπησε --βλάβη στο μάτι--

Πού είναι οι άλλοι;;
Πού βρίσκονται;;

Τους ελεύθερους, που αόρατοι γίνηκαν Φάροι
σε ποιο κακό του καιρού κενό
άταφους και άκλαφτους εγκαταλείψαμε ;;





ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ



ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ

μέσα σ όλα πλάκωσε κι ο Αύγουστος
και σαν ένας άλλος Κάισαρας
διατάζει
είστε καλά πολύ καλά , γελάτε, χαίρεστε υποχρεωτικά
και εγώ που έχω μια θλίψη όση το φεγγάρι
και μαζί της αγκαλιά μία χαρά, ρούγα στρωμένη ρίγανη στο καταράχι
δάγκωσα το υποχρεωτικό
επιβάτης σε αεροπλάνο που εκπέμπει may day
και βάλθηκα να στρώσω το μέσα μου
να το φτάσω μέχρι την άκρη
ακρωτήρι η πόλη , κάθε αύγουστο γίνεται άστεγη
τις πίκρες των ανθρώπων αγκαλιάζει
μιά τέντα το ουρανί
στο βάθος ο σκύλος κάτοικος του παντός
με την σκιά μας τραβολογιέται και τα βάζει
οι ακάλυπτοι --Αααα, οι θαυμαστοί ακάλυπτοι των πολυκατοικιών--- κάθε αύγουστο γίνονται μοναστηριού ταβάνι
ακόμη και τα περιστέρια αλλάζουν τρόπο, τόσο, που φαντασιώνονται οτι είναι αποδημητικά

Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Μετέωρο





Μετέωρο


Των ματιών τα βάθη
πλυσταριό στον αμφιβληστροειδή χιτώνα 
καρφωμένο, οπτικό νεύρο, Αιγαίο
Συγκοπές  βλεφάρων. Τυφλωμένα μάτια.
Βάζεις λευκοπλάστη Ανασύρεις παλιά βάσανα
Και το Αιγαίο εκεί.
Ήλιος καταιγίδα. Άλλοτε κύμα. Ροή ανέμου, βουνίσια κατεβασιά 
Στέρνες στα περάσματα
Εμπατή του πλοίου με δρόλαπα ξυράφι

ΗΛΕΚΤΡΟΔΙΟ α/σ 

Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου



Akliton New Age

μελίρροος, κρῆναι Πλάτ. Ἴων 534Α Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου