Άννα Στάικου
Τελευταία δεν αισθανόμαστε πολύ καλά. Μάλλον θα έλεγα δεν αισθανόμαστε.
Μετατρεπόμαστε κάτι σαν τις selfie φωτογραφίες.
Τόσο πολύ, που σκέφτομαι, ότι αν χαθεί η δυνατότητα selfie, εμείς θα πνιγούμε στο κινητό ελλείψει ταυτότητας.
Πριν μπει το θέρος, θα σας μιλήσω κάπως, προσωπικά.
Στην εφημερίδα των Πατησίων, έχω αναλάβει τα ρεπορτάζ. Όσο πλησιάζουμε –σε κάτι απροσδιόριστο- αλλά όμως κοντοπλησιάζουμε, το ρεπορτάζ προσομοιάζει με συνέντευξη, ολόκληρης ψυχιατρικής πτέρυγας. Σας εκμυστηρεύομαι, λοιπόν, ότι εξωραΐζω τα λεγόμενα, φτιασιδώνω τις καταστάσεις, χρωματίζω τα συναισθήματα, ενθυμούμαι το λεγόμενο «δέον», το προσθέτω ως ζητούμενο και είμαι έτοιμη για το τελικό κλικ στον υπολογιστή.
Επίσης, να εξομολογηθώ, ότι η διαδικασία λαμβάνει χώρα, περίπου 1.00-2.00 μετά τα μεσάνυχτα ξημερώματα. Έτσι εξασφαλίζω ότι θα διαβαστεί από τον εκδότη το πρωί. Μεταξύ μαρμελάδας και καφέ, μη έχοντας καλοξυπνήσει, το ευτυχές κείμενο θα αποσταλεί στο τυπογραφείο, λίγο πριν τελειώσει ο 2ος καφές, δίχως γκρίνιες και γρουσουζιές.
Η εφημερίδα της πόλης μας όμως διακατέχεται από εμμονές. Λειτουργεί ως χρονογράφημα ή ως χόλτερ καλύτερα των έρμων κατοίκων της. Ετσι βρίσκομαι 15 μέρες στημένη στην Πλατεία Αμερικής, μεταξύ των περιπτέρων, των κάδων, των στεγάστρων στις στάσεις των λεωφορείων και τρόλεϊ ανάμεσα στους εκατοντάδες ξένους από όλα τα σημεία των πρώην αποικιών της ΕΕ (πρώην τρόπος του λέγειν) και των βομβαρδισμένων κατακέφαλα Ασιατών από τους εξελιγμένους και φωταδισμένους δυτικούς (τό ‘γραψα… γιατί αλλιώς θα μ’ έπνιγε το δίκιο το δικό μας και το δικό τους).
Στέκομαι λες και είμαι σε μπεκατσοπέρασμα να υποβάλλω της εξής αψυχολόγητη ερώτηση:
(γελάκι και ύφος ενθουσιασμού)
«Καλημέρα σας, είμαι από την εφημερίδα η Πατησίων ΖΕΙ, θέλετε να μας πείτε που θα πάτε για διακοπές το καλοκαίρι;;»
Εννοείται ότι αυτό το ερώτημα που μου έστειλε ο εκδότης το έκανα μπαλάκι και το πέταξα στον κάδο του Καμίνη, που γράφει ανακύκλωση, αλλά στην πόλη μου, η ανακύκλωση είναι ιεραρχημένη, για την φάση μιας επόμενης συναστρίας. Αυτό μας μάρανε. Άσε που έχουμε αρχίσει και ρωτάμε για ποιόν ανακυκλώνουμε. Άσε και το άλλο που η ανακύκλωση θυμίζει ευταξία και εμείς γελάμε επειδή ευταξία σημαίνει και εργασία.
Σ’ αυτόν τον μοιραίο κάδο βρίσκονται πεταμένα , όλα του εκδότη τα αιτήματα.
Άλλαξα λοιπόν την ερώτηση και την διαμόρφωσα πιο ρεαλιστικά.
Ρωτούσα λοιπόν με ύφος ειδήμονα.
«Ψιτ, σε βλέπω δυο ώρες και πηγαινοέρχεσαι πάνω –κάτω. Θες να πηγαινοερχόμαστε μαζί;;»
Δεν θα το πιστέψετε.!
Μου απάντησαν όλοι , όσοι ρωτήθηκαν -ΝΑΙ-!
Αναπτύξαμε πολλές ωραίες απόψεις μεταξύ μας, και κάποιες σας τις αναφέρω για να το διαπιστώσετε από μόνοι σας.
Μια κοπέλα, έστεκε στη στάση, περίμενε το τρόλεϊ. Όταν ερχόταν το όχημα, ανέβαινε ένα σκαλί και αμέσως κατέβαινε, δίχως να περάσει μέσα. Μου εξήγησε ότι είναι απολυμένη από την «εργασία» της (τέλος πάντων, την απασχόλησή της, ή ότι μας έχουν ορίσει για εργασία) εδώ και 6 μήνες, και στέκεται στη στάση για να είναι σε φόρμα μόλις βρει δουλειά.!
Όλα αυτά τα έμαθα, αφού ανεβοκατεβήκαμε μαζί τα τρολεοσκαλοπάτια, τουλάχιστον 50 φορές.
Ένας άντρας 50-55 περίπου χρόνων, επιβιβαζόταν κάθε πρωί, στην στάση της πλ. Αμερικής, πήγαινε μέχρι την Αγγελοπούλου, αποβιβαζόταν, περνούσε απέναντι ξαναέπαιρνε από την αντίθετη μεριά το τρόλεϊ, και επέστρεφε στην πλατεία..!
Το ίδιο δρομολόγιο το έκανε 5 φορές την ημέρα.
Σ’ αυτόν δεν είπα «ψιτ», παρά ευγενικά κάθισα στο διπλανό κάθισμα του οχήματος, που για καλή μου τύχη ήταν άδειο.! Αφού άρχισα να μιλάω για τον καιρό και το πόσο μας βασανίζει η άνοιξη, τον ρώτησα αν ξέρει πως πάει το κέντρο σήμερα από κίνηση.
«Τι να σου πω, εγώ μέχρι την Αγγελοπούλου πάω και επιστρέφω. Το ίδιο θα κάνω άλλες τρεις φορές για σήμερα»
Προσπάθησα να μην αφήσω την έκπληξή μου να φανεί και ο ευγενικός συντοπίτης μου με πρόλαβε συμπληρώνοντας: «Πήρα κάρτα μηνιαία την 1η του μήνα και το μεσημέρι ξαφνικά απολύθηκα. Και δεν με πείραξε η απόλυση τόσο , όσο η χασούρα της κάρτας»
Μου σκάει ένα γέλιο λέγοντας «βγάζω το άχτι μου ξοδεύοντας την»
Μία υπερήλιξ, ή έτσι μου φαινόταν εμένα (μια και είχα ανακαλύψει ότι υποφέρω από μια μικρή ωραιοπάθεια με φρικτή συνέπεια τις κάπως μεγαλύτερες μου να τις χαρακτηρίζω υπερήλικες) (sik), κάθε πρωί έπινε ένα καφέ στη γωνία της πλατείας, και κάθε μεσημέρι έπινε ένα δεύτερο καφέ στην απέναντι γωνία.
Αυτό το έκανε τα τελευταία τρία χρόνια. Φορούσε γυαλιά ηλίου -χειμώνα, καλοκαίρι και με βροχή- και ασάλευτη έπινε τον καφέ σαν ολόκληρο έδρανο κατηγορίας σε ορκωτό μικτό δικαστήριο.
Έτριψα τα χέρια μου. Υπολόγισα ότι θα μάθω δράματα, χηρείες, χαμένες περιουσίες και τα συμπαρομαρτούντα.
Πλησίασα και θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια.!
«Καλημέρα σας, να καθίσω στο τραπέζι σας, χωρίς να σας ενοχλήσω, για να αποφύγω τα αδιάκριτα αντρικά βλέμματα;;»
(αυτό βέβαια το έλεγα στο πανεπιστήμιο ως 20 χρονών, τώρα που το ξαναείπα ακούστηκε λίγο γελοίο αλλά εν τω μεταξύ το είχα εκστομίσει)
«Ασφαλώς -μου απάντησε- αν και δεν είστε μικρούλα. Αλλά η ανασφαλής γυναίκα είναι έτσι και μέχρι τα 90. Παρακαλώ καθίστε»
Πάγωσα. Ήταν τσούχτρα με ακρίβεια.
Πίναμε καφέ αμίλητες για πολλή ώρα, με μάτια καρφωμένα στα γύρω μας τσιμέντα, σκέφτηκα ότι ίσως, θα επαναλάμβανα το μαρτύριο και στην άλλη γωνία της πλατείας, ανατρίχιασα και αποφάσισα ή να μιλήσουμε ή να τη σβήσω από το συγκεκριμένο ρεπορτάζ.
Μπήκα στο ψητό και κατευθείαν.
«Είμαι από την εφημερίδα των Πατησίων. Την γνωρίζετε;;»
Μου απάντησε ότι κάπου είχε πέσει το μάτι της, την είχε ξεφυλλίσει, τις άρεσαν τα σικ χρώματα, έδενε με το παλιό αρχοντικό μας παρελθόν.
Ρούμπωσα. Αρχισα να μιλώ για την ιστορία μας, για τους κήπους, για τα αρχοντικά, για τους αστούς, για τα σινεμά και όλα τα σχετικά που αποτελούν την επιτομή της δικής μας ιστορίας και μέσο αναγνώρισης. Κάτι σαν τα σήματα μορς ενός πολυτελούς Τιτανικού.
Κάπως έτσι ήταν όλα αυτά που αναμασούσαμε σε ένα καφέ κίτρινο, με τους Αφρικανούς να μοιράζονται ένα αποτσίγαρο, εμείς να ξεχρεώνουμε ένα εισιτήριο, οι παλιοί να τάχουν βροντήξει από την πόλη, οι έμποροι να έχουν φτωχύνει, οι δρόμοι να έχουν παλιώσει και κανείς να μη νιώθει την ανάγκη να πει:
«Σκάστε συμπολίτες μου. Μη μιλάτε. Ελάτε να κοιταχτούμε.
Εδώ γ@@@@@ είμαστε στα χαρακώματα και παριστάνουμε τις εικόνες με ατέλειωτες selfie, σε μια πόλη που δεν είναι πόλη.
ΤΙ ΚάΝουΜε»
Η κυρία με τα γυαλιά ήταν η γνωστή μας Ζηνοβία.
Ξεπέρασε, τα πάντα και παγιδεύτηκε στις εκατομμύρια κλωστές που αμόλησε μια παλιοεικόνα, -αυτό μου είπε- με αναφιλητά.
Ήπιαμε και ένα σφηνάκι.
Τα μάτια μας είχαν γίνει ποτάμια.
Σκιές, με δεσμώτες τις εικόνες. Οι Γερμανοί κουβάλησαν καμιόνια με αόρατες εικόνες.
Μπήκαμε σα μαλάκες μέσα σούμπιτοι, μου έλεγε κλαίγοντας αυτή τη φορά η Ζηνοβία.
Ήρθε η ώρα να φύγει. Σηκώθηκε, με κέρασε, και με κοίταξε στα μάτια.
«Άκου, αυτό το καλοκαίρι, θα είναι σα να πηγαίνεις σε ξένη θάλασσα
Πρώτη φορά σε χιλιάδες χρόνια θα αιστανθούμε ξενιτειά ακόμη και στην θάλασσα»
Απομακρύνεται.. Κοντοστέκεται και προσθέτει:
«Πες με υπόμνημα στον λιμοκοντόρο τον εκδότη να κάνει το φύλλο μπαρούτι πολιτισμού και τέχνης» «Κι ας κλείσει»
Τιμή σας.
(Την Ζηνοβία, μάλλον την συναντώ για τελευταία φορά.
Τι Κυρία!).
«Τι να σου πω, εγώ μέχρι την Αγγελοπούλου πάω και επιστρέφω. Το ίδιο θα κάνω άλλες τρεις φορές για σήμερα»
Προσπάθησα να μην αφήσω την έκπληξή μου να φανεί και ο ευγενικός συντοπίτης μου με πρόλαβε συμπληρώνοντας: «Πήρα κάρτα μηνιαία την 1η του μήνα και το μεσημέρι ξαφνικά απολύθηκα. Και δεν με πείραξε η απόλυση τόσο , όσο η χασούρα της κάρτας»
Μου σκάει ένα γέλιο λέγοντας «βγάζω το άχτι μου ξοδεύοντας την»
Μία υπερήλιξ, ή έτσι μου φαινόταν εμένα (μια και είχα ανακαλύψει ότι υποφέρω από μια μικρή ωραιοπάθεια με φρικτή συνέπεια τις κάπως μεγαλύτερες μου να τις χαρακτηρίζω υπερήλικες) (sik), κάθε πρωί έπινε ένα καφέ στη γωνία της πλατείας, και κάθε μεσημέρι έπινε ένα δεύτερο καφέ στην απέναντι γωνία.
Αυτό το έκανε τα τελευταία τρία χρόνια. Φορούσε γυαλιά ηλίου -χειμώνα, καλοκαίρι και με βροχή- και ασάλευτη έπινε τον καφέ σαν ολόκληρο έδρανο κατηγορίας σε ορκωτό μικτό δικαστήριο.
Έτριψα τα χέρια μου. Υπολόγισα ότι θα μάθω δράματα, χηρείες, χαμένες περιουσίες και τα συμπαρομαρτούντα.
Πλησίασα και θυμήθηκα τα φοιτητικά μου χρόνια.!
«Καλημέρα σας, να καθίσω στο τραπέζι σας, χωρίς να σας ενοχλήσω, για να αποφύγω τα αδιάκριτα αντρικά βλέμματα;;»
(αυτό βέβαια το έλεγα στο πανεπιστήμιο ως 20 χρονών, τώρα που το ξαναείπα ακούστηκε λίγο γελοίο αλλά εν τω μεταξύ το είχα εκστομίσει)
«Ασφαλώς -μου απάντησε- αν και δεν είστε μικρούλα. Αλλά η ανασφαλής γυναίκα είναι έτσι και μέχρι τα 90. Παρακαλώ καθίστε»
Πάγωσα. Ήταν τσούχτρα με ακρίβεια.
Πίναμε καφέ αμίλητες για πολλή ώρα, με μάτια καρφωμένα στα γύρω μας τσιμέντα, σκέφτηκα ότι ίσως, θα επαναλάμβανα το μαρτύριο και στην άλλη γωνία της πλατείας, ανατρίχιασα και αποφάσισα ή να μιλήσουμε ή να τη σβήσω από το συγκεκριμένο ρεπορτάζ.
Μπήκα στο ψητό και κατευθείαν.
«Είμαι από την εφημερίδα των Πατησίων. Την γνωρίζετε;;»
Μου απάντησε ότι κάπου είχε πέσει το μάτι της, την είχε ξεφυλλίσει, τις άρεσαν τα σικ χρώματα, έδενε με το παλιό αρχοντικό μας παρελθόν.
Ρούμπωσα. Αρχισα να μιλώ για την ιστορία μας, για τους κήπους, για τα αρχοντικά, για τους αστούς, για τα σινεμά και όλα τα σχετικά που αποτελούν την επιτομή της δικής μας ιστορίας και μέσο αναγνώρισης. Κάτι σαν τα σήματα μορς ενός πολυτελούς Τιτανικού.
Κάπως έτσι ήταν όλα αυτά που αναμασούσαμε σε ένα καφέ κίτρινο, με τους Αφρικανούς να μοιράζονται ένα αποτσίγαρο, εμείς να ξεχρεώνουμε ένα εισιτήριο, οι παλιοί να τάχουν βροντήξει από την πόλη, οι έμποροι να έχουν φτωχύνει, οι δρόμοι να έχουν παλιώσει και κανείς να μη νιώθει την ανάγκη να πει:
«Σκάστε συμπολίτες μου. Μη μιλάτε. Ελάτε να κοιταχτούμε.
Εδώ γ@@@@@ είμαστε στα χαρακώματα και παριστάνουμε τις εικόνες με ατέλειωτες selfie, σε μια πόλη που δεν είναι πόλη.
ΤΙ ΚάΝουΜε»
Η κυρία με τα γυαλιά ήταν η γνωστή μας Ζηνοβία.
Ξεπέρασε, τα πάντα και παγιδεύτηκε στις εκατομμύρια κλωστές που αμόλησε μια παλιοεικόνα, -αυτό μου είπε- με αναφιλητά.
Ήπιαμε και ένα σφηνάκι.
Τα μάτια μας είχαν γίνει ποτάμια.
Σκιές, με δεσμώτες τις εικόνες. Οι Γερμανοί κουβάλησαν καμιόνια με αόρατες εικόνες.
Μπήκαμε σα μαλάκες μέσα σούμπιτοι, μου έλεγε κλαίγοντας αυτή τη φορά η Ζηνοβία.
Ήρθε η ώρα να φύγει. Σηκώθηκε, με κέρασε, και με κοίταξε στα μάτια.
«Άκου, αυτό το καλοκαίρι, θα είναι σα να πηγαίνεις σε ξένη θάλασσα
Πρώτη φορά σε χιλιάδες χρόνια θα αιστανθούμε ξενιτειά ακόμη και στην θάλασσα»
Απομακρύνεται.. Κοντοστέκεται και προσθέτει:
«Πες με υπόμνημα στον λιμοκοντόρο τον εκδότη να κάνει το φύλλο μπαρούτι πολιτισμού και τέχνης» «Κι ας κλείσει»
Τιμή σας.
(Την Ζηνοβία, μάλλον την συναντώ για τελευταία φορά.
Τι Κυρία!).
Μάιος 2017 στην Πατησίων
ΠΗΓΗ: https://ipolizei.gr
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου