Πηγή: ΑΣτάικου
"Η Μανόλια της Στεφανίας"
" Ξημερώματα, βουή, η πράσινη γη ανταριάζει
Βελόνες πάχνης λογχίζουν τα βλέφαρα
Πετούμενα, κοτσύφια, κορυδαλοί φασιανοί, τραγουδούν με λεβάντε.
Αλάφιασε η κερασιά,
ανάσκελα δροσίστηκε το φυλλαράκι
Η μανόλια, ταράχτηκε κι απάντησε με το άνθος της αυγής
στην Κέρκυρα
τη Γη της Ναυσικάς και στου Αλκίνοου το νησί.."
Συννεφιά χλώμιασε τα χορταράκια
κέδροι ασάλευτοι βιγλάτορες
το μονοπάτι χνάρι της Ναυσικάς
ένα μαντήλι στο χώμα πεσμένο καθαροπλυμένο από
τους Έρμονες
η Πελαγία όρμησε στην καταιγίδα και την είπαν αγία
η Στεφανία αλαφροπάτησε, τινάχτηκε η σκόνη από τα χαμομηλάκια,
Η Κέρκυρα στο δείλι πεπλοφορούσα
μες στα πελάγη κρύβεται
μη δει κουρσάρος το αμήχανο κάλλος και με άπληστα χέρι την κουρσέψει και χαθεί η αιώνια νιότη,
η ρώμη και το θάρρος,
του ναυαγού Οδυσσέα που αν γίνουν ξένες οι θάλασσες
το ευρύ του στέρνο με μανία θα πνίξουν
και ο νόστος-τότε- για πάντα χαθεί
η Στεφανία βουτά τις πατούσες
το νερό γέμισε θέρμη
η συννεφιά κουράστηκε
σεντόνι λευκό απλώθηκε
η Κέρκυρα πριν νυχτώσει, με φιλί λυγερής μυρτιάς σκύβει να δει την θάλασσα μέσα από το ασημένιο μονοπάτι
η χλωμή συννεφιά χρωματίστηκε από τα έκλπηκτα δικά μας μάτια
στην Κέρκυρα
την γη της Ναυσικάς
την χώρα των Φαιάκων"
"Δρόμος εξοχικός, δίχως τέλος,
τα όρια γίνονταν αέρας και φυσούσαν με πνοή την εξοχή
Βλάστηση ενσωματωμένη στ όνειρο ,
μπλεγμένη στ όραμα της ομορφιάς
τυλιγμένη με φύλλα ζεστής καρδιάς
Το βράδυ η Στεφανία κουβαλούσε ένα σκαμνί που θύμιζε του Οδυσσέα το θείο κάθισμα, όταν καλούσε τον Άργο.
Εκεί καθόταν καταμεσής να δει του σκύλου τα πετάγματα
Ο Άργος σε καλπασμό στο βάθος του εξοχικού δρόμου
έμοιαζε με λεύτερο περήφανο άτι απείθαρχο στο κακό
Πειθαρχημένο στο καλό
Χανόταν στα βάθη. Τρυπούσε με την μουσούδα το σκοτάδι
Κι από μέσα τραβούσε φως, το κρέμαγε στην σκυλίσια του σιαγόνα
Επιστροφή για ένα λόγο αγάπης
Η λευκόχερη Στεφανία χάιδευε του Άργου την ράχη
και ανέμιζε η χαρά ίδιο φως μες στο σκοτάδι
Και πάλι αυτός χωνόταν στο βάθος να βρει το φεγγάρι
Ξεμερώματα ο Άργος απόκαμε
Στεφάνια μπλεγμένα με ασήμι, ρόδα φύλλα μανόλιας μοσχοβολημένο τίλιο, στόλιζαν την καινούρια μέρα
στην Κέρκυρα την γη των Φαιάκων"
Στρωμένοι με λίθινες πελεκητές πέτρες δρόμοι
Έργα μαστόρων με τέχνη αντλημένη από την παλιά αρχαία γνώση
Φιδωτές διαδρομές θεμελιωμένες από του Αλκίνοου τα έργα, τελειωμένες από τους θαλασσοπόρους , οδηγούν τα βήματα τους καθενός επισκέπτη στην τελική ορχήστρα ενός θεάτρου υπαίθριου με ακουστική στα καλά καρφωμένα στο στερέωμα άστρα
Οι δόγηδες και οι κοντέσες ασάλευτοι παρατηρούν την σκηνή ανακατεμένοι με τους θεατές
Οι Κερκυραίοι αγρότες και έμποροι μέλη της μικτής χορωδίας κρατούν την μπαγκέτα στα δικά τους χέρια.
Η Στεφανία κρατά πάντα μια βεντάλια στην παραλία. Ο χρόνος που κύλησε είναι πυκνός κι η Κέρκυρα υποφέρει από την ζέστη.
Ο Οδυσσέας με την βεντάλια λίχνιζε την παχουλή αχλή.
Τα μάτια της Στεφανίας έλαμπαν. Μέσα από ένα κερί λιγνό, μπορούσε να δει τα ελάχιστα λεπτοφυή αόρατα σωματίδια της λιχνισμένης αέρινης υγρασίας Έκαναν κύκλους από την κίνηση της οδύσσειας πορείας.
Άλλωστε το μυστικό του Οδυσσέα ήταν το καθαρό βλέμμα
Δεν αρκούσε κάποιος να βλέπει. Επρεπε και να διαβλέπει.
Για να θεραπευτεί ο ψευδώς ορών άνοιγε πρώτα την καρδιά του σαν έναν πάλλευκο της μανόλιας ανθό.
Η Στεφανία ατένιζε τ άστρα με λεπτομερή τρόπο και ενάργεια
Ο σύγχρονος Οδυσσέας μαχητής της αληθινής όρασης
Μάλλον στο πλοίο του νόστου για την Ιθάκη βοηθό και καπετάνισσα είχε την Πηνελόπη. Κάποια σαν την Στεφανία δηλαδή με όραση γενναίας προσμονής
Προσμονή και σύνεση για τον νόστο του ανθρώπου, στον ίδιο τον άνθρωπο.
Ξημερώματα, βρέθηκα σωριασμένη στην κουβέρτα του καραβιού με πλου για τις απέναντι παράλιες ακτές, με την άκρη του ματιού το καράβι του Οδυσσέα τυλιγμένο σε σύννεφο με ταχύτητα μεγάλη έριχνε φώς άπλετο για να αιστανθείς την Κέρκυρα.
Η Ναυσικά ξημερώματα στους Έρμονες έπλενε τα ασπρόρουχα»
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου