Πέμπτη 31 Μαρτίου 2022

Τα σημερινά νεα από την Πλειστόκαινο εποχή










Τα σημερινά νεα από την Πλειστόκαινο εποχή όπου έχουν καταφύγει τα κόμματα και τελευταία,σύσσωμοι οι αξιωματούχοι
Ο πληθυσμός των φαγωμενων μέσα στον χωροχρόνο, μεγεθύθνηκε και τα ράντζα πλήθυναν
Η ευχάριστη είδηση από το Μέτωπο των Ανθρώπων είναι η πλήρης εξαέρωσή τους με οδό την μαύρη τρύπα που απορροφά τα ανακυκλώσιμα του Γαλαξία
perfect




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

χακάρισμα










ΓΟΝΕΙΣ! Η "ΛΕΣΧΗ" ....δικαιώνεται ! Είδες η Κεραμέως; Νέα προγράμματα σπουδών τής "Ιστορίας" (κοσμοπολίτικα - νεοταξίτικα - νεοεποχίτικα) από τό Δημοτικό έως και το Λύκειο, από Σεπτέμβριο...
και χακάρισμα μυαλού υποχρεωτικά ως φαίνεται


φωτό Julia lillard




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Απρίλης









Χαίρε Απρίλη .
Ρίξε την λαλιά σου πάνω μας!



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Προσαρμοζόμεθα Στρατηγέ μου











Προσαρμοζόμεθα Στρατηγέ μου
………………………………………………….
Τελική αναφορά ως κατεπείγον.
Άνοιξη.
Ωρα. Μόλις μπουμπούκιασε η μεσκουλιά.
Τόπος.Καλύβη σε υψόμετρο.
Θέση . Ακάλυπτος στον εχθρό.
Ηχος. Τριζόνι διαλαλώντας τον ανελέητο επερχόμενο ήλιο του θέρους.
(συνεχίζεται)



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2022

Λευκά Όρη αρχές Μαρτίου


Λευκά Όρη αρχές Μαρτίου

Λίγο πριν ο πάγος ξεχυθεί ως αόρατη πάχνη.....


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

ΥΠΟΔΟΧΗ ΔΟΛΙΟΥ ΣΚΟΠΟΥ













ΥΠΟΔΟΧΗ ΔΟΛΙΟΥ ΣΚΟΠΟΥ
Εν τω μεταξύ το πολιτικό προσωπικό εν δυνάμει εργολάβων των ερειπίων στο δύστυχο, ελληνικό οικόπεδο, ετοιμάζονται να υποδεχτούν τον Ζελένσκι,που τριγυρνά στην Δύση για βοήθεια χρήσης ακόμη και πυρηνικών να ανατινάξει Ρωσσία και Ουκρανία αλλά και την Ευρώπη
Για μας δεν μιλάω καθ ότι υποψιάζομαι ότι το πολιτικό προσωπικό έχει υπογράψει την οικοπεδοποίηση μας για να κάνει η Γερμανία τον πολυπόθητο διάδρομο οπότε νομίζουν οτι θα τους σώσουν οι Ατλαντικοί και Γερμανοί και θα γίνουμε στάχτη εμείς
Ο δε ΠΘ έβγαλε από το σεντούκι του και αρχαιολογική γελοιότητα όπως έβγαζε ο λαδιάρης της κατοχής το λιγδιασμένο ζαχαρωτό από την τσέπη για τον κουτεντέ που τον τοκογλυφούσε
Είπε ο εκτός ες αεί ελληνικής ιστορίας ΠΘ οτι μας δένουν ιστορικοί δεσμοί με την Ουκρανία --που τότε ήταν Ρωσσία και την κατοικούσαν Ρώσσοι και Ελληνες προερχόμενοι από την αρχαιότητα ή από τον Ελληνικό Πόντο ή από την σκλαβωμένη Ελλάδα Δηλαδή ο άσχετος και εκτός και τόπου πλην χρόνου θεωρεί τον Ζελένσκι ήρωα της ελληνικής ιστορίας
Δεν είναι ανοησία
Είναι σφαίρα στα σπλάχνα της ελληνικής συνείδησης
Ολεθρος για τους έρμους Ουκρανούς και τους Ρώσσους στρατιώτες η μαριονέτα της Ουκρανίας που την στηρίζουν οι ευρωπαϊκές μαριονέτες του ΝΑΤΟ και των ισχυρών της παγκοσμιοποίησης
Η υποδοχή σημαίνει οτι παίρνει μέρος στο πλευρό του ενός (που έτσι του είπαν να κάνει) και θέτει την Πατρίδα μου στο μάτι του κυκλώνα, στη μέση ακριβώς
Παύτε τον όσοι έχετε ελληνική καρδιά και σας έχει μείνει φιλότιμο
Παύτε και τα λουλού που νομίζουν οτι προσφέρουν
Στο ίδιο κόλπο είναι σε ρόλο φτηνών μειρακίων
Φωτό
Το ΝΑΤΟ ποιημένο βουλευτικό και οι μπουκωμένοι οπαδοί του






Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Λέων Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη (απόσπασμα)








Λέων Τολστόι, Πόλεμος και Ειρήνη
(απόσπασμα)
[Τι θαύμα σου είναι αυτή η Νατάσα μου]
OΝΕΑΡΟΣ Νικολάι Ροστόβ, διοικητής μιας ίλης ουσάρων, επιστρέφει με άδεια στο οικογενειακό του αγρόκτημα στο Ατράντνογιε, για να επιβλέψει προσωπικά στην οικονομική διαχείριση της περιουσίας του, που δεν ήταν καλή. Αφού προσπάθησε στην αρχή να βάλει κάποια τάξη στις ατασθαλίες του επιστάτη τους, γρήγορα κατάλαβε ότι δε θα μπορούσε να τα καταφέρει καλύτερα από τον πατέρα του. Γι' αυτό αποφασίζει να επιδοθεί στο κυνήγι, μια διασκέδαση ασυνήθιστη γι' αυτόν. Στο παρακάτω απόσπασμα ο Νικολάι και η αδελφή του Νατάσα φιλοξενούνται, μετά από το κυνήγι, στη φτωχική αγροικία ενός μακρινού θείου τους που δεν είχε δική του οικογένεια. Στην ειρηνική αυτή σκηνή του πατροπαράδοτου ρωσικού γλεντιού παρατηρούμε με πόση τέχνη ο μεγάλος συγγραφέας απεικονίζει τη μετάδοση της εύθυμης διάθεσης από τον ένα στον άλλο και τους ψυχικούς δεσμούς που ενώνουν τα πρόσωπα. Κυρίαρχη μορφή στο απόσπασμα είναι η Νατάσα, που συγκεντρώνει όλες τις χάρες της νεαρής της ηλικίας καθώς και πολλά κοινά στους Ρώσους χαρακτηριστικά.
— Εξακολουθήστε ακόμα, πολύ σας παρακαλώ, — είπε η Νατάσα απ' την πόρτα, μόλις έπαψε η μουσική. Ο Μίτκα* κούρντισε την μπαλαλάικά* του και ξανάπαιξε τη «Μπάρινια»* με διάφορα σκέρτσα και παραλλαγές. Ο θείος καθόταν κι άκουγε με το κεφάλι γερμένο απ' τη μια μεριά και μ' ένα αδιόρατο χαμόγελο. Το μοτίβο αυτό επαναλήφτηκε καμιά εκατοστή φορές. Συχνά ο Μίτκα ξανακούρντιζε την μπαλαλάικα και κάτω απ' τα μαστορικά του δάχτυλα ντιντίνιζαν οι ίδιοι ήχοι που οι ακροατές του δε βαριόνταν ποτέ να τους ακούνε. Η Ανίσια Φιοντόροβνα* μπήκε και στήλωσε το ογκώδες κορμί της στην κορνίζα της πόρτας.
— Σας αρέσει, — είπε στη Νατάσα, μ' ένα χαμόγελο που 'μοιαζε πολύ με το χαμόγελο του θείου. — Ο Μίτκα παίζει πολύ όμορφα.
- Να, όμως, σε τούτο το σημείο, δεν το πάει σωστά — παρατήρησε ξαφνικά, με μια επεξηγηματική χειρονομία, ο θείος. — Εδώ πρέπει να το παίξει πιο μπιχλιμπιδωτά, τη δουλειά μας, μαρς! μπιχλιμπιδωτά.
— Παίζετε μήπως και σεις; — ρώτησε η Νατάσα.
Ο θείος δεν αποκρίθηκε παρά μονάχα στράφηκε στην Ανίσια Φιοντόροβνα και της είπε χαμογελώντας.
— Για δες, Ανίσιουσκα*, είναι όλες οι κόρδες της κιθάρας μου εντάξει; Έχω τόσον καιρό να την πιάσω, τη δουλειά μας, μαρς! Τα παράτησα!
Η Ανίσια Φιοντόροβνα έτρεξε πρόθυμα με το ανάλαφρο βάδισμά της να εκτελέσει την παραγγελία του κυρίου της και γύρισε σε λίγο με την κιθάρα.
Ο θείος, χωρίς να κοιτάξει κανένα, φύσηξε τη σκόνη, χτύπησε ύστερα με τα κοκαλιάρικα δάχτυλά του το όργανο, το κούρντισε και ταχτοποιήθηκε στην πολυθρόνα του. Έπιασε, με κάπως θεατρική χειρονομία, τεντώνοντας τον αγκώνα τ' αριστερού του χεριού, την κιθάρα απ' το χέρι κι αφού έγνεψε με τρόπο της Ανίσιας Φιοντόροβνας, κι αφού έκρουσε μιαν ηχερή και καθάρια συγχορδία, άρχισε να παίζει σα να λάξευε, ρυθμικά, ήσυχα, σταθερά, όχι τη «Μπάρινια», μα το γνωστό τραγούδι «Στο δρόμο το λιθόστρωτο». Με το χρόνο, το ρυθμό, με κείνη τη μετρημένη και συγκρατημένη ευθυμία, την ίδια που ανάδινε όλο το είναι της Ανίσιας Φιοντόροβνας, αντήχησε ο ήχος του τραγουδιού μέσα στην ψυχή του Νικολάι και της Νατάσας. Η Ανίσια Φιοντόροβνα είχε κατακοκκινίσει και, κρύβοντας το πρόσωπό της στο μαντίλι της, έφυγε, γελώντας. Ο θείος εξακολούθησε όμορφα, με προσοχή και με σταθερότητα, να παίζει, κοιτάζοντας μ' ένα βλέμμα συνεπαρμένο, εμπνευσμένο, στο σημείο απ' όπου εξαφανίστηκε η Ανίσια Φιοντόροβνα. Αδιόρατα, ανάλαφρα, κάποιο χαμόγελο παιχνίδιζε στο πρόσωπό του απ' τη μια μεριά, κάτω απ' τ' άσπρο μουστάκι του και γινόταν πιο έντονο όσο προχωρούσε το τραγούδι, όσο ο ρυθμός του γινόταν πιο γοργός και στα τσακίσματα, σαν κάτι να κοβόταν.
- Θαύμα, θαύμα, θείε! Εξακολουθήστε ακόμα! — ξεφώνισε η Νατάσα, μόλις εκείνος έπαψε, και χωρίς να χάσει καιρό, τινάχτηκε απ' τη θέση της, έτρεξε, τον αγκάλιασε και τον φίλησε. — Νικόλινκα, Νικόλινκα! — συνέχισε κοιτάζοντας τον αδελφό της και σα να τον ρωτούσε: Τι είναι τούτο δω;
Και στο Νικολάι άρεσε, το ίδιο πολύ, το παίξιμο του θείου. Το χαμογελαστό πρόσωπο της Ανίσιας Φιοντόροβνας πρόβαλε πάλι στην πόρτα και πίσωθέ της κι άλλα πρόσωπα ακόμα... «Νερό δροσάτο της πηγής. Της λέει: ομορφονιά μου στάσου!» έπαιξε ο θείος πάλι ένα πετυχημένο σκέρτσο* και τινάζοντας ψηλά τα δάχτυλα και κουνώντας χαρακτηριστικά τους ώμους του σταμάτησε.
— Ελάτε, ελάτε, θείε μου, χρυσέ μου, — αναστέναξε με μια τόσο ικετευτική φωνή η Νατάσα, σάμπως όλη της η ζωή να εξαρτιόταν απ' αυτό. Ο θείος σηκώθηκε και σα να βρισκόταν μέσα του δυο άνθρωποι: ο ένας απ' αυτούς χαμογέλασε σοβαρά, ειρωνευόμενος το γλεντζέ κι ο γλεντζές πήρε με αφέλεια, κανονικότατα, τη στάση του για το χορό.
- Έλα, ανιψιά! Μπρος! — ξεφώνισε, κινώντας προς το μέρος της Νατάσας το χέρι που 'χε αποσπαστεί απ' τις χορδές.
Η Νατάσα πέταξε το μαντίλι που είχε στις πλάτες της, έτρεξε μπροστά του και στηρίζοντας τα χέρια της στη μέση, έκανε μια κίνηση με τους ώμους και στάθηκε.
Πού, πώς και πότε βύζαξε αυτή τη ρωσική ατμόσφαιρα, που απόπνεε εκείνη η μικρή κόμισσα, η αναθρεμμένη από μια γαλλίδα εμιγκρέ*, αυτόν τον αέρα, αυτά τα τσακίσματα, που τα pas de châtle* θα 'πρεπε να τα 'χαν από καιρό εκτοπίσει ολοκληρωτικά; Όμως ο αέρας και τα τσακίσματα ήταν εκείνα ακριβώς τα αμίμητα που δε διδάσκονται, τα καθαρά ρούσικα, που τέτοια τα περίμενε απ' αυτήν ο θείος της. Μόλις η Νατάσα άρχισε, κι αφού χαμογέλασε θριαμβευτικά, περήφανα, πονηρά και κεφάτα, ο πρώτος φόβος που κυρίεψε το Νικολάι κι όλους τους άλλους μην τυχόν δεν θα τα κατάφερνε καλά, διαλύθηκε μονομιάς.
Τα κατάφερε με τόση ακρίβεια, με τόση απόλυτη ακρίβεια, που η Ανίσια Φιοντόροβνα, που της είχε φέρει το απαραίτητο για το χορό αυτό μαντιλάκι, δάκρυσε μέσ' από τα γέλια της, βλέποντας εκείνη τη λεπτούλα, τη χαριτωμένη, την τόσο ξένη γι' αυτή κόμισσα, την αναθρεμμένη μέσα στα βελούδα και στα μετάξια, να κατανοεί τόσο τέλεια όλα εκείνα που είχε μέσα της η Ανίσια κι ο πατέρας της Ανίσιας, κι η θεία της κι η μάνα της κι ο κάθε Ρώσος.
— Μωρέ
μπράβο
κόμισσα, τη δουλειά μας, μαρς! — Είπε ο θείος γελώντας χαρούμενα, όταν τέλειωσε το χορό του. —
Μπράβο
, κόμισσα, να μου ζήσεις, ανιψιά! Μονάχα να σου βρούμε κι ένα λεβέντη, που να σου ταιριάζει.
— Έχει βρεθεί πια, — είπε χαμογελώντας ο Νικολάι.
— Ω; — έκανε ο θείος με κατάπληξη κοιτάζοντας ερωτηματικά τη Νατάσα. Η Νατάσα κίνησε καταφατικά το κεφάλι της, μ' ένα ευτυχισμένο χαμόγελο.
— Και να ξέρατε ποιος! — είπε η νέα. Όμως, μόλις ξεστόμισε αυτή τη φράση, μια άλλη σειρά από σκέψεις και συναισθήματα ορθώθηκε μέσα της. — Τι να σήμαινε το χαμόγελο του Νικολάι, όταν είπε «έχει βρεθεί πια»; — στοχάστηκε. — Είναι τάχα ή δεν είναι ευχαριστημένος; Μοιάζει σα να σκέφτεται πως ο Μπαλκόνσκι* μου δε θα επιδοκίμαζε, δε θα κατανοούσε τούτη μας εδώ τη χαρά. Μα όχι, όχι. Εκείνος θα τα καταλάβαινε τόσο καλά όλα. Πού να βρίσκεται τώρα; — και το πρόσωπό της έγινε μεμιάς σοβαρό πάνω στη σκέψη αυτή. Μα αυτό δεν κράτησε, παρά μια στιγμή. Ας μη σκέφτουμαι, ας μην τολμώ να το σκέφτουμαι αυτό — είπε μέσα της και, χαμογελώντας, κάθισε πάλι κοντά στο θείο και τον παρακάλεσε να παίξει ακόμα.
Ο θείος έπαιξε άλλο ένα τραγουδάκι κι ένα βαλς. Ύστερα, αφού σώπασε λίγο, ξερόβηξε και τραγούδησε τ' αγαπημένο του κυνηγετικό τραγούδι:
Τί όμορφα που αποβραδίς
έπεφτε το πρωτόχιονο...
Ο θείος τραγουδούσε έτσι ακριβώς που τραγουδάει ο λαός, με κείνη την απόλυτη και αφελέστατη πεποίθηση πως όλη η σημασία του τραγουδιού βρίσκεται μονάχα στα λόγια και πως ο ήχος έρχεται από μόνος του και πως ο ήχος είναι έτσι μονάχα για συνοδεία. Και για τούτο ακριβώς, αυτή η ασυναίσθητη μελωδία, όπως και στο κελάηδισμα των πουλιών, έτσι και στο τραγούδι του θείου ήταν εξαιρετικά πετυχημένη. Η Νατάσα ήταν κατενθουσιασμένη απ' το τραγούδι του. Πήρε την απόφαση πως θα σταματούσε πια τα μαθήματα της άρπας και θα εξακολουθούσε μονάχα κιθάρα. Πήρε την κιθάρα του θείου κι αμέσως βρήκε το ακομπανιαμέντο του τραγουδιού.
Κατά τις δέκα τη νύχτα ήρθαν δυο αμάξια και τρεις καβαλαρέοι να τους παραλάβουν. Ο κόμης κι η κόμισσα δεν ήξεραν πού βρίσκονταν κι ανησυχούσαν πολύ.
Τον Πιέτια* τον πήραν στα χέρια και τον απίθωσαν κοιμισμένον στο ένα αμάξι. Η Νατάσα με τον Νικολάι κάθισαν στο άλλο. Ο θείος βοήθησε τη Νατάσα να καθίσει στ' αμάξι και τη σκέπαζε απ' όλες τις μεριές με μια εντελώς καινούρια τρυφερότητα. Τους συνόδεψε πεζός ίσαμε τη γέφυρα, που έπρεπε να την παρακάμψουν, για να περάσουν με τα πόδια απ' τα ρηχά του ποταμού, και πρόσταξε τους κυνηγούς να προπορευτούν με φανάρια.
— Γεια-χαρά, ανιψιά, αγαπημένη, — ακούστηκε μέσ' απ' το σκοτάδι η φωνή του, μα όχι εκείνη που ήξερε πάντα η Νατάσα, παρά η φωνή που τραγούδησε το κυνηγετικό τραγουδάκι.
Στο χωριό, που πέρασαν, ήταν αναμμένες φωτιές και μύριζε χαρούμενα ο καπνός.
— Τι θαύμα αυτός ο θείος! είπε η Νατάσα, σα βγήκαν στο μεγάλο δρόμο.
— Ναι, — αποκρίθηκε ο Νικολάι. — Μήπως κρυώνεις;
— Καθόλου. Είμαι λαμπρά, περίφημα, Είμαι τόσο καλά, — είπε η Νατάσα με κάποια απορία μάλιστα.
Πολλήν ώρα σώπαιναν και οι δυο τους. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και υγρή. Τ' άλογα δεν τα 'βλεπαν, μονάχα τ' άκουγαν να τσαλαβουτάνε μέσα σε αθώρητες λάσπες.
Τι να γινόταν τάχα μέσα σε κείνη την παιδιάστικη, την ευαίσθητη ψυχή, που τόσο αχόρταγα συλλάμβανε κι αφομοίωνε όλες τις πιο πολυποίκιλες εντυπώσεις της ζωής; Πώς όλ' αυτά συνταιριάζονταν μέσα της; Όμως εκείνη ήταν κατενθουσιασμένη. Κι όταν πια πλησίασαν στο σπίτι τους, τραγούδησε ξαφνικά το κυνηγετικό τραγουδάκι, που τη μελωδία του, σ' όλο το δρόμο προσπαθούσε να τη θυμηθεί, και στο τέλος τη βρήκε.
— Α, το 'μαθες κιόλας! — παρατήρησε ο Νικολάι.
— Τι σκεφτόσουν τώρα δα, Νικόλινκα; — ρώτησε η Νατάσα. Συνήθιζαν και τους άρεσε πολύ να κάνουν αυτή την ερώτηση αναμεταξύ τους.
— Εγώ; — έκανε ο Νικολάι, προσπαθώντας να θυμηθεί. Να, στην αρχή σκεφτόμουν πως ο Ρουγάι, το κόκκινο σκυλί, μοιάζει με το θείο και πως, αν ήταν άνθρωπος, δε θ' αποχωριζόταν στιγμή το θείο, θα τον κρατούσε πάντα κοντά του, αν όχι για τίποτ' άλλο, τουλάχιστο για την καλή του καρδιά. Αλήθεια· τι λεβεντάνθρωπος αυτός ο θείος! Δε βρίσκεις; Καλά, και συ, τι σκεφτόσουν;
— Εγώ; Στάσου, στάσου! Ναι, στην αρχή σκεφτόμουν πως να, προχωράμε με τ' αμάξι και νομίζουμε πως πάμε σπίτι, ενώ εμείς ποιος ξέρει πού πάμε μέσα σ' αυτό το σκοτάδι και ξαφνικά θα φτάσουμε κάπου και θα δούμε πως δε φτάσαμε στο Ατράντνογιε, μα σε κάποιο μαγεμένο βασίλειο. Κι ύστερα σκεφτόμουν ακόμα... Μα όχι. Τίποτ' άλλο.
— Ξέρω, σίγουρα σκεφτόσουν εκείνον, — είπε ο Νικολάι, χαμογελώντας, όπως κατάλαβε η Νατάσα απ' τον ήχο της φωνής του.
— Όχι, — αποκρίθηκε εκείνη, μολονότι, πραγματικά, μέσα σ' όλα σκέφτηκε και τον πρίγκιπα Αντριέι και για το πώς θα του φαινόταν ο θείος. — Κι ακόμα όλο λέω και ξαναλέω όλο αυτό το διάστημα τι όμορφα που φέρθηκε η Ανίσιουσκα... — συμπλήρωσε η Νατάσα κι ο Νικολάι άκουσε το ηχηρό, το αναίτιο, το ευτυχισμένο γέλιο της. — Ξέρεις όμως, Νικόλινκα*, —πρόσθεσε ξαφνικά— ξέρω πως ποτέ πια δε θα 'μαι τόσο ευτυχισμένη, τόσο ήρεμη, όπως τώρα.
— Άσε τις ανοησίες· αυτά είναι σαχλαμάρες, ψευτιές! — έκανε ο Νικολάι, μα μέσα του στοχάστηκε: — Τι θαύμα σού είναι αυτή η Νατάσα μου! Άλλη τέτοια φίλη μήτε έχω, μήτε θα 'χω. Και για ποιο λόγο τώρα να παντρευτεί; Θα γυρίζαμε όλο μαζί οι δυο μας παντού!
— Θαύμα είν' αυτός ο αδελφός μου! — σκεφτόταν την ίδια στιγμή η Νατάσα και πρόσθεσε δυνατά δείχνοντας τα παράθυρα της έπαυλης που έλαμπαν όμορφα μέσα στην υγρή, τη βελουδένια σκοτεινιά της νύχτας. — Ω, κοίτα! Ακόμα τα φώτα είναι αναμμένα μέσα στο σαλόνι!
----------------------------------------------------------------------
Μίτκα: ο αμαξάς του θείου της Νατάσας.
μπαλαλάικα: είδος έγχορδου μουσικού οργάνου.
Μπάρινια: η κυρά.
Ανίσια Φιοντόροβνα: η οικονόμος του σπιτιού.
Ανίσιουσκα: υποκοριστικό της Ανίσια.
σκέρτσο: είδος ελαφρού και εύθυμου μουσικού κομματιού.
εμιγκρέ: ξένος, μετανάστης,
pas de châtle: βήμα γαλλικού χορού.
Μπαλκόνσκι: ο πρίγκιπας Αντριέι Μπαλκόνσκι, υπασπιστής του αρχιστράτηγου Κουτούζοφ και μνηστήρας της Νατάσας.
Πιέτια: ο μικρότερος αδελφός της Νατάσας.
Νικόλινκα: υποκοριστικό του Νικολάι.
----------------------------------------------------------------
φωτό Isabella Rossellini
_________________________________________________

Πριν την πώληση του ΟΣΕ στην Ιταλική Εταιρεία
υπήρχε μια πρόταση από την Ρωσσία να αγοράσουν εκείνοι το δίκτυο καταβάλλοντας πολύ μεγάλο--ασύλληπτο θα σημείωνα -----τίμημα και επίσης να συνδέσουν την γραμμή με τον Υπερσιβηρικό !!!! Αναθάρρησα τότε και προς στιγμή παρακαλούσα ένα αστροπελέκι να πέσει στις κεφαλές των εδώ υπαλλήλων εκφραστών των ατλαντικών και δυτικών συμφερόντων, αλλά η αγωνία μου αφορούσε ένα θαύμα και θαύματα καθημερινά δεν γίνονται
Εστω λοιπόν λογοτεχνία στον Υπερσιβηρικό!!!
προσθήκη Μάρτιος 2023



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Νοητικό λυντσάρισμα αγάπες μου














Νοητικό λυντσάρισμα αγάπες μου
Βγάλτε στο κλαδί τον παράλογο εαυτό σας
Φυσήξτε δυνατά κάνοντας Φφφφφφφφ !!!
Εξορίστε τον ολοκληρωτισμό που σφηνώνει αργά και σταθερά στην ψυχή σας
Μείνετε παγεροί στις εταιρείες του κ@@@@ που ταχα είναι για το κράτος ενώ το κρατος το χουν δώσει στις μεγα εταιρείες
Φφφφφφφφφφφφ!
Σαν να βλέπετε τον έρωτα της ζωής σας ξαφνικά Φφφφφφ
Σα να στε υπολοχαγοί στην Αλβανία
Σα να στε καραούλι στο Βαλτέτσι και να ρχεται αυτός ο κάτι σαν Αη--Γιώργης με την περικεφαλαία και να σας λέει, Ξεφύσα Δήμο και πάρε στο κατόπι τον τούρκο....
Σα την Γέννα στα παιδιά σας , Φφφφφ !! και μετά το κλάμα
Αυτό το κλάμα που ορμά σαν άγρια φοράδα και κινεί τα σύμπαντα
(βράδυ τα ξαναλέμε , προς το παρόν πάω να κάψω κλάρες και θα ακουστεί Φφφφφφφφφφφφφφφφ!!)


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

το mew model προέδρων κτλ στο περιβάλλον της meta εποχής










Εκτός όλων των άλλων απ ότι φαίνεται η ευρωατλαντική Δύση μέσω σκληρής χειραγώγησης αναδεικνύει το mew model προέδρων κτλ στο περιβάλλον της meta εποχής
Τα χαρακτηριστικά έιναι τα εξης
----Απόλυτη υπακοή στα σχέδια των ισχυρών δυτικών ελιτ
--- Ον άφυλο
---Συμπεριφορά αντιηγέτου δλδ άσκηση πολιτικής με συναίσθημα και κλάμα
---Κτίσιμο ένος εθνικισμού που όμως η νεα τάξη ισχυριζεται οτι τον μάχεται οπότε τα δικαιώματα αναδεινύονται ως θέματα εθνικά (μύλος, κανείς δε μπορεί να βγάλει άκρη ..η τέλεια παγίδα)
---Με λίγα λόγια προωθείται μέσω πελώριας προπαγάνδας μια ψευδής αγιοποιήση και απολύτως εξαγοράζεται
Δλδ το να έχεις στρατό που χρησιμοποιεί παιδάκια για ασπίδα και ένα σωρό άλλα (τα περιγράφουν πολλοί εδώ στο διαδίκτυο)
η Δύση σε αγιοποιεί γιατί αυτή η φιγούρα απευθύνεται σε μη λογικούς και σκεπτικούς και είναι βγαλμένη μεσα από τις παγκοσμιοποιημένες trash tv
Με τις υγείες μας
ΣΗΜ αν επικρατήσει --ως υποδειγμα πολιτικού--τα παιδιά που θα επιμένουν για το φύλο τους θα βασανίζονται ή θα εκτοπίζονται
Γνωρίζω τι λέτε επειδή ακούω τον γέλωτά σας
Αλλά αλήθεια λέω, όσο και πολλοί να μην την αναγνωρίζετε
ΣΗΜ -2-το άνω μοντέλο βολεύει πολλούς ακόμη και χώρους που δηλώνουν άλλα αλλά προωθούν αυτό το μοντελάκι
Ετσι δεν είναι;;


Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Κρυφό Σχολείο ---Χανιά και Ρέθυμνο 1821







Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Merci στους αρμόδιους θεσμούς












Merci στους αρμόδιους θεσμούς κι επιφανείς εκπροσώπους που πληρώνονται από το υστέρημα των ταπεινών
Μέχρι σήμερα δεν παίρναμε διαζύγιο
Από σήμερα χωρίζουμε υποχρεωτικά
Συνεχίζετε την δειλία σας και ήδη την θέση στην κοινωνία και την καλή φήμη, μόνοι σας δολοφονήσατε
Προσωπικά δεν διατηρώ καλές σχέσεις με όντα που θυσιάζουν με αυτοχειρία την προσφορά, λόγω φρικτής ιδιοτέλειας
Μου είστε δύσπεπτοι από την φύση μου
--------------------
Φακές για σήμερα
Νηστεύω για πρώτη φορά χωρίς παραβίαση, λόγω δυσπεψίας της κακοσύνης των αρμοδίων
--------------------




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Αργολίδα









Ὁ ἀγαθός ἄνθρωπος χτίζει ,ἄν χτίζει, τό καλό.
από την "Στέρνα" του Γιώργου Σεφέρη

Η Αργολίδα την Άνοιξη
φωτογραφία Άγγελος Ασκληπιάδης




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

η επιβολή της μάσκας στα παιδάκια











Η επιβολή της μάσκας-ειδικά σε ανήλικους-είναι έγκλημα κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Οι σκέψεις δικές σας

έργο Jannis Kounellis



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Τα παιδιά είναι ολομόναχα








Κοινωνία που αδυνατεί να προστατέψει τους ανήλικους
ΔΕΝ είναι κοινωνία
είναι ένα σύνολο άχρηστων πραγμάτων
Η υποχρέωση του τεστ στους ανήλικους αποτελεί την πρώτη πράξη του ακρωτηριασμού τους
Οι εύψυχοι γιατροί, εκπαιδευτικοί , νομικοί ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Τα παιδιά είναι ολομόναχα
Ενα σύστημα ολόκληρο σήπεται
ΓΟΝΕΙΣ και ΕΥΨΥΧΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΟΡΜΗΣΤΕ
ΣΩΣΤΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
έργο Γιάννης Κουνέλλης




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

---έχει καταργηθεί η Δουλεία;;









---έχει καταργηθεί η Δουλεία;;
Φυσικά όχι Ουτε μια ώρα .
Εχει αλλάξει μορφή τον προηγούμενο αιώνα και έχει ως πανούκλα μεταλλαχθεί ποικιλοτρόπως
.....ναι, αλλά σήμερα που είμαστε μια διευρυμένη κοσμοπολιτική υδρόγειος σφαίρα με την τεχνολογία μας και τα σέα και τα μέα μας
η δουλεία έχει περαιωθεί
----αγάπες μου κάνετε λάθος
έχει ψηφιοποιηθεί
αν ψηφιοποιηθείτε και σεις δεν θα μάθετε τα νέα της νικηφόρας ολικής της κατάρρευσης
και ο νοών νοείτω
άλλωστε οτι δεν μας σκοτώνει μας κάνει πιό ισχυρούς , όπως διατυμπανίζετε κατά κόρον
(προσωπικά με το νιτσεικό ρητό διαφωνώ)





Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία Ιωάννης ΠαγουλάτοςΝομικός, Δημοσιογράφος









Το δουλεμπόριο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία
Ιωάννης ΠαγουλάτοςΝομικός, Δημοσιογράφος
Το εμπόριο σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Στις αρχές του 17ου αιώνα, το 1/5 των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης ήταν δούλοι. Το 1637 υπήρχαν στο Αλγέρι 25.000 χριστιανοί αιχμάλωτοι, ανάμεσά στους οποίους και πολλοί Έλληνες. Υπολογίζεται δε ότι την περίοδο 1450-1700, μόνο από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 2.500.000 άτομα, καταλήγοντας στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής πρωτεύουσας.
Πολλές ήταν οι δραστηριότητες οι οποίες τροφοδοτούσαν το εμπόριο των δούλων. Οι πειρατές που λυμαίνονταν την Μεσόγειο, αιχμαλώτιζαν πληρώματα πλοίων και κατοίκους νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών και στην συνέχεια τους πωλούσαν στα σκλαβοπάζαρα. Οι δε επαγγελματίες δουλέμποροι είχαν γίνει μάστιγα για τις φυλές της Αφρικής, συλλαμβάνοντας κάθε χρόνο εκατοντάδες άτομα, από τα ανατολικά και κεντροδυτικά τμήματα της μαύρης ηπείρου.
Παράλληλα, οι συνεχείς εκστρατείες του οθωμανικού στρατού σε Ευρώπη και Ασία είχαν ως αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό στρατιωτών και αμάχων, οι οποίοι πωλούνταν αργότερα ως δούλοι.
Τα μαρτύρια των αιχμαλώτων ξεκινούσαν από την πρώτη στιγμή, καθώς σύρονταν βίαια στα πλοία, με βρισιές και χτυπήματα. Στην συνέχεια στοιβάζονταν μέσα στα σκοτεινά αμπάρια, σε κλειστοφοβικές συνθήκες, εκτεθειμένοι στην ακαθαρσία και τα μικρόβια. Κάθε καράβι διέθετε και κάποιον γραμματικό, ο οποίος έγραφε σε έναν κατάλογο τα ονοματεπώνυμα των σκλάβων που θα μεταφέρονταν. Πολλοί αιχμάλωτοι δεν άντεχαν τις κακουχίες και πέθαιναν στα πλοία, κατά την διάρκεια του ταξιδιού. Τα νεκρά τους σώματα ρίχνονταν στην θάλασσα, αφού προηγουμένως τους έκοβαν το δεξί αυτί, ως απόδειξη του θανάτου τους. Τέλος, ο γραμματικός του πλοίου έσβηνε από τον κατάλογό του τα ονόματα όσων είχαν πεθάνει εν πλω. Με αυτόν τον τρόπο εξάλλου υπολογιζόταν και η «ζημιά» που είχε υποστεί το «εμπόρευμα» κατά την μεταφορά του.
Ο Γάλλος ευγενής και διπλωμάτης Φιλίπ Κανάιγ περιγράφει το πώς λειτουργούσε το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης, στα 1573. Όποιος ήθελε να αγοράσει κάποια σκλάβα, την πλησίαζε και σήκωνε το πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της. Στη συνέχεια την έφτυνε στο πρόσωπο, έτσι ώστε αν ήταν μακιγιαρισμένη από τον δουλέμπορο, να της φύγει το βάψιμο και να φανούν τα αληθινά της χαρακτηριστικά. Κατόπιν, ο πελάτης κοιτούσε την σκλάβα στο στόμα, μετρώντας και ψηλαφώντας τα δόντια της, προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι ψεύτικα, χαλασμένα ή αν κουνιούνται. Στην περίπτωση που έμενε ικανοποιημένος από την επιθεώρηση, ο υποψήφιος αγοραστής άρχιζε να παζαρεύει την τιμή της κοπέλας με τον δουλέμπορο.
Ένας από τους πρώτους περιηγητές στην Ελλάδα και την Μικρά Ασία, ο Γάλλος Πιερ Μπελόν, παραθέτει ενδεικτικές τιμές σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και την σωματική τους κατάσταση. Μια νέα και όμορφη γυναίκα πουλιόταν 80-100 δουκάτα ενώ μια γριά 30-40. Η τιμή ενός ευτραφούς εφήβου ήταν συνήθως 40-50 δουκάτα και ενός γεροδεμένου άνδρα 60. Συγκριτικά, αναφέρεται ότι την ίδια περίοδο στην Βενετία, ο μέσος ναύτης είχε ετήσιο εισόδημα 22 δουκάτα, ο μηχανικός 100, ο κυβερνήτης επαρχίας 840 και ο πρεσβευτής 1800.
Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας κατέληγαν συνήθως να υπηρετούν ως οικόσιτες δούλες, ασχολούμενες με δουλειές του σπιτιού καθώς και ελαφριές χειρωνακτικές εργασίες. Αντίθετα, οι νεαρές και ωραίες κοπέλες πωλούνταν τις περισσότερες φορές στα χαρέμια διάφορων Οθωμανών αξιωματούχων, ενώ την ίδια τύχη είχαν και αρκετά έφηβα αγόρια. Οι περισσότεροι όμως άνδρες δούλοι προορίζονταν για πιο βαριές εργασίες. Όσοι από αυτούς ήταν γεροδεμένοι και χειροδύναμοι, θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύτιμο εμπόρευμα και πωλούνταν πάντα σε πολύ καλή τιμή. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως οικιακοί υπηρέτες, βοσκοί, γεωργοί και γενικά να επωμιστούν κάθε είδους βαριά χειρωνακτική εργασία. Δεν ήταν εξάλλου λίγες οι φορές που οι ρωμαλέοι σκλάβοι αντικαθιστούσαν τα ζώα και έσερναν οι ίδιοι το άροτρο κατά το όργωμα.
Η χειρότερη όμως μοίρα που μπορούσε να έχει ένας άνδρας δούλος, ήταν να βρεθεί κωπηλάτης σε γαλέρα. Τα συγκεκριμένα πλοία ονομάζονταν «κάτεργα» και οι σκλάβοι που υπηρετούσαν σε αυτά «κατεργάρηδες». Οι άνθρωποι εκείνοι ζούσαν σε πραγματικά εφιαλτικές συνθήκες. Σχεδόν γυμνοί, κάθονταν δίπλα στα κουπιά, έχοντας το ένα πόδι και τα χέρια τους αλυσοδεμένα. Η τροφή τους ήταν μόνο δυο μικρά κομμάτια ξερό ψωμί την ημέρα. Τα βράδια κοιμούνταν ο ένας πάνω στον άλλον, μέσα στην βρώμα και τα ζωύφια, ενώ η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν απλώς ανύπαρκτη. Ο καιρός πολλές φορές έκανε ακόμα πιο ανυπόφορη την ζωή των «κατεργάρηδων», οι οποίοι κωπηλατούσαν υπομένοντας άλλοτε τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και άλλοτε θύελλες και σφοδρές καταιγίδες. Ο καπετάνιος του κάτεργου επιτηρούσε συνεχώς τους σκλάβους και μαστίγωνε ανελέητα όποιον σταματούσε να τραβάει κουπί, νικημένος από την εξάντληση και την απελπισία. Ένας πρώην δούλος που κατάφερε να απελευθερωθεί, χαρακτήρισε την ζωή του στις γαλέρες «χειρότερη και από τον θάνατο».
Πολλοί σκλάβοι, έχοντας φτάσει στα σωματικά και ψυχικά τους όρια, αποφάσιζαν να αποδράσουν. Η απελπισία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν νοιάζονταν για τους κινδύνους ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος. Οι περισσότεροι όμως δραπέτες ξαναπιάνονταν και καταδικάζονταν σε θάνατο με φρικτές μεθόδους.
Μία από αυτές ήταν και η εξής: τα τέσσερα άκρα του καταδικασμένου δένονταν ξεχωριστά το καθένα στις πρύμνες ισάριθμων διαφορετικών πλοίων. Στη συνέχεια, τα σκάφη αυτά άρχιζαν να κινούνται σε τέσσερις αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις, διαμελίζοντας αργά και βασανιστικά τον άτυχο σκλάβο.
Εντούτοις, αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν καταγραφεί αρκετά περιστατικά επιτυχημένων εξεγέρσεων σε κάτεργα ή δουλεμπορικά πλοία. Στις περιπτώσεις αυτές, οι σκλάβοι κατάφερναν να σκοτώσουν όλους τους φύλακές τους και δραπέτευαν, καταλαμβάνοντας το πλοίο στο οποίο βρίσκονταν κρατούμενοι. Οι φρικτές εμπειρίες της δουλείας άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην καθημερινή ζωή των τουρκοκρατούμενων Ελλήνων. Σε κείμενα του 16ου -18ου αιώνα συναντάμε κατάρες όπως «σκλαβιά να σου’ ρθη» ή «σκλάβος να πάης στην Μπαρμπαριά», εννοώντας τα δουλοπάζαρα των βορειοαφρικανικών ακτών.
Τον 19ο αιώνα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για την κατάργηση της δουλείας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το 1830, ένα φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούτ Β΄ απελευθέρωσε κάποιες κατηγορίες λευκών σκλάβων. Ανάμεσα σε αυτούς περιλαμβάνονταν και όσοι Έλληνες είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την Επανάσταση του 1821.







Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΧΑΟΥ











ΣΑΜΙΟΥΕΛ ΧΑΟΥ
Η άγνωστη ιστορία του Αμερικανού φιλέλληνα γιατρού
Λάτρης της Ελλάδας και της ελευθερίας μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου [S.G. Howe] (1801-1876) ήταν Αμερικανός γιατρός, πραγματικός φιλέλληνας, φιλάνθρωπος και πρωτοπόρος στην εκπαίδευση τυφλών και ανάπηρων παιδιών.
Γεννήθηκε στη Βοστόνη στις 10 Νοεμβρίου 1801 και καταγόταν από πλούσια οικογένεια.
Μετά τη λήψη του πτυχίου του της ιατρικής το 1824 από το Μπράουν της Πρόβιντενς αποφάσισε να προσφέρει τις ιατρικές του υπηρεσίες στην επαναστατημένη Ελλάδα.
Τον Δεκέμβρη φτάνοντας στην Μάλτα, στέλνει ένα γράμμα σε κάποιο φίλο του και μαζί με άλλα του γράφει: «Οι πιθανότητες για να γυρίσω δεν είναι πολλές, αλλά λίγο με μέλει γι′ αυτό».
Στις αρχές του 1825 βγαίνει στην Μονεμβασία και από εκεί πηγαίνει στο Ναύπλιο. Χωρίς χρονοτριβή, η Ελληνική Κυβέρνηση τον διορίζει ιατροχειρούργο για το στρατόπεδο της Παλαιάς Πάτρας.
Ανέλαβε αμέσως υπηρεσία στον Αγώνα, περιθάλποντας τραυματίες και άρρωστους μαχητές στην πρώτη γραμμή τόσο στο πεδίο της μάχης, όσο και κατά τη διάρκεια ναυτικών επιχειρήσεων.
Αργότερα διορίστηκε γιατρός της ναυαρχίδας του ελληνικού στόλου Καρτερία και συντονιστής όλων των ναυτικών γιατρών. Η ικανότητά του ως διοικητής και η ανδρεία του, του έδωσαν τον ευφημιστικό τίτλο «Λαφαγιέτ» του ελληνικού πολέμου της ανεξαρτησίας.
Στο πρώτο γράμμα προς τον πατέρα του αναφέρει μεταξύ άλλων:
«…ως προς τον μισθόν μου, ουδέν λαμβάνω, ούτε μ’ ενδιαφέρει, αφού η Κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν ούτε να θρέψη και να ενδύση τους δεινοπαθούντας στρατιώτας…».
Και συνεχίζει στο γράμμα του: «….Οι Έλληνες στρατιώτες είναι κακοντυμένοι. Μά δεν έχουν και τροφές. Μισθό δεν παίρνουν. Είναι αμαθείς. Ένας στους είκοσι ξέρει να διαβάζη η να γράφη. Αλλά είναι πολύ έξυπνοι, ζωηροί, σαν τις γίδες στα βουνά, και ανδρείοι, αν τους αφήσης να πολεμήσουν με τον δικό τους τρόπο, πυροβολώντας πίσω από βράχους και δένδρα. Οι ναύτες μπορούν να συγκριθούν με τους ναύτες όλου του κόσμου. Πάντοτε νικούν τους εχθρούς στις ναυμαχίες. Έχω πλήρη εμπιστοσύνη στην υπεροχή τους…..».
Οι Χάου, Jarvis και Miller δεν δέχθηκαν ποτέ χρηματική αποζημίωση από την ελληνική κυβέρνηση. Έζησαν με απίστευτες καταστροφές και δυσκολίες.
Ο Χάου περιγράφει στις σημειώσεις του, τις πορείες τους κατά τη διάρκεια στρατιωτικών εκστρατειών στα βουνά, όπου μετέφερε το όπλο του, ένα σπαθί (yatagan), δύο πιστόλια στη ζώνη του και μια μεγάλη τσάντα με τα ιατρικά του εργαλεία.
Συχνά έμειναν άυπνοι για μέρες, τρώγανε ζιζάνια και σαλιγκάρια στα βουνά, κοιμόντουσαν στο έδαφος καλυμμένο μόνο με κουβέρτα.
Από το ημερολόγιό του διαβάζουμε:
«… η δουλειά μου τη νύχτα που πέρασε ήταν ατέλειωτη … έκαμα τόσες εγχειρήσεις που αμφιβάλω αν θα κατόρθωνα να τις κάμω κατά τη διάρκεια ολόκληρων ετών στη Βοστώνη … δύο μήνες τώρα κοιμάμαι στο έδαφος με τα ρούχα … είχα σκεφτεί να φύγω από δω, αλλά θα ήταν πράξη επονείδιστη…».
Ο Σάμιουελ Χάου υποστήριξε το φιλελληνικό κίνημα στις ΗΠΑ στέλνοντας συχνά επιστολές στις φιλελληνικές επιτροπές και στον τύπο στην Αμερική, αλλά και με το λογοτεχνικό του έργο που αποτελεί σημαντική ιστορική πηγή.
Η ελληνική κυβέρνηση το Φθινόπωρο του 1827 ζήτησε από τον Χάου να επιστρέψει σύντομα στην Αμερική για να παρουσιάσει την κατάσταση στην Ελλάδα.
Στην Αμερική εργάστηκε πυρετωδώς για να επανενεργοποιήσει το φιλελληνικό κίνημα.
Έγραψε ένα βιβλίο για τον ελληνικό πόλεμο της ανεξαρτησίας, το οποίο έγινε best-seller, δεύτερο στις πωλήσεις μετά το Child Harold του Byron.
Ο Χάου περιόδευσε σε όλα τα κράτη και συγκέντρωσε μεγάλα χρηματικά ποσά που χρηματοδότησαν οκτώ φορτία πλοίων με ρούχα και τρόφιμα για τους Έλληνες.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη βοήθεια που έλαβε η Ελλάδα από το εξωτερικό εκείνη την εποχή.
Ο Σάμιουελ Χάου επιστρέφοντας στις ΗΠΑ το 1827 για να συγκεντρώσει χρήματα και προμήθειες για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης στην Ελλάδα η οποία πλήττονταν από λιμό, έφερε μαζί του και μικρό αριθμό ορφανών παιδιών από την Ελλάδα.
Ταυτόχρονα, επέλεξε μια ομάδα περίπου 700 προσφύγων, και τους πλήρωσε μόνος του για μήνες για να χτίσει το λιμάνι στην Αίγινα (πρωτεύουσα της Ελλάδας εκείνη την περίοδο).
Παράλληλα ο Καποδίστριας δώρισε στον Χάου 5.000 στρέμματα στην Εξαμίλια της Κορίνθου, από τα κτήματα που άνηκαν στο Κιαμήλ Μπέη, μετά από πολλές προσπάθειες και πιέσεις του προς τον Κυβερνήτη όπου εκεί οργάνωσε μια τυπική γεωργική κοινότητα με το όνομα «Ουασινγκτονία» (Washingtonia). Εκεί στέγασε 200 πρόσφυγες και προσέλαβε 200 εργαζόμενους. Ίδρυσε επίσης ένα ορφανοτροφείο και ένα σχολείο.
Ας αφήσουμε τον ίδιο το Χάου να μας πληροφορήσει μέσα από το ημερολόγιο του για τις προσπάθειες που κατέβαλε για τη δημιουργία του συνοικισμού:
Ας αφήσουμε τον ίδιο το Χάου να μας πληροφορήσει μέσα από το ημερολόγιο του για τις προσπάθειες που κατέβαλε για τη δημιουργία του συνοικισμού:
Συνεχίζοντας τις προσπάθειες του γράφει ξανά στον Κυβερνήτη: «…21 Μαρτίου Έγραψα εις το Καποδιστριαν παροτρύνω αυτόν να αποφασίση όσο το δυνατόν ταχύτερον περί του συνοικισμού των Εξαμιλίων…».
Και οι προσπάθειες του απέδωσαν καρπούς. Ο Κυβερνήτης του απάντησε και επιδοκίμασε το σχέδιο του : «….απεσταλμένος της Κυβερνήσεως που εκόμισεν επιστολήν. Την ήνοιξα . Προήρχετο από τον Καποδίστρια επιδοκιμάζοντα το σχέδιον μου του συνοικισμού και παρακαλούσα με να μη βραδύνω ουδέ επί στιγμήν…»
Μετά την θετική απόκριση από την Αίγινα οπού βρισκόταν ο Χάου μεταβαίνει στα Εξαμίλια για να ιδρύσει τον συνοικισμό. Σε επιστολή του προς αιδεσιμότατο Άντερσον γράφει χαρακτηριστικά: «…. Ουασινγκτωνία 14 Ιουλίου 1829. Έχω ήδη εγκατεστημένας ενταύθα τριάκοντα και εξ οικογένειας, είκοσι και εξ εκ των οποίων κατάγονται εκ μέρων υπαγομένων εις την Τουρκίαν. Ήσαν πτωχοί ,πειναλέοι και γυμνοί….»
Το 1831 επιστρέφει στη Βοστώνη και ιδρύει το πρώτο σχολείο για τυφλούς στις Ηνωμένες Πολιτείες, του οποίου διετέλεσε πρώτος διευθυντής.
Το 1835 η Ελληνική Κυβέρνηση του απονέμει τον Σταυρό του Σωτήρος. Στο έγγραφο που έλαβε ο Χάου μαζί με το παράσημο, απάντησε με ταπεινοφροσύνη:
«Οι πτωχές προσωπικές υπηρεσίες, που προσέφερα στην Ελλάδα τη ζοφερήν της ώρα, δεν ήταν τέτοιες, που να αξίζουν ανταμοιβή.
Αρκετή αμοιβή μου ήταν η ικανοποίηση, ότι μπόρεσα να δώσω κάτι στην Ιδέα της Ελευθερίας και της Φιλανθρωπίας.
Αν δεν είχα την ικανότητα, είχα την διάθεση να υπηρετήσω στην υπόθεση της Ελλάδος.
Από κοινού με τους συμπατριώτές μου εδοκίμασα μεγάλο ενθουσιασμό για τον ιερό σκοπό της.
Και ο ενθουσιασμός εμεγάλωσε με την παραμονή μου στην κλασσική γη και την γνωριμία μου με τους ζωντανούς της πατριώτες».
Το 1848 δημιουργεί ένα ανάλογο σχολείο για άτομα με διανοητικές διαταραχές. Το 1866, γηραιός πλέον, βρίσκεται για μια ακόμα φορά στην Ελλάδα, για να συνδράμει τους επαναστατημένους Κρητικούς. Πέθανε στις 9 Ιανουαρίου 1876.
Ο Χάου ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας, ένας επιστήμονας, ένας φιλάνθρωπος, ένας αντίπαλος της δουλείας και ένας μαχητής της ελευθερίας.
Ο δημοφιλής Αμερικανός ποιητής, John Greenleaf Whittier, παρουσιάζει την ιστορία του Σάμιουελ Χάου σε ένα όμορφο ποίημα με τίτλο «ο ήρωας», αποδίδοντας έναν άξια τίτλο σε αυτόν τον σπουδαίο άνθρωπο.
Πρόσφατα στο λιμάνι της Αίγινας τοποθετήθηκε ένα νέο μνημείο. Πρόκειται για ένα μνημείο αφιερωμένο στον φιλέλληνα Σάμιουελ Γκρίντλεϊ Χάου.
Στην Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Μπράουν (Brown) της Πολιτείας Ρόντ Άϊλαντ της Αμερικής είναι κρεμασμένη στον τοίχο η εικόνα ενός νέου φουστανελοφόρου.
Όπως αναφέρεται και στο Αναγνωστικό του 1968 «Αμερικανοί Φιλέλληνες»: «.. Το πρόσωπό του έχει δυνατή έκφραση και φλογερή ματιά. Αν είχε μουστάκι και γένια, θα ενόμιζες ότι είναι Έλληνας ήρωας του 1821. Είναι ο Χάου».




Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

ICE--2

Γιατί ένας διάσημος που το μελλον του προδιαγράφεται λαμπρό σε μεγάλο πανεπιστήμιακό ίδρυμα στην ξένην ίσταται στο πλευρό των ελλήνων δοκιμα...