Όταν φύτρωσε το χιόνι
Όπως μου τα διηγήθηκαν τα μεταφέρω σε εσάς
λέξη προς λέξη καταμεσής του χειμώνα τούτου:
Η Μάρθα είναι κάτοικος , τα τελευταία χρόνια,
σ’ ένα δώμα στη ταράτσα παλιάς πολυκατοικίας της Πατησίων.
Σήμερα παρέμεινε αποκλεισμένη από τον πιο περίεργο και σφοδρό χιονιά των τελευταίων χρόνων στο κέντρο της Αθήνας.
Το χιόνι απλωνόταν με γοργό ρυθμό και ύψωνε ένα παγωμένο τείχος απειλητικό σε όλη την πόλη.
Η μοναξιά μέσα της πάγωσε και αποφάσισε να γράψει και να ταχυδρομήσει ένα γράμμα στον σύντροφό της που είχε φύγει μια νύχτα ξαφνικά ακριβώς πριν ένα μήνα πνίγοντας τον χαιρετισμό με σιωπή.
Το γράμμα ξεκινούσε κάπως έτσι…
Σήμερα παρέμεινε αποκλεισμένη από τον πιο περίεργο και σφοδρό χιονιά των τελευταίων χρόνων στο κέντρο της Αθήνας.
Το χιόνι απλωνόταν με γοργό ρυθμό και ύψωνε ένα παγωμένο τείχος απειλητικό σε όλη την πόλη.
Η μοναξιά μέσα της πάγωσε και αποφάσισε να γράψει και να ταχυδρομήσει ένα γράμμα στον σύντροφό της που είχε φύγει μια νύχτα ξαφνικά ακριβώς πριν ένα μήνα πνίγοντας τον χαιρετισμό με σιωπή.
Το γράμμα ξεκινούσε κάπως έτσι…
«Αγάπη μου, το χιόνι πέφτει σαν βόλι από
τουφέκι και εγώ σ’ αναζητώ…»
Στο απέναντι πεζοδρόμιο μια παρέα μικρών
παιδιών όρμησε στη γωνία του σκεπασμένου πάρκου από χιόνι σαν σμήνος μικρών
άτακτων πουλιών και έφτιαξαν, στη στιγμή, έναν χιονάνθρωπο μεγάλο, ψηλό και
ευτραφή.
Για κουμπιά έμπηξαν στο στήθος του ξυλαράκια και μαύρες γόπες, αποτσίγαρα, λες κι είχαν καπνίσει το σκούρο της περασμένης νύκτας.
Για κουμπιά έμπηξαν στο στήθος του ξυλαράκια και μαύρες γόπες, αποτσίγαρα, λες κι είχαν καπνίσει το σκούρο της περασμένης νύκτας.
«Πριν λίγο τα παιδιά φτιάξανε έναν
χιονάνθρωπο. Στο βραστήρα αχνίζει το τσάι… Αν ήσουν εδώ θα ζεσταίναμε αγκαλιά
το τοπίο και θα σφύριζες από ψηλά στα παιδιά βάζοντας τα δυο δάκτυλα στο
στόμα…»
Το χιόνι συνέχιζε να κτίζει τον τοίχο.
Θα ‘χε πλησιάσει το ενάμιση μέτρο (υποθέτω).
Ένα τρόλεϊ ακινητοποιήθηκε.
Οι επιβάτες ήταν ηλικιωμένοι που έσπευσαν ομαδικά πριν μερικές ώρες να βρουν ζεστό κατάλυμα στο εσωτερικό του οχήματος.
Μία χαρούμενη κυρία επιβάτης είχε ένα μεγάλο θερμός με ζεστό τσάι και το μοίραζε σε όλους.
Χαριεντίζονταν και φλυαρούσαν.
Η ζέστη του τρόλεϊ τους είχε μαλακώσει την καρδιά.
Θα ‘χε πλησιάσει το ενάμιση μέτρο (υποθέτω).
Ένα τρόλεϊ ακινητοποιήθηκε.
Οι επιβάτες ήταν ηλικιωμένοι που έσπευσαν ομαδικά πριν μερικές ώρες να βρουν ζεστό κατάλυμα στο εσωτερικό του οχήματος.
Μία χαρούμενη κυρία επιβάτης είχε ένα μεγάλο θερμός με ζεστό τσάι και το μοίραζε σε όλους.
Χαριεντίζονταν και φλυαρούσαν.
Η ζέστη του τρόλεϊ τους είχε μαλακώσει την καρδιά.
«… Τα τρόλεϊ μοιάζουν με παγοθραυστικά, αν
ήσουν εδώ θα φωτογράφιζες τα κρακελέ του ήλιου πάνω στον πάγο… Εγώ θα σου
‘γραφα λεζάντες και ίσως φτιάχναμε κάρτες βάζοντας με καλλιγραφία τη σημερινή
ημερομηνία…
Πόσο μου λείπεις…»
Πόσο μου λείπεις…»
Το τρόλεϊ ακινητοποιήθηκε σαν δραπέτης από τον
απειλητικό γιγάντιο πάγο.
Ο οδηγός έβγαλε μια σφυρίχτρα, σφύριξε, στράφηκε σε όλους, ευχήθηκε καλή τύχη και έφυγε μπήγοντας στην χιονισμένη άσφαλτο, δυο πατερίτσες που πήρε από έναν ηλικιωμένο επιβάτη και τις χρησιμοποίησε ως ξυλοπόδαρα για να ξεφύγει από το χιόνι.
Ο οδηγός έβγαλε μια σφυρίχτρα, σφύριξε, στράφηκε σε όλους, ευχήθηκε καλή τύχη και έφυγε μπήγοντας στην χιονισμένη άσφαλτο, δυο πατερίτσες που πήρε από έναν ηλικιωμένο επιβάτη και τις χρησιμοποίησε ως ξυλοπόδαρα για να ξεφύγει από το χιόνι.
«… Ένα πουλάκι- παράξενο, σαν παραδείσιο μου
φαίνεται- έκατσε στην ψηλή κεραία και τιτίβιζε σαν μοναδικός αγγελιαφόρος. Λέω
να ρίξω από την ταράτσα σποράκια…»
Η Μάρθα επέστρεψε στην άκρη της ταράτσας με
μια χούφτα σπόρια και τ’ ανέμισε απ’ τον πέμπτο όροφο, σαν να πετούσε
προκηρύξεις σε σιωπηλά και αόρατα πλήθη. Εκείνη την στιγμή ο χιονάνθρωπος
ανασήκωσε το πιγούνι του και κοιτούσε την ταράτσα ή μου φάνηκε;
Μία ομάδα αντρών μαζί με δύο γυναίκες όρμησαν
στο σταματημένο τρόλεϊ με γρήγορο δρασκελισμό.
«Είμαστε φυγάδες» είπαν, «Να σωθούμε, γρήγορα. Το χιόνι φυτρώνει από παντού, θα μας πνίξει. Να πάμε στη θάλασσα να γίνουμε οι ίδιοι καράβια…»
«Είμαστε φυγάδες» είπαν, «Να σωθούμε, γρήγορα. Το χιόνι φυτρώνει από παντού, θα μας πνίξει. Να πάμε στη θάλασσα να γίνουμε οι ίδιοι καράβια…»
«… Αναπολώ το πρόσωπό σου, το σχήμα του κεφαλιού
σου όταν γράφεις και διαβάζεις, όταν έχεις στην πλάτη σου το φως. Τότε σε
κοιτάζω και το δώμα μας γίνεται ανάκτορο και συ ο βασιλιάς μας. Χαρά μου… που
είσαι; Που κοιμάσαι; Μήπως βρέχεσαι; Είσαι καλά;»
Οι ηλικιωμένοι επιβάτες συμφώνησαν με τους
φυγάδες.
Ένας παλιός ναυτικός τους ορμήνεψε να σηκώσουν στην πλάτη τους το παλιό σκαρί του οχήματος και οι ηλικιωμένοι να ρίχνουν στο διάβα τους αλάτι.
Κατέβηκαν λοιπόν ένας ένας, σιωπηλά άρχισαν να κουβαλούν στην πλάτη τους το σιδερένιο σώμα και σχημάτισαν μία πομπή ανοίγοντας διέξοδο ζωής καταμεσής του παγωμένου αδιαπέραστου τείχους.
Η Μάρθα παραξενεύτηκε. Είδε το τρόλεϊ να γλιστρά πάνω στον πάγο, και δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους ανθρώπους κουβαλητές.
Ένας παλιός ναυτικός τους ορμήνεψε να σηκώσουν στην πλάτη τους το παλιό σκαρί του οχήματος και οι ηλικιωμένοι να ρίχνουν στο διάβα τους αλάτι.
Κατέβηκαν λοιπόν ένας ένας, σιωπηλά άρχισαν να κουβαλούν στην πλάτη τους το σιδερένιο σώμα και σχημάτισαν μία πομπή ανοίγοντας διέξοδο ζωής καταμεσής του παγωμένου αδιαπέραστου τείχους.
Η Μάρθα παραξενεύτηκε. Είδε το τρόλεϊ να γλιστρά πάνω στον πάγο, και δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τους ανθρώπους κουβαλητές.
«… Μουσκεύει από δω και πέρα με τα δάκρυά μου
το χαρτί που σου στέλνω με αγάπη. Αλλά σαν από θαύμα οι συγκοινωνίες κυλούν
πάνω στον πάγο. Θα προλάβω να ταχυδρομήσω το γράμμα;;"
Το τρόλεϊ έφτασε στα Χαυτεία και μετά ο δρόμος
προς Πειραιά κατάπιε το ηρωικό όχημα αφήνοντας απ’ έξω σαν χαιρετισμό τις δυο
λεπτές κεραίες.
Ο πάγος σκέπασε την πόλη.
Ο χιονάνθρωπος αρχίζει να ασφυκτιά αγκομαχά για να ζήσει.
Η Πατησίων σίγησε…
Ο πάγος σκέπασε την πόλη.
Ο χιονάνθρωπος αρχίζει να ασφυκτιά αγκομαχά για να ζήσει.
Η Πατησίων σίγησε…
«… Αν δεν θέλεις να γυρίσεις μην έρθεις… Μείνε
όπου εσύ είσαι καλά… Αν δεν θέλεις να μου κάνεις σινιάλο, κράτα το χέρι σου
ακίνητο σφικτά στο κορμί σου. Ίσως καταλάβω και από την σιωπή σου ότι είσαι
καλά. Σ’ αγαπάω έτσι κι αλλιώς, είτε μαζί είτε χώρια.
Σ’ αγαπάω ,
Μάρθα.
…»
Σ’ αγαπάω ,
Μάρθα.
…»
Το γράμμα γράφτηκε, η ώρα περνούσε, μεσημέρι
προχωρημένο, έπρεπε να προλάβει.
Ο ανοιγμένος από το τρόλεϊ-καράβι δρόμος,δημιούργησε μια φλέβα ζωής στην παγωμένη πόλη.
Η Μάρθα φόρεσε το παλτό, τις μπότες της και έτρεξε να προλάβει. Έντρομη αντικρίζει το ύψος του χιονιού.
Έφτανε ο πάγος μέχρι τα αυτιά της.
Χώθηκε στο ανοιγμένο χαντάκι, δάγκωσε με τα δόντια της και άφησε να κρέμεται απ’ το στόμα της το γράμμα αγάπης.
Σήκωσε τα χέρια της ψηλά ζητώντας έλεος από τον χιονιά.
Οι κρύσταλλοι θρυμματίζονται από τη ζέστη του δικού της κορμιού.
Το γράμμα ανεμίζει ηρωικά σα μοναχικό σινιάλο σε μια πόλη βουτηγμένη στη σιωπή.
Ο χιονάνθρωπος μάλλον δεν άντεξε και έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο και χωμένο το πιγούνι στη δεξιά νυχτερινή γόπα που ήταν κουμπί.
Ο ανοιγμένος από το τρόλεϊ-καράβι δρόμος,δημιούργησε μια φλέβα ζωής στην παγωμένη πόλη.
Η Μάρθα φόρεσε το παλτό, τις μπότες της και έτρεξε να προλάβει. Έντρομη αντικρίζει το ύψος του χιονιού.
Έφτανε ο πάγος μέχρι τα αυτιά της.
Χώθηκε στο ανοιγμένο χαντάκι, δάγκωσε με τα δόντια της και άφησε να κρέμεται απ’ το στόμα της το γράμμα αγάπης.
Σήκωσε τα χέρια της ψηλά ζητώντας έλεος από τον χιονιά.
Οι κρύσταλλοι θρυμματίζονται από τη ζέστη του δικού της κορμιού.
Το γράμμα ανεμίζει ηρωικά σα μοναχικό σινιάλο σε μια πόλη βουτηγμένη στη σιωπή.
Ο χιονάνθρωπος μάλλον δεν άντεξε και έφυγε με το κεφάλι κατεβασμένο και χωμένο το πιγούνι στη δεξιά νυχτερινή γόπα που ήταν κουμπί.
Η Μάρθα θα προλάβαινε, είχε τριάντα ολόκληρα
λεπτά για να φτάσει στην ανοιχτή πόρτα του ταχυδρομείου. Ίσως έκαναν δεκτή την
επιστολή με αποδέκτη έναν άντρα, κάποιον άντρα που όταν διάβαζε και έγραφε το
κεφάλι του γινόταν σαν ήλιος.
Έτσι μου τα διηγήθηκαν τότε που το χιόνι
φύτρωσε σαν τοίχος σε όλη την πόλη.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου