Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

Οκτάβιο Παζ, Octavio Paz











Οκτάβιο Παζ, Octavio Paz
ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ
Δεν βρίσκομαι στου κόσμου την κορφή.
Η στιγμή
δεν είναι ο στύλος του στυλίτη,
δεν ανεβαίνει
από τις φτέρνες μου ο χρόνος,
δεν ξεσπάει
μέσα στο κρανίο μου μʼ έκρηξη μαύρη σιωπηλή,
έκλαμψη ταυτόσημη με τύφλωση.
Βρίσκομαι σε κάποιον έκτον όροφο,
βρίσκομαι
σʼ ένα κλουβί που κρέμεται στον χρόνο.
Έκτος όροφος:
φυρονεριά και σφυροκόπημα,
μετάλλων πάλη,
γυαλιά σπασμένα που γκρεμίζονται,
μηχανές με μανία ήδη ανθρώπινη.
Η νύχτα
είναι οχλαγωγία αυτοκαταστρεφόμενη,
στόμα που,
όταν τʼ αγκαλιάζουμε, γίνεται χίλια κομμάτια.
Τυφλή
ξανακολλάει στα ψαχτά τα θρύψαλά της,
μαζεύει
τα σπασμένα της ονόματα, τα διασκορπίζει πάλι.
Με τʼ ακροδάχτυλα κομμένα
ζητά τυφλά, ψηλαφητά να βρει τα όνειρα, την πόλη.
Δεν βρίσκομαι στο σταυροδρόμι:
διαλέγω
θα πει λαθεύω.
Βρίσκομαι
στη μέση αυτής της φράσης.
Και πού με πηγαίνει;
Αντίλαλοι από πτώση σε πτώση,
έργα και ημέρες,
της γέννησής μου ο καταρράχτης:
ημερολόγιο
που ξεφορτώνεται τις μέρες του
ρίχνοντάς τες
στις κοιλότητες της μνήμης μου.
Είμαι ο σάκκος των ίδιων μου των ίσκιων.
Κατηφορίζει
για της μάνας μου τα στερεμένα στήθη.
Λόφοι όλο ζάρες,
λάβες παλαβές,
κάμποι ευκαμπείς,
βορά όλα τους του ασβέστη.
Δύο εργάτες ανοίγουν το λάκκο.
Τσακισμένο
στόμα τούβλινο και τσιμεντένιο.
Ιδού
και το ρημαγμένο φέρετρο:
ανάμεσα από τις σπασμένες τάβλες
το ανοιχτόγκριζο καπέλο,
των υποδημάτων το ζεύγος,
το μαύρο κουστούμι του δικηγόρου.
Οστά, κουμπιά, κουρέλια:
βουνάκι σκόνης ξαφνικιάς
μπροστά στα πόδια του φωτός.
Φως ψυχρό αμεταχείριστο,
σχεδόν κοιμώμενο,
φως της ροδαυγής
που μόλις εροβόλησε τη ράχη,
των τεθνεώτων βοσκοπούλα.
Ό,τι είταν ο πατέρας μου
χωράει σε τούτη τη λινάτσα,
που την απλώνει ένας εργάτης
και η μάνα μου σταυροκοπιέται.
Πριν τελέψει
το όραμα, αφανίζεται:
είμαι στη μέση,
κρεμασμένος σʼ ένα κλουβί,
σε μιάν εικόνα κρεμασμένος.
Η αρχή απομακρύνεται,
το τέλος σβήνει μαρμαίροντας.
Δεν υπάρχει τέλος ούτε αρχή:
βρίσκομαι στην παύση,
δεν τελειώνω ούτε αρχίζω,
ό,τι λέω
ούτε πόδια έχει ούτε κεφαλή.
Στριφογυρίζω μες στον εαυτό μου
και ολοένα σκοντάφτω
στα ίδια ονόματα,
στα ίδια πρόσωπα,
κι εμένανε τον ίδιο ποτέ δεν συναντάω.
Η ιστορία μου δεν είναι δική μου:
συλλαβή ετούτης της σπασμένης φράσης
που μες στο κυκλοειδές της παραλήρημα
επαναλαμβάνει, ξαναλέει την πόλη.
Πόλη, πόλη μου,
στύλε που σε λοιδόρησαν,
λίθε που σε ατίμασαν,
όνομα που σʼ έφτυσαν,
η ιστορία Σου είναι η Ιστορία:
ειμαρμένη
μασκαρεμένη σε ελευθερία,
άστρο
πλανώμενο και δίχως την τροχιά του,
παιχνίδι
που το παίζουμε όλοι αγνοώντας τους κανονισμούς του,
παιχνίδι όπου κανένας δεν κερδίζει,
παιχνίδι χωρίς κανονισμούς,
καπρίτσιο ενός θεού στοχαστικού,
ενός ανθρώπου
που ʼγινε τραυλός θεός.
Οι χρησμοί μας
είναι οι λόγοι του αφασικού,
οι προφήτες μας
είναι μάντεις διοπτροφόροι.
Ιστορία:
πηγαινέλα δίχως τέλος και δίχως αρχή.
Κανείς δεν έχει πάει εκεί,
κανείς
δεν ήπιε απʼ την πηγή,
κανείς
δεν άνοιξε τα πέτρινα ματόκλαδα του χρόνου,
κανείς
δεν άκουσε τον πρώτο λόγο,
κανένας δεν θʼ ακούσει και τον έσχατο,
το στόμα που τον λέει μονολογεί,
κανένας
δεν κατέβηκε στον λάκκο των συμπάντων,
κανένας
δεν εγύρισε απʼ τον κοπρότοπο των ήλιων.
Ιστορία:
σκουπιδότοπος και ουράνιο τόξο.
Κλίμακα
για τα δώματα τα υψηρεφή:
νότες επτά
διαλυμένες μέσα στην αιθρία.
Λόγοι άνευ ίσκιου.
Δεν τους ακούμε, τους αρνούμαστε,
είπαμε πως δεν υπήρξαν:
διαλέγουμε τον θόρυβο.
Έκτος όροφος:
βρίσκομαι στη μέση αυτής της φράσης:
και
πού με πηγαίνει;
Γλώσσα κρεουργημένη.
Ποιητής: κηπουρός επιταφίων.
από Σωτήρης Παστάκας η ανάρτηση
μτρφρ Γιώργος Κεντρωτής


Πηγή: ΑΣτάικου
 Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Akliton New Age Αλληλοδιαδοχές ----

~~~~14~~~~ Διαπερνώντας -μετά τον παγετό-τα δύσβατα και ακαθόριστα λόγω μεγάλου ὀγκου παγωμένης λάσπης,  καταπιαστήκαμε στην καταγραφή της ν...