Οκτάβιο Πας
Κ Ω Σ Τ Α Σ
Εγώ ήμουνα τριάντα χρονώ, ερχόμουν από την Αμερική κι αναζητούσα στις στάχτες του 1946 το αυγό του Φοίνικα,
εσύ ήσουν είκοσι, ερχόσουν από την Ελλάδα, απ' την εξέγερση κι από την φυλακή
βρεθήκαμε πρώτη φορά μες σ' ένα καφενείο όλο καπνό, φωνές, λογοτεχνία,
μια εστία μικρή, που την κρατούσε ζωντανή ο ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την παγωνιά εκείνου του Φλεβάρη
βρεθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για τον Ζαπάτα και για τ' άλογό του, για την πεπλοφόρο Δήμητρα, μια πέτρα μαύρη, μιας φοράδας κεφαλή,
κι όταν ο νους μας πήγε στην ωραία μάγισσα απ' τη Θεσσαλία που μεταμόρφωσε τον Λούκιο σε όνο και φιλόσοφο
κύμα βαρύ το γέλιο σου σκέπασε γύρω τις φωνές και το κουδούνισμα απ' τα κουταλάκια στα φλιτζάνια,
ένας αχός σηκώθηκε, ένα ποδοβολητό, αίγες ασπρόμαυρες πήραν ν' αναρριχώνται βιαστικά σ' ένα τοπίο όλο καμένους λόφους,
το διπλανό ζευγάρι έπαψε να μιλάει ψιθυριστά και απόμεινε άναυδο με αδειανό το βλέμμα
λες κι η πραγματικότητα είχε απογυμνωθεί κι άλλο δεν έμενε παρά η βουβή τροχιά ατόμων και μορίων,
ένα πλατάγισμα σηκώθηκε φτερών πάνω απ' το κύμα, του ήλιου μια αστραψιά πάνω στα βράχια,
ακούσαμε το βήμα του νερού πάνω στις πλάκες τις τεφρώδεις να πλανιέται
είδαμε στο ταμείο μια πεταλούδα να κουρνιάζει πάνω στης υπαλλήλου το κεφάλι, να ξεδιπλώνει τα ολοφλόγινα φτερά της και να σκορπάει σ' ανταύγειες
αγγίξαμε τις σκέψεις που σκεπτόμασταν, τις λέξεις είδαμε που είχαμε στο στόμα,
ώσπου και πάλι αρχίσανε τα κουταλάκια να χτυπούν, δυνάμωσε της θάλασσας ο βόγκος, το πηγαινέλα των ανθρώπων
όμως εσύ στεκόσουνα στο φρύδι του γκρεμού, ένα πλατύ χαμόγελο εμπρός σου ο κόλπος,
κι εκεί ψηλά το φως κι ο άνεμος μαζί, σε ειρήνη: η ίδια η Ψυχή να πνέει στο μέτωπό σου.
εσύ ήσουν είκοσι, ερχόσουν από την Ελλάδα, απ' την εξέγερση κι από την φυλακή
βρεθήκαμε πρώτη φορά μες σ' ένα καφενείο όλο καπνό, φωνές, λογοτεχνία,
μια εστία μικρή, που την κρατούσε ζωντανή ο ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την παγωνιά εκείνου του Φλεβάρη
βρεθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για τον Ζαπάτα και για τ' άλογό του, για την πεπλοφόρο Δήμητρα, μια πέτρα μαύρη, μιας φοράδας κεφαλή,
κι όταν ο νους μας πήγε στην ωραία μάγισσα απ' τη Θεσσαλία που μεταμόρφωσε τον Λούκιο σε όνο και φιλόσοφο
κύμα βαρύ το γέλιο σου σκέπασε γύρω τις φωνές και το κουδούνισμα απ' τα κουταλάκια στα φλιτζάνια,
ένας αχός σηκώθηκε, ένα ποδοβολητό, αίγες ασπρόμαυρες πήραν ν' αναρριχώνται βιαστικά σ' ένα τοπίο όλο καμένους λόφους,
το διπλανό ζευγάρι έπαψε να μιλάει ψιθυριστά και απόμεινε άναυδο με αδειανό το βλέμμα
λες κι η πραγματικότητα είχε απογυμνωθεί κι άλλο δεν έμενε παρά η βουβή τροχιά ατόμων και μορίων,
ένα πλατάγισμα σηκώθηκε φτερών πάνω απ' το κύμα, του ήλιου μια αστραψιά πάνω στα βράχια,
ακούσαμε το βήμα του νερού πάνω στις πλάκες τις τεφρώδεις να πλανιέται
είδαμε στο ταμείο μια πεταλούδα να κουρνιάζει πάνω στης υπαλλήλου το κεφάλι, να ξεδιπλώνει τα ολοφλόγινα φτερά της και να σκορπάει σ' ανταύγειες
αγγίξαμε τις σκέψεις που σκεπτόμασταν, τις λέξεις είδαμε που είχαμε στο στόμα,
ώσπου και πάλι αρχίσανε τα κουταλάκια να χτυπούν, δυνάμωσε της θάλασσας ο βόγκος, το πηγαινέλα των ανθρώπων
όμως εσύ στεκόσουνα στο φρύδι του γκρεμού, ένα πλατύ χαμόγελο εμπρός σου ο κόλπος,
κι εκεί ψηλά το φως κι ο άνεμος μαζί, σε ειρήνη: η ίδια η Ψυχή να πνέει στο μέτωπό σου.
Δεν ήσουν ο Λυκίδας ούτε πνίγηκες σ' ένα ναυάγιο στης Ιρλανδίας τον πόντο,
ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Έλληνας οικουμενικός του Παρισιού, με το ένα πόδι στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,
κι είναι γι' αυτό που γράφω τώρα εις μνήμην σου τους στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο της συστολής και της διαστολής,
μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει
στίχους μακρείς και σύντομους όπως τα βήματά σου από το Pont Neuf ώς το Λιοντάρι του Μπελφόρ καθώς απήγγελλες το ποίημα του Πρόκλου,
στίχους σε τούτη τη σελίδα για ν' ακολουθούν τα ίχνη των δικών σου λόγων που είναι αίγες και μαινάδες
και πηδούν κάτω απ' το φως του φεγγαριού σε μια κοιλάδα όλο λίθους κι όγκους κρυσταλλικούς, γι' αυτές επινοημένους,
ενώ εσύ μιλάς για τον Θεόκριτο και για τον Μαρξ γελώντας και κοιτώντας τες να ορχούνται μες στα βιβλία σου και τα χαρτιά σου
ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Έλληνας οικουμενικός του Παρισιού, με το ένα πόδι στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,
κι είναι γι' αυτό που γράφω τώρα εις μνήμην σου τους στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο της συστολής και της διαστολής,
μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει
στίχους μακρείς και σύντομους όπως τα βήματά σου από το Pont Neuf ώς το Λιοντάρι του Μπελφόρ καθώς απήγγελλες το ποίημα του Πρόκλου,
στίχους σε τούτη τη σελίδα για ν' ακολουθούν τα ίχνη των δικών σου λόγων που είναι αίγες και μαινάδες
και πηδούν κάτω απ' το φως του φεγγαριού σε μια κοιλάδα όλο λίθους κι όγκους κρυσταλλικούς, γι' αυτές επινοημένους,
ενώ εσύ μιλάς για τον Θεόκριτο και για τον Μαρξ γελώντας και κοιτώντας τες να ορχούνται μες στα βιβλία σου και τα χαρτιά σου
ΕΡΓΟ: Σωτήρη Σόρογκα
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου