Περσινή ανάρτηση για την πόλη μου την Πατησίων!
Η Πατησίων ΖΕΙ (φύλλο Σεπτεμβρίου 2017)
-----------------------------άννα στάικου-----------
ΛΗΓΜΕΝΑ
Οι θερινές προσδοκίες τα τελευταία χρόνια παραμένουν προσδοκίες.
Λες και τις βουτάς σε συντηρητικό, και αυτές παραμένουν άμορφες.
Το κακό είναι όμως, ότι ο άμορφος είναι και άσχημος.
Αν περιπλανηθώ στο κόσμο των παιδικών μας χρόνων, θα χαθώ.
Θα πέσω στο σφάλμα της αναπόλησης.
Θα βουτήξω στο τσούρμο που έκανε επίθεση, σα στρατός αγγέλων, στον καταπέλτη του φέρρυ –μποτ λες και κατακτούσε κορυφή βουνών.
Θα κάνω βούτες σα πρωταθλήτρια στον σπασμένο λίθινο μόλο που με βάθρο τις δέστρες –στο ήσυχο-λιμάνι θα κυνηγήσω το θησαυρό στον βυθό.
Όχι. Αν αφήσω την μνήμη θα παραμερίσω την αναπόληση.
Πατησίων –Κυψέλη. Η πόλη μου.
Τον Αύγουστο βουτάω σαν ψάρι στην ερημιά και την άγια σιωπή.
Ακόμη και το θρόισμα των δέντρων ακούγεται.
Τα τζιτζίκια, με τζιτζίκισμα αλλιώτικο πετροβολάνε τα αυτιά μας με αρμονικά ημιτόνια.
Τι χάσαμε;; Πως μας συνέβη;; Που πνίγηκε η αθωότητα μιας κοινωνίας ολόκληρης που εξορμούσε να δει τα ηλιοβασιλέματα και τις ανατολές στα πελάγη;;
Όταν ρωτάμε ανακαλώντας την ανάμνηση των «καλών και ωραίων εξοχών»,γινόμαστε τύποι αντιπαθητικοί.
Δεν με ενδιαφέρει. Αναζητώ την έξοδο στον εξώστη ανάσας, σα πυρωμένος και παθιασμένος σκαπανέας.Ποιός μπορεί να σταματήσει τον δρόμο και την φόρα ενός πυρπολημένου σκαπανέα;;
Αύγουστος στην πόλη μου.Να μιλήσω ευθέως. Εμένα η πόλη μου μου αρέσει και την αγαπώ.Ετσι όπως είναι. Σιχαίνομαι τα φτιασιδώματα με ψεύδη και μανία επίδειξης.
Μ αρέσει η Πατησίων. Λατρεύω την Κυψέλη. Τόσο που κινδυνεύω να παρασύρω κι άλλους σε μετοίκηση. Αλλά δεν θα το κάνω. Ο κάτοικος της πόλης μου βρίσκεται εδώ εγκατεστημένος με αιτία.. και αίσθημα βαρύ για το χρόνο που τυλίγει τον τόπο.
Άσκηση υπαρξιακή με ασκηταριό την πόλη.
Θαρρείς και βρίσκεσαι σ ένα καράβι που οι περισσότεροι αποβιβάστηκαν και η πλώρη ανασηκωμένη σε κάνει να δεις με άλλη ματιά την Κυψέλη.
Το ηλιακό μοιρογνωμόνιο σε φέρνει στον κυψελιώτη Μίλτο Σαχτούρη.
Ανεβαίνεις την Φωκίωνος και ακούγονται τα βήματα, τα θροίσματα, και το χασμουρητό μιας γάτας μπαιλντισμένης.
Στ αυτιά μου φτάνει ο Σαχτούρης:
«Ε…Μάρκο Πόλο μου φώναξε τότε ο Χριστός
άδεια η Φωκίωνος Νέγρη
μονάχα εμείς οι δυό είχαμε μείνει
και τα σκυλιά».
Οι ονειροπόλοι,κάτοικοι,με ορυμαγδό, σαν κυνηγημένοι φυγάδες κατέφυγαν σε πολυπληθείς και λιπόθυμες από την πολυκοσμία παραλίες.
Ασβεστωμένες πεζούλες, με συγχορδία τοπίου, στους τόπους μας κάποτε, στην σκιά μιας πυκνής συκιάς.Από κάτω οι στρατοί των αγγέλων ξεφλούδιζαν τον καρπό. Μπροστά το κύμα σιωπηλό. Λες και γύρευε ένα μελένιο από τη συκιά χάδι.
Σιωπή και ιεροτελεστία το δείλι.
Τι έγιναν αυτοί οι παραθεριστές –εραστές του κάλλους- και μύστες του κάθετου φωτός;;
Τι απέγινε η αμέριμνη περιήγηση στον τόπο μας;;
Ποιος την κυνήγησε, μεταμορφώνοντας την ήρεμη ωραιότητά της;;
Τα ερωτήματα αυτού του είδους μπορούν να ειπωθούν κυρίως εδώ.Στην καρδιά της πόλης.Ενώπιον ενός ακροατηρίου που έμεινε-ως επί το πλείστον- αφοσιωμένο στην παιδεία του και στα γράμματα που έμαθε και παρέμεινε ατάραχο στην βέβηλη παράκρουση του εύκολου και δίχως νομιμότητα πολλές φορές πλουτισμού.
Κρίσιμη και σημαντική διαφορά από την παράφωνη οχλαβοή για κατανάλωση και βρώση του παντός.
Οι παραθεριστές επέστρεψαν αλαφιασμένοι.
Στα μάτια τους νοτισμένα από την αλμύρα φάνηκαν αναδύθηκαν πελώριες χωματερές προσδοκιών και ονείρων.
Ληγμένα.
Το άθλιο εμπορικό αλισβερίσι τρώει τη σάρκα και την οσμή του τοπίου.
Ο ονειροπόλος ξωπετάχτηκε στο περιθώριο.
Στίφη άλαλων και κουφών με κρεμασμένα χιλιάδες καθρεφτάκια που ψεύδονται με αναίδεια, μπερδεύουν την ιερή ενσωμάτωση και μέθεξη του κάλλους με τον κωδικό της κάρτας τους .
Απόβραδο ενός Αυγούστου
Μ αρέσει η φεγγαράδα με τη σελήνη να γδύνεται στο μαύρο και να το βλέπεις μόνο εσύ
Να την τυλίγεις με ‘να μυστήριο και να συγκινείσαι μόνο εσύ και ο άλλος και οι χιλιάδες άλλοι, αλλά με σήματα μυστικά και χαμηλά σε συχνότητες, άλλων ήχων και πρωτόγνωρων αιθερικών παλμών μακριά από την βρώση των ατέλειωτων φλας.
Άλλο απόβραδο.
Την Μάρω που στράγγιζε το γάλα στην τσαντίλα, να χώσει σε ένα πλεγμένο από τον γερο Στάθη καλάθι, λίγο τυρί, μαζί με συκαλάκια , και παραδίπλα το ζυμωτό καρβέλι , έτσι για φυλακτό του Σεπτέμβρη.
Ληγμένο.
Οι επόμενες γενιές δεν θα νοιώθουν τι οι παλιότεροι λένε και σιγοψιθυρίζουν.
Πώς να αντιληφθούν την καλαθούνα δίχως σέλφι της Μάρως;;
Επεσα πάλι στη δίνη της μνήμης.
Εγώ όμως από την πτώση αναζητώ το αποτύπωμα της μνήμης για να σώσω την ανάμνηση.
Να έτσι όπως έκαναν και έπρατταν οι πατεράδες μας και οι μάνες μας στην καρδιά της πόλης .Της πόλης που προσδοκούσαν να πάρουν μορφή και σχήμα τα όνειρα τους.
Όπως έκαναν οι δάσκαλοι, αναφωνώντας:
«Ναι Η ύλη πολλές φορές πάσχει. Όμως θα σε μάθω να σιάζεις τα ιστία σου»
Αυτά όλα δεν είναι ληγμένα.
Νυν και αεί ο αεικίνητος χρόνος.
Σεπτέμβρης.
Ο ρυθμός επανήλθε.
Παρ΄όλη την λήξη πολλών, ο ρυθμός κτυπάει λιγότερο φάλτσα.
Απόβραδο στην πόλη μας.
Τα νέα δεν είναι νέα.Μάλλον ποτέ δεν ήταν καινούρια.
Τόσο πολύ που αρχίζω και σκέπτομαι ότι περνάμε όλα τα δεινά από τα νέα που πρέπει να είναι πάντα πολλά και θλιβερά.
Τα βραδάκια ακούω τα βήματα με σκοπό μελωδικό όλων όσων ονειρεύτηκαν την προκοπή και τον κάματο.
Ετσι τακτοποιούσαν στα σωστά του και τον θάνατο.
Σήμερα μια γατούλα ελάχιστη και ολοκαίνουρια τάβαλε με το πλυσταριό της ταράτσας .Ξιφουλκεί με το μεντεσέ,και χαλάει ο κόσμος στο μπαλκόνι.
Η γατούλα και τα βήματα και τα όνειρά μας παραμένουν άληκτα.Πάλι καλά.!
Ο Μίλτος Σαχτούρης καθοθηγεί
Ακουστε τον…….!
Ο ΕΛΕΓΚΤΗΣ
Ένας μπαξές γεμάτος αίμα
ειν’ ο ουρανός
και λίγο χιόνι
έσφιξα τα σκοινιά μου
πρέπει και πάλι να ελέγξω
τ’ αστέρια
εγώ
κληρονόμος πουλιών
πρέπει
έστω και με σπασμένα φτερά
να πετάω
ΚΥΨΕΛΗ
φωτό: Μπέττυ Γραμματικοπούλου
ΣΗΜ. Η Πατησίων ΖΕΙ σήμερα ονομάζεται Η Πόλη ΖΕΙ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου