Στη μνήμη του Χριστόφορου Μηλιώνη , που σα σήμερα "έφυγε'"
ένα μικρό απόσπασμα από το διήγημα του:ΛΕΥΚΟΣ ΑΓΓΕΛΟΣ
«Ὅλα τώρα τελείωσαν!», σκέφτηκα.
Ἔγινε βαθὺ σκοτάδι καὶ βαθειὰ σιωπή. Τόσο σκοτάδι καὶ τέτοια σιωπὴ ποὺ πρώτη φορὰ τὰ γνώριζα. Πόσο θὰ κρατοῦσε; Καὶ πῶς λογαριάζουν ἐδῶ τὸ χρόνο; Ἄρχισα νὰ μετρῶ μέσα μου, ὥσπου οἱ ἀριθμοὶ μὲ ἐγκατέλειψαν καὶ ἔμεινα μόνος ἐγὼ μὲς στὴ σιωπή.
Κάποια στιγμὴ ξεκίνησε ἕνας ἦχος μαλακός, γλυκὸς θὰ τὸν ἔλεγα, συνεχὴς καὶ κατευναστικός. Σιγὰ σιγὰ ἄρχισε νὰ διαγράφεται μπροστά μου τὸ σπίτι μου μὲ τὸ μπαλκόνι καὶ τὶς γλάστρες, ὁ κῆπος μὲ τὶς πασχαλιὲς καὶ τὰ λαχανικά, ἡ αὐλὴ μὲ τὴ φλαμουριά, οἱ ἀδερφές μου νὰ κεντᾶνε στὸν ἴσκιο της, ἡ γιαγιά μου νὰ λιάζεται κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι, ὁ πατέρας μου νὰ μπάζει τὰ κατσίκια στὸ ἀχούρι, μ΄ ἕνα ραβδὶ στὸ χέρι. Δὲν ἔβλεπα τὴ μάνα μου καὶ πῆρα τὸ δρομάκι ποὺ πήγαινε στοὺς κήπους. Ἀνέβηκα στοῦ «Μπέη τὸ λιθάρι» . Κάτω χαμηλὰ ἦταν τὸ ρέμα, καὶ ἴσως ὁ ἦχος ποὺ ὅλο καὶ δυνάμωνε νὰ ἦταν ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ κυλοῦσε ἀπὸ τοὺς καταρράχτες κατεβαίνοντας πρὸς τὸν Παλιόμυλο. Ἡ μάνα μου περνοῦσε μὲ τὸ γαϊδούρι μας φορτωμένο τὶς βαρέλες. Πήγαινε νὰ τὶς γεμίσει στὴ βρύση, καὶ τὸ τσίγκινο χωνὶ μὲ τὸν μαστραπὰ στὰ μεσοσάμαρα χτυποῦσε στὸ ρυθμὸ τοῦ βηματισμοῦ τοῦ ζώου.
Ἕνας κότσυφας τρόμαξε καὶ μ’ ἕνα μουσικὸ σφύριγμα πέταξε ἀπὸ τὴν ἀγριοκερασιὰ καὶ βούτηξε χαμηλά, ἐκεῖ ποὺ ἦταν οἱ κῆποι."
φωτογραφία : ΜΟΥΡΓΚΑΝΑ από Γιάννη Βέλλη
ph by John Vellis
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου