Δ Ε Λ Φ Ο Ι "Ο Ομφαλός της Γης" της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου
Μυθολογική και ιστορική αναδρομή
Οι Δελφοί, στη ΝΔ. πλευρά του Παρνασσού, υπήρξαν κατά την αρχαιότητα ένα σημαντικότατο πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο, σύμβολο της ενότητας του αρχαίου ελληνισμού επί πολλούς αιώνες, και απετέλεσαν την έδρα του περίφημου Μαντείου του Απόλλωνος.
Ο χώρος ονομαζόταν αρχικά Δελφύς – αρχαιοελληνική λέξη που σημαίνει «μήτρα, κοιλιά» – λόγω του σχήματός του ή επειδή εκεί λατρευόταν κατά τη μυκηναϊκή εποχή η μητέρα – θεά Γη. Επίσης, η ονομασία «Δελφοί» μάς παραπέμπει στον Δελφό, ο οποίος ήταν γιος ή του Ποσειδώνος ή του Απόλλωνος, και αδελφός του Παρνασσού. Ο μεν Δελφός είχε επινοήσει τη μαντική τέχνη με την εξέταση των σπλάχνων των θυσιαζομένων ζώων, ο δε Παρνασσός μάντευε από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά.
Στους Δελφούς, κατά τη Μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε από τα άκρα του σύμπαντος ο Δίας, τον ένα από την Ανατολή και τον άλλο από τη Δύση, για να βρεθεί το κέντρο του κόσμου. Η ιστορία των Δελφών χάνεται στα βάθη της προϊστορίας και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ υπήρχε αρχικά Ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, φύλακας του οποίου ήταν το τερατόμορφο φίδι Πύθων, γιος και προστάτης της θεάς Γης. Ο Απόλλων, γιος του Διός, έφυγε από τον Όλυμπο, με σκοπό να σκοτώσει τον Πύθωνα και να κατακτήσει αυτό το όμορφο και ιερό μέρος. Ο θεός αυτός του φωτός, της χάρης, της μουσικής και της καλλιτεχνίας, σφάζοντας τον Πύθωνα, πρόσφερε στους Έλληνες τον θρίαμβο της κατατρόπωσης του πρωτόγονου ενστίκτου, ωθώντας τους ταυτόχρονα στη δημιουργία καλλιτεχνημάτων σε όλους τους τομείς της μουσικής, της γλυπτικής και της συγγραφής. Μετά την σφαγή του Πύθωνος, ο Απόλλων αυτοεξορίστηκε, για να αυτοτιμωρηθεί και να εξαγνισθεί. Έπειτα επέστρεψε, μεταμορφωμένος σε δελφίνι και οδηγώντας ένα καράβι με Κρητικούς ναυτικούς, το οποίο έφθασε στην Κίρρα, επίνειο των Δελφών. Οι ναυτικοί έμειναν κι αυτοί στους Δελφούς, έχτισαν το Ιερό του Απόλλωνος και έγιναν ιερείς του. Ο Απόλλων στέφθηκε επισήμως άρχοντας και προστάτης των Δελφών, στο σημείο δε εκείνο, όπου έγινε η σφαγή του Πύθωνος, ο ύψιστος των θεών Δίας έριξε τον ιερό βράχο, μια τεράστια λευκή πέτρα σε σχήμα αυγού, κι έτσι οι Δελφοί έγιναν γνωστοί στα πέρατα του τότε κόσμου ως ο «ομφαλός της Γης».
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4.000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, ένα σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του Ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα μέχρι τον 8ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνος και άρχισε η ανάπτυξη του Ιερού και του Μαντείου.
Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ., οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η αδελφή του Απόλλωνος Άρτεμις, ο Ποσειδών, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία, η Ειλείθυια (θεά του τοκετού), οι Χάριτες και οι Μούσες, θεές της ποίησης και της μουσικής. Πατέρας των Μουσών ήταν ο Απόλλων. Έτσι, η λατρεία τους απέκτησε ιδιαίτερη αίγλη στους Δελφούς, που ήταν το σημαντικότερο κέντρο της απολλώνιας θρησκείας.
Με το Ιερό συνδέεται ο θεσμός της αμφικτιονίας, δηλαδή της ομοσπονδίας από δώδεκα φυλές της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, που αρχικά αποτελούσε θρησκευτική ένωση, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτική σημασία. Η δελφική αμφικτιονία είχε τον έλεγχο της περιουσίας και της λειτουργίας του Ιερού. Υπό την προστασία και τη διοίκησή της, τον 6ο αι. π.Χ., το ιερό εδραίωσε την αυτονομία του έναντι των διεκδικητών του (Α΄ Ιερός Πόλεμος), και αύξησε την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική επιρροή του.
Το γόητρο και η ισχύς των Δελφών προκάλεσαν τρεις ακόμη Ιερούς Πολέμους, στα μέσα του 5ου και στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.. Ένας τέταρτος Ιερός Πόλεμος ξέσπασε το 339 π.Χ., στον οποίο αναμείχθηκαν οι Λοκροί της Άμφισσας, και ο οποίος οδήγησε τελικά στη επέμβαση του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα.
Κατά τον 3ο αι. π.Χ., μία νέα πολιτική και στρατιωτική δύναμη εμφανίζεται στο προσκήνιο, οι Αιτωλοί, οι οποίοι εκφράζουν τη δυναμική παρουσία τους στο Ιερό με διάφορα αναθήματα (= αφιερώματα [από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ανατίθημι» = αφιερώνω]). Λίγα χρόνια μετά, η πόλη των Δελφών δέχτηκε μεγάλες καταστροφές από την επιδρομή των Γαλατών στον ελλαδικό χώρο.
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (μετά το 168 π.Χ.), οι Δελφοί άλλοτε ευνοήθηκαν και άλλοτε λεηλατήθηκαν από τους ρωμαίους αυτοκράτορες, όπως π.χ. από τον Σύλλα το 86 π.Χ..
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 7ου αι. μ.Χ., εποχή επέλασης των Σλάβων. Σταδιακά το αρχαίο Ιερό επιχωματώθηκε, ενώ πολύ αργότερα πάνω στα θαμμένα ερείπιά του εγκαταστάθηκε ένα ολόκληρο χωριό, το Καστρί.
Στη νεότερη εποχή, ο χώρος των Δελφών συνδέθηκε με τον μεγάλο μας ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος συνέλαβε την «Δελφική Ιδέα», δηλαδή τη δημιουργία ενός παγκόσμιου πνευματικού πυρήνα, ικανού να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική βοήθεια της πρώτης συζύγου του Εύας Πάλμερ, έδωσε πλήθος διαλέξεων και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς, με τις παραστάσεις των τραγωδιών του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης», το 1927, και «Ικέτιδες», το 1930. Η «Δελφική Ιδέα» περιελάμβανε, επίσης, την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών, και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο». Το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Σικελιανό αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Ο Άγγελος Σικελιανός, που πέθανε στην Αθήνα, το 1951, ενταφιάστηκε – όπως επιθυμούσε – στους Δελφούς, στο μέρος που λάτρεψε, εκεί που θέλησε, όσο κανένας άλλος, να δημιουργήσει έναν νέο πνευματικό «ομφαλό της Γης»…
Σήμερα οι Δελφοί είναι μία περιοχή με έντονη τουριστική κίνηση και έχει χαρακτηρισθεί ως τόπος παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Εκτός του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου, υπάρχει το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο και, στην ευρύτερη περιοχή, μία σειρά Ιερών Μονών θρησκευτικού ενδιαφέροντος…
2. Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών, σε μια θέση που μόνον οι θεοί μπορούσαν να διανοηθούν και να δημιουργήσουν, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαία κληροδοτήματα της πατρίδας μας. Το μέγεθος της συμβολής των Δελφών στην εξέλιξη του αρχαίου πολιτισμού είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο πρώτος που διέταξε την εκτέλεση των πρώτων ανασκαφών στους Δελφούς. Η έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς. Το 1891 οι Γάλλοι πήραν από την ελληνική κυβέρνηση έγκριση για διεξαγωγή συστηματικών ερευνών, και τότε άρχισε η λεγόμενη «Μεγάλη Ανασκαφή». Κατά τη διάρκειά της ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και 3.000 περίπου επιγραφές, οι οποίες αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές του αρχαίου δημόσιου βίου. Σήμερα, οι εργασίες στο χώρο των Δελφών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα.
Το Ιερό του Απόλλωνος με τους Θησαυρούς, δηλαδή τα κτήρια στα οποία οι αρχαίες πόλεις – κράτη διατηρούσαν τα αφιερώματά τους και τα λατρευτικά αγγεία τους, οι Ναοί και ο Περίβολος βρίσκονται στη νότια όψη του Παρνασσού, στα δεξιά μας καθώς ερχόμαστε από την Αράχωβα. Στο κέντρο του Ιερού βρίσκεται ο επιβλητικός Δωρικός Ναός του Απόλλωνος, ο οποίος χτίστηκε κατά την Αρχαϊκή Περίοδο, σε ένα από τα ελάχιστα επίπεδα σημεία του χώρου. Στην είσοδο του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού είχαν σκαλιστεί διάφορα σοφά γνωμικά, όπως τα γνωστά σε όλους μας «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν άγαν».
Η Ιερά Οδός που οδηγεί στον Ναό έχει, και στις δύο πλευρές της, τα κτήρια των Θησαυρών, διάφορα μνημεία και αναθήματα. Βορειοδυτικά του Ναού βρίσκεται το Θέατρο, με 5.000 θέσεις, όπου τελούνταν οι Δελφικές Εορτές, οι οποίες είχαν ως κεντρικό θέμα την αναπαράσταση της νίκης του Απόλλωνος επί του τερατόμορφου φιδιού, του Πύθωνος. Γι’ αυτό και οι σχετικοί αγώνες ονομάστηκαν Πύθια. Τα Πύθια διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια, ήταν η δεύτερη σε σημασία μεγάλη θρησκευτική γιορτή των αρχαίων Ελλήνων μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και περιελάμβαναν αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς Αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνος.
Λίγο πιο δυτικά, και ψηλότερα από το Θέατρο, βρίσκεται το Στάδιο, όπου οι 7.000 περίπου θεατές παρακολουθούσαν τους αθλητές να αγωνίζονται σε διάφορα αθλήματα, καθώς και αρματοδρομίες.
Δεξιά της εισόδου του Ιερού βρίσκεται η Κασταλία Πηγή, στην οποία πλενόταν η Πυθία πριν καθίσει στη θέση απ’ όπου θα προφήτευε. Στην ίδια αυτή πηγή έπρεπε να καθαρθούν και οι ιερείς, που ερμήνευαν τους δυσνόητους χρησμούς, αλλά και οι «θεοπρόποι», αυτοί δηλαδή που ζητούσαν τους χρησμούς. Η Κασταλία ήταν μια νεαρή κοπέλα από τους Δελφούς, η οποία προτιμώντας τον θάνατο από τον έρωτα του Απόλλωνος γκρεμίστηκε στην πηγή αυτή που τελικά πήρε το όνομά της. Την άνοιξη τα νερά της πηγής ξεχείλιζαν, όταν έλιωναν τα χιόνια του Παρνασσού…
Αριστερά, κάτω από τον δρόμο, βρίσκεται το Ιερό της Προναίας Αθηνάς. Πολλά ευρήματα συνηγορούν στο ότι το συγκεκριμένο Ιερό ήταν ήδη από την Μυκηναϊκή Εποχή αφιερωμένο σε μια γυναικεία θεότητα.
Η Θόλος, ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα αρχιτεκτονήματα της αρχαιότητας, βρίσκεται δίπλα στον προαναφερθέντα Ναό, όμως μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τη χρήση του.
Το Μαντείο των Δελφών
Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο ιδιαίτερα υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πιο ξακουστό Μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας, το Μαντείο των Δελφών, το οποίο άκμασε από τον 6ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.. Ο χώρος του Μαντείου είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικός, και από την πρώτη κιόλας ματιά καταλαβαίνει ο κάθε επισκέπτης για ποιο λόγο αυτός εδώ ο χώρος ήταν και θα είναι ο «ομφαλός της Γης».
Πυθία ονομαζόταν η εκάστοτε Πρωθιέρεια (πρώτη ιέρεια) του Απόλλωνος στο μαντείο των Δελφών, μέσω της οποίας ο θεός έδινε τους χρησμούς του. Το όνομα Πυθία μάς παραπέμπει στη λέξη Πυθώ, αρχαία ονομασία της πόλης των Δελφών και της τοποθεσίας της. Επίσης, οι αρχαίοι συνέδεαν το όνομα Πυθία με το ρήμα πυνθάνομαι (= ζητώ να μάθω κάτι, πληροφορούμαι), αλλά και με το ρήμα πύθομαι (= σαπίζω), επειδή εκεί αποσυντέθηκε ο Πύθων που φόνευσε ο Απόλλων.
Πριν από κάθε χρησμοδότηση, η Πυθία πλενόταν, έπινε νερό από την Κασταλία πηγή, μασούσε φύλλα δάφνης και ανέβαινε σε έναν τρίποδα, από τη βάση του οποίου έβγαιναν αναθυμιάσεις από την καύση διαφόρων βοτάνων εμπλουτισμένων με υψηλές ποσότητες μεθανίου. Η Πυθία, ερχόμενη σε έκσταση και βγάζοντας ασυνάρτητες κραυγές και λόγους, μετέφερε τη χρησμοδότηση του θεού Απόλλωνος προς τον ενδιαφερόμενο, με τρόπο συνήθως λακωνικό, δυσνόητο και αινιγματικό. Οι ιερείς του Μαντείου μετέτρεπαν τα άναρθρα αυτά λόγια σε έμμετρους χρησμούς, με διφορούμενη σημασία. Ο χρησμός π.χ. για τα ξύλινα τείχη, που θα έσωζαν την Αθήνα από τον Ξέρξη, από άλλους ερμηνεύτηκε ως καταφυγή στην Ακρόπολη, και από άλλους ως ναυμαχία , επειδή τα καράβια ήταν ξύλινα. Συνήθως η Πυθία εκλεγόταν από τις ευγενικής καταγωγής παρθένες των Δελφών. Έπρεπε να είναι αγνή και να διατηρήσει την παρθενία της. Αργότερα, όμως, αποφασίστηκε να είναι ηλικίας άνω των 50 χρόνων, επειδή κάποτε είχε απαχθεί μια νεαρή ιέρεια. Στα παλαιότερα χρόνια η Πυθία έδινε μόνον έναν χρησμό, κάθε Φεβρουάριο. Πρώτη Πυθία του Μαντείου των Δελφών, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν η Φημονόη.
Οι χρησμοί του Μαντείου των Δελφών θεωρούνταν ως οι πιο αξιόπιστοι. Πόλεις, ηγεμόνες και απλοί άνθρωποι έσπευδαν να συμβουλευθούν τον θεό κι έπειτα εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με λαμπρά αφιερώματα, που σταδιακά κατέκλυσαν το Ιερό. Η φήμη του Μαντείου έφθασε στα πέρατα του κόσμου, η δε έναρξη της λειτουργίας του χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας και του μύθου. Πιστεύεται ότι το Δελφικό Μαντείο διατύπωσε καθοριστικές προβλέψεις σχετικά με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ επιβεβαιωμένος θεωρείται ο σπουδαίος ρόλος του στην ίδρυση των ελληνικών αποικιών.
Ο μεγάλος φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) υποστήριξε ότι το Μαντείο των Δελφών ούτε απέκρυπτε ούτε απεκάλυπτε την αλήθεια, παρά μόνο την υπαινισσόταν. Για παράδειγμα, όταν ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας ρώτησε το Μαντείο αν ήταν σωστό να επιτεθεί στην Ελλάδα, η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Αν επιτεθείς, θα καταστρέψεις ένα μεγάλο Βασίλειο». Ο Κροίσος επιτέθηκε, πιστεύοντας ότι το μεγάλο Βασίλειο που επρόκειτο να καταστραφεί θα ήταν η Ελλάδα. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν ήταν το αναμενόμενο. Η στρατιά του Κροίσου ηττήθηκε, και το μεγάλο βασίλειο που καταστράφηκε ήταν το δικό του. Σημειωτέον ότι έκτοτε ο Κροίσος δεν έπαψε να υποστηρίζει την σοφία και τη διορατικότητα του Δελφικού Μαντείου.
Η παρακμή του Μαντείου επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του «Ορθολογισμού», τον 3ο αι. π.Χ., ωστόσο, το τυπικό στη λειτουργία του έμεινε αναλλοίωτο έως τον 2ο αι. μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε επισκέφθηκε το Μαντείο ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτηρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Ο τελευταίος χρησμός που δόθηκε ήταν το 362 μ.Χ. στον Ορειβάσιο, γιατρό του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την ανύψωση του Μαντείου, μια προσπάθεια όμως που ο ίδιος ο θεός Απόλλων θεωρούσε πια περιττή: «Πήγαινε και πες στον βασιλιά ότι το καλά σφυρήλατο δωμάτιο έχει γεμίσει σκόνη. Ο Φοίβος Απόλλων δεν έχει πια οίκο ή δάφνη ή γάργαρη πηγή. Ακόμη και η πηγή των αερίων έχει στερέψει και δεν υπάρχει πια»…
Το 395 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του Μαντείου, με διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Έκτοτε, επί 100 και πλέον χρόνια οι Δελφοί εγκαταλείφθηκαν τελείως. Η ανθρώπινη βαρβαρότητα και η ισοπέδωση της φύσης ερήμωσαν τον ιερό αυτό χώρο, τον οποίο το έτος 500 μ.Χ. άρχισαν να κατοικούν μόνιμα Χριστιανοί, που γύρω στο 600 μ.Χ. σχημάτισαν την λεγόμενη από τις μεσαιωνικές πηγές Πόλη… Η πόλη αυτή δεν υπήρξε αξιόλογη στους αιώνες που ακολούθησαν. Το μόνο που αναφέρεται είναι το όνομα Καστρί, ονομασία του τελευταίου χωριού που υπήρχε εκεί…
Το Μουσείο των Δελφών
Το Μουσείο των Δελφών βρίσκεται δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο του ναού και είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Στους χώρους του εκτίθενται σημαντικά αγάλματα και αντικείμενα τέχνης καθώς και ευρήματα αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Το κτήριο που στεγάζει το Μουσείο των Δελφών είναι κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, με λιτή γραμμή, σε πλήρη αρμονία με τον αρχαιολογικό χώρο και το φυσικό τοπίο των Δελφών.
Καθώς πλησιάζει κανείς στο Μουσείο, ερχόμενος από τον αρχαιολογικό χώρο, συναντά διάφορα ευρήματα και παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου υπάρχει ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό μωσαϊκό δάπεδο, της παλαιοχριστιανικής περιόδου, που σώζεται σχεδόν αυτούσιο.
Μπαίνοντας στο Μουσείο, στον πρώτο χώρο, βλέπουμε τον Τρίποδα των Δελφών, έναν χαρακτηριστικό τύπο του καθίσματος όπου καθόταν η ιέρεια Πυθία. Επίσης, στον πρώτο αυτό χώρο, υπάρχουν διάφορα αναθήματα και μία ασπίδα μεγέθους πραγματικά εντυπωσιακού από την Κύπρο, αφιέρωμα στον Απόλλωνα.
Ακολουθώντας τη διαδρομή των εκθεμάτων, μπορεί κανείς να δει διάφορα ευρήματα, όπως περικεφαλαίες, κοσμήματα και είδη καθημερινής χρήσης. Στον ευρύτερο χώρο του Μουσείου βρίσκονται εντυπωσιακά αγάλματα και απόψεις από τα αετώματα του Ναού και των Θησαυρών. Ανάμεσα σε όλα αυτά δεσπόζει η Σφίγγα της Νάξου, αφιέρωμα των Ναξίων, η οποία – αγέρωχη και επιβλητική – στέκει σαν φύλακας του μουσειακού χώρου. Επίσης, υπάρχουν τμήματα από τα αετώματα του Θησαυρού των Σιφνίων, στα οποία απεικονίζονται σκηνές από τη μάχη των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες.
Ακολουθώντας τη διαδρομή αυτού του μουσειακού χώρου, ο επισκέπτης θαυμάζει διάφορα ειδώλια και κοσμήματα, μέχρι να φθάσει στην αίθουσα όπου εκτίθενται οι περίφημοι δίδυμοι Κούροι του Άργους, φιλοτεχνημένοι από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη (6ος αι. π.Χ.). Τα αγάλματα αυτά βρέθηκαν σε αρίστη κατάσταση, και κατά την επικρατέστερη άποψη απεικονίζουν τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, δυο νεαρά αδέλφια από το Άργος, τα οποία, επειδή η μητέρα τους Κυδίππη – ιέρεια της Ήρας – είχε καθυστερήσει να πάει στον ναό της θεάς, σήκωσαν την άμαξα με τα ίδια τους τα χέρια και την μετέφεραν μέχρι τον ναό, διανύοντας απόσταση 8 χλμ. Η Κυδίππη προσευχήθηκε στην Ήρα να τους χαρίσει ό,τι είναι πολυτιμότερο στον άνθρωπο. Κουρασμένοι οι δύο νέοι αποκοιμήθηκαν στον περίβολο του ναού, αλλά δεν ξύπνησαν ποτέ. Η ηρωική τους πράξη, η αγάπη προς τη μητέρα τους και η ευσέβειά τους προς τη θεά Ήρα τούς εξασφάλισαν τη δόξα, την τιμή και σίγουρα την αθανασία. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να προσθέσω ότι ο «Πατέρας της Ιστορίας», ο Ηρόδοτος, αναφέρεται στους δύο αυτούς νέους από το Άργος στο Α΄ Βιβλίο των «Ιστοριών» του (κεφ. 29 – 33), όταν κάνει λόγο για τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Αθηναίο Σόλωνα και τον Λυδό Κροίσο, με αφορμή την ερώτηση του Λυδού βασιλιά προς τον Έλληνα σοφό, σχετικά με το ποιον θεωρεί ως τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο πάνω στη γη. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι δίδυμοι αυτοί Κούροι απεικονίζουν τους Διόσκουρους, που λατρεύονταν από τους Πελοποννησίους.
Διερχόμενοι από την αίθουσα αυτή, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν άλλα εντυπωσιακά αγάλματα και μαρμάρινα μνημεία. Εδώ υπάρχουν μετώπες και αετώματα ναών που αναπαριστάνουν σκηνές από την Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία. Οι λεπτομέρειες των απεικονίσεων είναι πράγματι εντυπωσιακές και αποδεικνύουν περίτρανα την ανωτερότητα των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Σε μία μεγαλύτερη αίθουσα οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται από αγάλματα παρατεταγμένα στον τοίχο, πολλά από τα οποία διατηρούνται σε αρίστη κατάσταση. Εδώ βρίσκεται και ο περίφημος ομφαλός, ο μεγάλος πέτρινος βράχος – τάφος του Πύθωνος, που υποδήλωνε τη θέση του κέντρου της Γης, καθώς εδώ συναντήθηκαν οι δύο αετοί που είχε στείλει ο Δίας από τα πέρατα του κόσμου. Αυτή είναι η τελευταία κύρια αίθουσα του Μουσείου, γεμάτη από τεραστίων διαστάσεων αγάλματα και εκθέματα. Καθώς οι έκπληκτοι επισκέπτες βρίσκονται περιτριγυρισμένοι απ’ αυτά τα γιγάντια αγάλματα, δεν μπορεί παρά να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους χιλιάδες χρόνια πίσω, τότε που ο Ναός ακέραιος μεσουρανούσε στον ελλαδικό χώρο και οι Δελφοί αποτελούσαν το κεντρικό και ιερότερο σημείο της Γης…
Τέλος, φθάνουμε στην αίθουσα η οποία έχει διαμορφωθεί, για να φιλοξενεί για πάντα το πασίγνωστο άγαλμα του Ηνιόχου – και μάλιστα μόνο αυτό – . Το χάλκινο αυτό άγαλμα βρέθηκε στους Δελφούς, και αρχικά αποτελούσε μέρος ενός μεγαλυτέρου συμπλέγματος, που απεικόνιζε άρμα με τέσσερα άλογα, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά κομμάτια. Το ύψος του αγάλματος αυτού, που αποτελείται από 6 μέρη, είναι 1,80μ. Ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα από τον τύραννο της Γέλας Πολύζηλο, το 478 π.Χ., μετά τη νίκη του στις αρματοδρομίες των Πυθίων Αγώνων. Η λεπτομερής αναπαράσταση του προσώπου και της κίνησης του σώματος είναι εντυπωσιακή. Τα μάτια του Ηνιόχου, φιλοτεχνημένα από όνυχα, αναμφίβολα μαγνητίζουν το βλέμμα του επισκέπτη και του δίνουν την εντύπωση ότι ο Ηνίοχος παρακολουθεί αδιάκοπα την κάθε κίνηση μέσα σ’ αυτό τον υποβλητικό χώρο. Η απόδοση της έκφρασης του προσώπου υποδηλώνει αναμφισβήτητα την διατήρηση της αυτοκυριαρχίας του Ηνιόχου, καθώς βρισκόταν επάνω στο άρμα…
Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενό μου, νοιώθω ανυπόταχτη την ανάγκη να παραθέσω ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα του Μεγάλου Μας Νικηφόρου Βρεττάκου, με τίτλο «Επιστροφή από τους Δελφούς», ένα κυριολεκτικά «συγκλονιστικό» ποίημα, που αναμφίβολα μεταφέρει τον αναγνώστη, μ’ έναν τρόπο μαγικό, στον Ιερό και Αθάνατο χώρο των Δελφών…
Δίπλα μας, πάνω στο άρμα του, ταξίδευε ο Ηνίοχος.
Ακολουθούσαν πίσω μας οι Φαιδριάδες.
Αντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μες στη νύχτα,
μια νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες νύχτες
του κόσμου· τόσο που, μπρος της, παραμερίσαν
ακόμα κι οι βασιλικές νύχτες των παιδικών μου χρόνων.
Ήτανε τόσο διάφεγγα όλα και ξεχωρίζαν
τα βουνά τόσο φωτεινά, που έμοιαζε σάμπως κάποιος
συμπαντικός λαμπαδηφόρος, του Πυθίου Απόλλωνος
αποσταλμένος, τρέχοντας στα ύψη, να μας συνόδευε
φωτίζοντας μ’ έναν πυρσό πάνω μας τον ορίζοντα.
Πάνω απ’ τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο, παιχνιδίζοντας,
έτρεχε ανάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού,
σαν αλαφάκι, ώσπου έδυσε τέλος κι ο κόσμος άλλαξε
σάμπως να γύρισε ο Θεός σελίδα. Σάμπως να ’γινε
πάνω μας μια παράξενη άνοιξη, ο ουρανός
έμοιαζε με κλαδί ανθισμένο. Όρθιος ο Ηνίοχος
στο πλάι μας πάντα, λάσκαρε κάθε τόσο τα γκέμια,
κοίταζε πάνω του το σύμπαν και χαμογελούσε.
Βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
Δεν ξέραμε αν ήτανε νύχτα στη γη ή μέρα,
κάπου, σε κάποιον κόσμον άλλο. Και δεν ξέραμε
τι είχε συμβεί πάνω στη γη. Νιώθαμε την ψυχή μας
θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οι καρδιές μας
χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες. Θα τελειώσει;
Μέσα μας ζούσαμε ένα φόβο. Τούτο τα ταξίδι
μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει;
Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται
και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μιαν αδιάκοπη
άμπωτη, σα να μη χωράει; Τα πάντα έλαμπαν σάμπως
και βάδιζαν σιγά – σιγά, βαστάζοντας αστέρια
και λουλούδια στα χέρια τους.
(Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είν’ έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή).
Ας μην τελειώσει!
Χωρίς κουβέντα, χωρίς ψίθυρο, σα να ’χαν
οι λέξεις όλες ειπωθεί, σα να μην έκανε,
σα να μην ξέραμε καμιά γλώσσα, όπως τ’ αστέρια
και τα έλατα του Παρνασσού, σιωπούσαμε. Ένα δάκρυ
είναι μια γλώσσα που μιλεί μ’ αναρίθμητες λέξεις,
κάτω απ’ την αγιοσύνη του στερεώματος,
όταν γυρνάς απ’ τους Δελφούς, με μόλις
συγκρατημένους τους λυγμούς. Νομίζαμε
πως κάτι ακούονταν απαλά, σάμπως πάνω απ’ τ’ αστέρι της
να ’παιζεν η Σαπφώ τη λύρα της∙ ενώ, όλα σιωπούσανε
κ’ εμείς, και τ’ άστρα, κ’ οι ποιητές των αιώνων, και τ’ αγέρι
το κοιμισμένο στις ελιές πάνω και δεν ακούγονταν
παρά μόνον οι αντίλαλοι των Φαιδριάδων,
που βούιζαν κι αντιβούιζαν μέσα σε όλη τη νύχτα,
τη νύχτα αυτή την πιο όμορφη της ζωής μας που ποτέ
δεν θα ξανάρθει, αντίλαλοι που έμοιαζαν σάμπως κάποιος
πρωτάγγελος μες στη σιωπή, όρθιος, να επαναλάβαινε:
«Ω, μα τον Δία! Τι χρειάζονται οι λέξεις στην αγάπη;»
Πέφταν σαν κρίνα οι διάττοντες, οι αντίλαλοι σαλεύαν
τις γιασεμιές των ουρανών. Δεν είχε μείνει πόρτα
κλειστή. Λουλούδι ανάνθιστο. Άστρο σβυστό. Χαμήλωνε
ντυμένη όλες τις χάρες της η παντοδυναμία!
Και καθώς ταξιδεύαμε, νιώθαμε ως να μην ήταν
δρόμος κάτω απ’ τα πόδια μας και γης. Σα να μας πήγαινε
λικνίζοντάς μας πάνω του ένα τρελό ποτάμι!
Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!
Οι Δελφοί, στη ΝΔ. πλευρά του Παρνασσού, υπήρξαν κατά την αρχαιότητα ένα σημαντικότατο πολιτικό, πολιτιστικό και θρησκευτικό κέντρο, σύμβολο της ενότητας του αρχαίου ελληνισμού επί πολλούς αιώνες, και απετέλεσαν την έδρα του περίφημου Μαντείου του Απόλλωνος.
Ο χώρος ονομαζόταν αρχικά Δελφύς – αρχαιοελληνική λέξη που σημαίνει «μήτρα, κοιλιά» – λόγω του σχήματός του ή επειδή εκεί λατρευόταν κατά τη μυκηναϊκή εποχή η μητέρα – θεά Γη. Επίσης, η ονομασία «Δελφοί» μάς παραπέμπει στον Δελφό, ο οποίος ήταν γιος ή του Ποσειδώνος ή του Απόλλωνος, και αδελφός του Παρνασσού. Ο μεν Δελφός είχε επινοήσει τη μαντική τέχνη με την εξέταση των σπλάχνων των θυσιαζομένων ζώων, ο δε Παρνασσός μάντευε από τον τρόπο που πετούσαν τα πουλιά.
Στους Δελφούς, κατά τη Μυθολογία, συναντήθηκαν οι δύο αετοί που έστειλε από τα άκρα του σύμπαντος ο Δίας, τον ένα από την Ανατολή και τον άλλο από τη Δύση, για να βρεθεί το κέντρο του κόσμου. Η ιστορία των Δελφών χάνεται στα βάθη της προϊστορίας και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων.
Σύμφωνα με την παράδοση, εδώ υπήρχε αρχικά Ιερό αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γης, φύλακας του οποίου ήταν το τερατόμορφο φίδι Πύθων, γιος και προστάτης της θεάς Γης. Ο Απόλλων, γιος του Διός, έφυγε από τον Όλυμπο, με σκοπό να σκοτώσει τον Πύθωνα και να κατακτήσει αυτό το όμορφο και ιερό μέρος. Ο θεός αυτός του φωτός, της χάρης, της μουσικής και της καλλιτεχνίας, σφάζοντας τον Πύθωνα, πρόσφερε στους Έλληνες τον θρίαμβο της κατατρόπωσης του πρωτόγονου ενστίκτου, ωθώντας τους ταυτόχρονα στη δημιουργία καλλιτεχνημάτων σε όλους τους τομείς της μουσικής, της γλυπτικής και της συγγραφής. Μετά την σφαγή του Πύθωνος, ο Απόλλων αυτοεξορίστηκε, για να αυτοτιμωρηθεί και να εξαγνισθεί. Έπειτα επέστρεψε, μεταμορφωμένος σε δελφίνι και οδηγώντας ένα καράβι με Κρητικούς ναυτικούς, το οποίο έφθασε στην Κίρρα, επίνειο των Δελφών. Οι ναυτικοί έμειναν κι αυτοί στους Δελφούς, έχτισαν το Ιερό του Απόλλωνος και έγιναν ιερείς του. Ο Απόλλων στέφθηκε επισήμως άρχοντας και προστάτης των Δελφών, στο σημείο δε εκείνο, όπου έγινε η σφαγή του Πύθωνος, ο ύψιστος των θεών Δίας έριξε τον ιερό βράχο, μια τεράστια λευκή πέτρα σε σχήμα αυγού, κι έτσι οι Δελφοί έγιναν γνωστοί στα πέρατα του τότε κόσμου ως ο «ομφαλός της Γης».
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4.000 π.Χ.) και προέρχονται από το Κωρύκειο Άντρο, ένα σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Εντός των ορίων του Ιερού βρέθηκαν κατάλοιπα μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Τα ίχνη κατοίκησης είναι ελάχιστα μέχρι τον 8ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία επικράτησε οριστικά η λατρεία του Απόλλωνος και άρχισε η ανάπτυξη του Ιερού και του Μαντείου.
Προς το τέλος του 7ου αι. π.Χ., οικοδομήθηκαν οι πρώτοι λίθινοι ναοί, αφιερωμένοι ο ένας στον Απόλλωνα και ο άλλος στην Αθηνά, που επίσης λατρευόταν επίσημα και είχε δικό της τέμενος. Σύμφωνα με φιλολογικές μαρτυρίες και αρχαιολογικά ευρήματα, στους Δελφούς λατρεύονταν, ακόμη, η αδελφή του Απόλλωνος Άρτεμις, ο Ποσειδών, ο Διόνυσος, ο Ερμής, ο Ζευς Πολιεύς, η Υγεία, η Ειλείθυια (θεά του τοκετού), οι Χάριτες και οι Μούσες, θεές της ποίησης και της μουσικής. Πατέρας των Μουσών ήταν ο Απόλλων. Έτσι, η λατρεία τους απέκτησε ιδιαίτερη αίγλη στους Δελφούς, που ήταν το σημαντικότερο κέντρο της απολλώνιας θρησκείας.
Με το Ιερό συνδέεται ο θεσμός της αμφικτιονίας, δηλαδή της ομοσπονδίας από δώδεκα φυλές της Θεσσαλίας και της Στερεάς Ελλάδας, που αρχικά αποτελούσε θρησκευτική ένωση, ενώ αργότερα απέκτησε και πολιτική σημασία. Η δελφική αμφικτιονία είχε τον έλεγχο της περιουσίας και της λειτουργίας του Ιερού. Υπό την προστασία και τη διοίκησή της, τον 6ο αι. π.Χ., το ιερό εδραίωσε την αυτονομία του έναντι των διεκδικητών του (Α΄ Ιερός Πόλεμος), και αύξησε την πανελλήνια θρησκευτική και πολιτική επιρροή του.
Το γόητρο και η ισχύς των Δελφών προκάλεσαν τρεις ακόμη Ιερούς Πολέμους, στα μέσα του 5ου και στα μέσα του 4ου αι. π.Χ.. Ένας τέταρτος Ιερός Πόλεμος ξέσπασε το 339 π.Χ., στον οποίο αναμείχθηκαν οι Λοκροί της Άμφισσας, και ο οποίος οδήγησε τελικά στη επέμβαση του Φιλίππου στη νότια Ελλάδα.
Κατά τον 3ο αι. π.Χ., μία νέα πολιτική και στρατιωτική δύναμη εμφανίζεται στο προσκήνιο, οι Αιτωλοί, οι οποίοι εκφράζουν τη δυναμική παρουσία τους στο Ιερό με διάφορα αναθήματα (= αφιερώματα [από το αρχαιοελληνικό ρήμα «ανατίθημι» = αφιερώνω]). Λίγα χρόνια μετά, η πόλη των Δελφών δέχτηκε μεγάλες καταστροφές από την επιδρομή των Γαλατών στον ελλαδικό χώρο.
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής κυριαρχίας (μετά το 168 π.Χ.), οι Δελφοί άλλοτε ευνοήθηκαν και άλλοτε λεηλατήθηκαν από τους ρωμαίους αυτοκράτορες, όπως π.χ. από τον Σύλλα το 86 π.Χ..
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 7ου αι. μ.Χ., εποχή επέλασης των Σλάβων. Σταδιακά το αρχαίο Ιερό επιχωματώθηκε, ενώ πολύ αργότερα πάνω στα θαμμένα ερείπιά του εγκαταστάθηκε ένα ολόκληρο χωριό, το Καστρί.
Στη νεότερη εποχή, ο χώρος των Δελφών συνδέθηκε με τον μεγάλο μας ποιητή Άγγελο Σικελιανό, ο οποίος συνέλαβε την «Δελφική Ιδέα», δηλαδή τη δημιουργία ενός παγκόσμιου πνευματικού πυρήνα, ικανού να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών. Για τον σκοπό αυτό ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και την οικονομική βοήθεια της πρώτης συζύγου του Εύας Πάλμερ, έδωσε πλήθος διαλέξεων και δημοσίευσε μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργάνωσε τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς, με τις παραστάσεις των τραγωδιών του Αισχύλου «Προμηθεύς Δεσμώτης», το 1927, και «Ικέτιδες», το 1930. Η «Δελφική Ιδέα» περιελάμβανε, επίσης, την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών, και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο». Το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Σικελιανό αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Ο Άγγελος Σικελιανός, που πέθανε στην Αθήνα, το 1951, ενταφιάστηκε – όπως επιθυμούσε – στους Δελφούς, στο μέρος που λάτρεψε, εκεί που θέλησε, όσο κανένας άλλος, να δημιουργήσει έναν νέο πνευματικό «ομφαλό της Γης»…
Σήμερα οι Δελφοί είναι μία περιοχή με έντονη τουριστική κίνηση και έχει χαρακτηρισθεί ως τόπος παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO. Εκτός του αρχαιολογικού χώρου και του Μουσείου, υπάρχει το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο και, στην ευρύτερη περιοχή, μία σειρά Ιερών Μονών θρησκευτικού ενδιαφέροντος…
2. Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών
Ο αρχαιολογικός χώρος των Δελφών, σε μια θέση που μόνον οι θεοί μπορούσαν να διανοηθούν και να δημιουργήσουν, αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αρχαία κληροδοτήματα της πατρίδας μας. Το μέγεθος της συμβολής των Δελφών στην εξέλιξη του αρχαίου πολιτισμού είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστο.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν ο πρώτος που διέταξε την εκτέλεση των πρώτων ανασκαφών στους Δελφούς. Η έρευνα στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς. Το 1891 οι Γάλλοι πήραν από την ελληνική κυβέρνηση έγκριση για διεξαγωγή συστηματικών ερευνών, και τότε άρχισε η λεγόμενη «Μεγάλη Ανασκαφή». Κατά τη διάρκειά της ήλθαν στο φως εντυπωσιακά ευρήματα, ανάμεσα στα οποία και 3.000 περίπου επιγραφές, οι οποίες αποκαλύπτουν διάφορες πτυχές του αρχαίου δημόσιου βίου. Σήμερα, οι εργασίες στο χώρο των Δελφών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα.
Το Ιερό του Απόλλωνος με τους Θησαυρούς, δηλαδή τα κτήρια στα οποία οι αρχαίες πόλεις – κράτη διατηρούσαν τα αφιερώματά τους και τα λατρευτικά αγγεία τους, οι Ναοί και ο Περίβολος βρίσκονται στη νότια όψη του Παρνασσού, στα δεξιά μας καθώς ερχόμαστε από την Αράχωβα. Στο κέντρο του Ιερού βρίσκεται ο επιβλητικός Δωρικός Ναός του Απόλλωνος, ο οποίος χτίστηκε κατά την Αρχαϊκή Περίοδο, σε ένα από τα ελάχιστα επίπεδα σημεία του χώρου. Στην είσοδο του μεγαλοπρεπούς αυτού ναού είχαν σκαλιστεί διάφορα σοφά γνωμικά, όπως τα γνωστά σε όλους μας «Γνώθι σαυτόν» και «Μηδέν άγαν».
Η Ιερά Οδός που οδηγεί στον Ναό έχει, και στις δύο πλευρές της, τα κτήρια των Θησαυρών, διάφορα μνημεία και αναθήματα. Βορειοδυτικά του Ναού βρίσκεται το Θέατρο, με 5.000 θέσεις, όπου τελούνταν οι Δελφικές Εορτές, οι οποίες είχαν ως κεντρικό θέμα την αναπαράσταση της νίκης του Απόλλωνος επί του τερατόμορφου φιδιού, του Πύθωνος. Γι’ αυτό και οι σχετικοί αγώνες ονομάστηκαν Πύθια. Τα Πύθια διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια, ήταν η δεύτερη σε σημασία μεγάλη θρησκευτική γιορτή των αρχαίων Ελλήνων μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, και περιελάμβαναν αθλητικούς, μουσικούς και ποιητικούς Αγώνες προς τιμήν του Απόλλωνος.
Λίγο πιο δυτικά, και ψηλότερα από το Θέατρο, βρίσκεται το Στάδιο, όπου οι 7.000 περίπου θεατές παρακολουθούσαν τους αθλητές να αγωνίζονται σε διάφορα αθλήματα, καθώς και αρματοδρομίες.
Δεξιά της εισόδου του Ιερού βρίσκεται η Κασταλία Πηγή, στην οποία πλενόταν η Πυθία πριν καθίσει στη θέση απ’ όπου θα προφήτευε. Στην ίδια αυτή πηγή έπρεπε να καθαρθούν και οι ιερείς, που ερμήνευαν τους δυσνόητους χρησμούς, αλλά και οι «θεοπρόποι», αυτοί δηλαδή που ζητούσαν τους χρησμούς. Η Κασταλία ήταν μια νεαρή κοπέλα από τους Δελφούς, η οποία προτιμώντας τον θάνατο από τον έρωτα του Απόλλωνος γκρεμίστηκε στην πηγή αυτή που τελικά πήρε το όνομά της. Την άνοιξη τα νερά της πηγής ξεχείλιζαν, όταν έλιωναν τα χιόνια του Παρνασσού…
Αριστερά, κάτω από τον δρόμο, βρίσκεται το Ιερό της Προναίας Αθηνάς. Πολλά ευρήματα συνηγορούν στο ότι το συγκεκριμένο Ιερό ήταν ήδη από την Μυκηναϊκή Εποχή αφιερωμένο σε μια γυναικεία θεότητα.
Η Θόλος, ένα από τα πιο αξιοπρόσεκτα αρχιτεκτονήματα της αρχαιότητας, βρίσκεται δίπλα στον προαναφερθέντα Ναό, όμως μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε τη χρήση του.
Το Μαντείο των Δελφών
Στους πρόποδες του Παρνασσού, στο ιδιαίτερα υποβλητικό φυσικό τοπίο που σχηματίζεται ανάμεσα σε δύο θεόρατους βράχους, τις Φαιδριάδες, βρίσκεται το πιο ξακουστό Μαντείο της Αρχαίας Ελλάδας, το Μαντείο των Δελφών, το οποίο άκμασε από τον 6ο μέχρι τον 4ο αι. π.Χ.. Ο χώρος του Μαντείου είναι κυριολεκτικά συγκλονιστικός, και από την πρώτη κιόλας ματιά καταλαβαίνει ο κάθε επισκέπτης για ποιο λόγο αυτός εδώ ο χώρος ήταν και θα είναι ο «ομφαλός της Γης».
Πυθία ονομαζόταν η εκάστοτε Πρωθιέρεια (πρώτη ιέρεια) του Απόλλωνος στο μαντείο των Δελφών, μέσω της οποίας ο θεός έδινε τους χρησμούς του. Το όνομα Πυθία μάς παραπέμπει στη λέξη Πυθώ, αρχαία ονομασία της πόλης των Δελφών και της τοποθεσίας της. Επίσης, οι αρχαίοι συνέδεαν το όνομα Πυθία με το ρήμα πυνθάνομαι (= ζητώ να μάθω κάτι, πληροφορούμαι), αλλά και με το ρήμα πύθομαι (= σαπίζω), επειδή εκεί αποσυντέθηκε ο Πύθων που φόνευσε ο Απόλλων.
Πριν από κάθε χρησμοδότηση, η Πυθία πλενόταν, έπινε νερό από την Κασταλία πηγή, μασούσε φύλλα δάφνης και ανέβαινε σε έναν τρίποδα, από τη βάση του οποίου έβγαιναν αναθυμιάσεις από την καύση διαφόρων βοτάνων εμπλουτισμένων με υψηλές ποσότητες μεθανίου. Η Πυθία, ερχόμενη σε έκσταση και βγάζοντας ασυνάρτητες κραυγές και λόγους, μετέφερε τη χρησμοδότηση του θεού Απόλλωνος προς τον ενδιαφερόμενο, με τρόπο συνήθως λακωνικό, δυσνόητο και αινιγματικό. Οι ιερείς του Μαντείου μετέτρεπαν τα άναρθρα αυτά λόγια σε έμμετρους χρησμούς, με διφορούμενη σημασία. Ο χρησμός π.χ. για τα ξύλινα τείχη, που θα έσωζαν την Αθήνα από τον Ξέρξη, από άλλους ερμηνεύτηκε ως καταφυγή στην Ακρόπολη, και από άλλους ως ναυμαχία , επειδή τα καράβια ήταν ξύλινα. Συνήθως η Πυθία εκλεγόταν από τις ευγενικής καταγωγής παρθένες των Δελφών. Έπρεπε να είναι αγνή και να διατηρήσει την παρθενία της. Αργότερα, όμως, αποφασίστηκε να είναι ηλικίας άνω των 50 χρόνων, επειδή κάποτε είχε απαχθεί μια νεαρή ιέρεια. Στα παλαιότερα χρόνια η Πυθία έδινε μόνον έναν χρησμό, κάθε Φεβρουάριο. Πρώτη Πυθία του Μαντείου των Δελφών, κατά την Ελληνική Μυθολογία, ήταν η Φημονόη.
Οι χρησμοί του Μαντείου των Δελφών θεωρούνταν ως οι πιο αξιόπιστοι. Πόλεις, ηγεμόνες και απλοί άνθρωποι έσπευδαν να συμβουλευθούν τον θεό κι έπειτα εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους με λαμπρά αφιερώματα, που σταδιακά κατέκλυσαν το Ιερό. Η φήμη του Μαντείου έφθασε στα πέρατα του κόσμου, η δε έναρξη της λειτουργίας του χανόταν στα βάθη της αρχαιότητας και του μύθου. Πιστεύεται ότι το Δελφικό Μαντείο διατύπωσε καθοριστικές προβλέψεις σχετικά με τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος, την Αργοναυτική εκστρατεία και τον Τρωικό Πόλεμο, ενώ επιβεβαιωμένος θεωρείται ο σπουδαίος ρόλος του στην ίδρυση των ελληνικών αποικιών.
Ο μεγάλος φιλόσοφος Ηράκλειτος (500 π.Χ.) υποστήριξε ότι το Μαντείο των Δελφών ούτε απέκρυπτε ούτε απεκάλυπτε την αλήθεια, παρά μόνο την υπαινισσόταν. Για παράδειγμα, όταν ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας ρώτησε το Μαντείο αν ήταν σωστό να επιτεθεί στην Ελλάδα, η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Αν επιτεθείς, θα καταστρέψεις ένα μεγάλο Βασίλειο». Ο Κροίσος επιτέθηκε, πιστεύοντας ότι το μεγάλο Βασίλειο που επρόκειτο να καταστραφεί θα ήταν η Ελλάδα. Το αποτέλεσμα βέβαια δεν ήταν το αναμενόμενο. Η στρατιά του Κροίσου ηττήθηκε, και το μεγάλο βασίλειο που καταστράφηκε ήταν το δικό του. Σημειωτέον ότι έκτοτε ο Κροίσος δεν έπαψε να υποστηρίζει την σοφία και τη διορατικότητα του Δελφικού Μαντείου.
Η παρακμή του Μαντείου επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του «Ορθολογισμού», τον 3ο αι. π.Χ., ωστόσο, το τυπικό στη λειτουργία του έμεινε αναλλοίωτο έως τον 2ο αι. μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε επισκέφθηκε το Μαντείο ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτηρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου.
Ο τελευταίος χρησμός που δόθηκε ήταν το 362 μ.Χ. στον Ορειβάσιο, γιατρό του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ο οποίος είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για την ανύψωση του Μαντείου, μια προσπάθεια όμως που ο ίδιος ο θεός Απόλλων θεωρούσε πια περιττή: «Πήγαινε και πες στον βασιλιά ότι το καλά σφυρήλατο δωμάτιο έχει γεμίσει σκόνη. Ο Φοίβος Απόλλων δεν έχει πια οίκο ή δάφνη ή γάργαρη πηγή. Ακόμη και η πηγή των αερίων έχει στερέψει και δεν υπάρχει πια»…
Το 395 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του Μαντείου, με διάταγμα του βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Έκτοτε, επί 100 και πλέον χρόνια οι Δελφοί εγκαταλείφθηκαν τελείως. Η ανθρώπινη βαρβαρότητα και η ισοπέδωση της φύσης ερήμωσαν τον ιερό αυτό χώρο, τον οποίο το έτος 500 μ.Χ. άρχισαν να κατοικούν μόνιμα Χριστιανοί, που γύρω στο 600 μ.Χ. σχημάτισαν την λεγόμενη από τις μεσαιωνικές πηγές Πόλη… Η πόλη αυτή δεν υπήρξε αξιόλογη στους αιώνες που ακολούθησαν. Το μόνο που αναφέρεται είναι το όνομα Καστρί, ονομασία του τελευταίου χωριού που υπήρχε εκεί…
Το Μουσείο των Δελφών
Το Μουσείο των Δελφών βρίσκεται δίπλα από τον αρχαιολογικό χώρο του ναού και είναι ένα από τα σημαντικότερα μουσεία της Ελλάδας. Στους χώρους του εκτίθενται σημαντικά αγάλματα και αντικείμενα τέχνης καθώς και ευρήματα αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας. Το κτήριο που στεγάζει το Μουσείο των Δελφών είναι κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο, με λιτή γραμμή, σε πλήρη αρμονία με τον αρχαιολογικό χώρο και το φυσικό τοπίο των Δελφών.
Καθώς πλησιάζει κανείς στο Μουσείο, ερχόμενος από τον αρχαιολογικό χώρο, συναντά διάφορα ευρήματα και παλαιοχριστιανικά ψηφιδωτά. Στον εξωτερικό χώρο του Μουσείου υπάρχει ένα εντυπωσιακό ψηφιδωτό μωσαϊκό δάπεδο, της παλαιοχριστιανικής περιόδου, που σώζεται σχεδόν αυτούσιο.
Μπαίνοντας στο Μουσείο, στον πρώτο χώρο, βλέπουμε τον Τρίποδα των Δελφών, έναν χαρακτηριστικό τύπο του καθίσματος όπου καθόταν η ιέρεια Πυθία. Επίσης, στον πρώτο αυτό χώρο, υπάρχουν διάφορα αναθήματα και μία ασπίδα μεγέθους πραγματικά εντυπωσιακού από την Κύπρο, αφιέρωμα στον Απόλλωνα.
Ακολουθώντας τη διαδρομή των εκθεμάτων, μπορεί κανείς να δει διάφορα ευρήματα, όπως περικεφαλαίες, κοσμήματα και είδη καθημερινής χρήσης. Στον ευρύτερο χώρο του Μουσείου βρίσκονται εντυπωσιακά αγάλματα και απόψεις από τα αετώματα του Ναού και των Θησαυρών. Ανάμεσα σε όλα αυτά δεσπόζει η Σφίγγα της Νάξου, αφιέρωμα των Ναξίων, η οποία – αγέρωχη και επιβλητική – στέκει σαν φύλακας του μουσειακού χώρου. Επίσης, υπάρχουν τμήματα από τα αετώματα του Θησαυρού των Σιφνίων, στα οποία απεικονίζονται σκηνές από τη μάχη των Ολυμπίων θεών με τους Γίγαντες.
Ακολουθώντας τη διαδρομή αυτού του μουσειακού χώρου, ο επισκέπτης θαυμάζει διάφορα ειδώλια και κοσμήματα, μέχρι να φθάσει στην αίθουσα όπου εκτίθενται οι περίφημοι δίδυμοι Κούροι του Άργους, φιλοτεχνημένοι από τον Αργείο γλύπτη Πολυμήδη (6ος αι. π.Χ.). Τα αγάλματα αυτά βρέθηκαν σε αρίστη κατάσταση, και κατά την επικρατέστερη άποψη απεικονίζουν τον Κλέοβι και τον Βίτωνα, δυο νεαρά αδέλφια από το Άργος, τα οποία, επειδή η μητέρα τους Κυδίππη – ιέρεια της Ήρας – είχε καθυστερήσει να πάει στον ναό της θεάς, σήκωσαν την άμαξα με τα ίδια τους τα χέρια και την μετέφεραν μέχρι τον ναό, διανύοντας απόσταση 8 χλμ. Η Κυδίππη προσευχήθηκε στην Ήρα να τους χαρίσει ό,τι είναι πολυτιμότερο στον άνθρωπο. Κουρασμένοι οι δύο νέοι αποκοιμήθηκαν στον περίβολο του ναού, αλλά δεν ξύπνησαν ποτέ. Η ηρωική τους πράξη, η αγάπη προς τη μητέρα τους και η ευσέβειά τους προς τη θεά Ήρα τούς εξασφάλισαν τη δόξα, την τιμή και σίγουρα την αθανασία. Θα ήθελα, στο σημείο αυτό, να προσθέσω ότι ο «Πατέρας της Ιστορίας», ο Ηρόδοτος, αναφέρεται στους δύο αυτούς νέους από το Άργος στο Α΄ Βιβλίο των «Ιστοριών» του (κεφ. 29 – 33), όταν κάνει λόγο για τον περίφημο διάλογο ανάμεσα στον Αθηναίο Σόλωνα και τον Λυδό Κροίσο, με αφορμή την ερώτηση του Λυδού βασιλιά προς τον Έλληνα σοφό, σχετικά με το ποιον θεωρεί ως τον πιο ευτυχισμένο άνθρωπο πάνω στη γη. Κατά μία άλλη εκδοχή, οι δίδυμοι αυτοί Κούροι απεικονίζουν τους Διόσκουρους, που λατρεύονταν από τους Πελοποννησίους.
Διερχόμενοι από την αίθουσα αυτή, οι επισκέπτες μπορούν να θαυμάσουν άλλα εντυπωσιακά αγάλματα και μαρμάρινα μνημεία. Εδώ υπάρχουν μετώπες και αετώματα ναών που αναπαριστάνουν σκηνές από την Ελληνική Μυθολογία και Ιστορία. Οι λεπτομέρειες των απεικονίσεων είναι πράγματι εντυπωσιακές και αποδεικνύουν περίτρανα την ανωτερότητα των αρχαίων Ελλήνων καλλιτεχνών.
Σε μία μεγαλύτερη αίθουσα οι επισκέπτες εντυπωσιάζονται από αγάλματα παρατεταγμένα στον τοίχο, πολλά από τα οποία διατηρούνται σε αρίστη κατάσταση. Εδώ βρίσκεται και ο περίφημος ομφαλός, ο μεγάλος πέτρινος βράχος – τάφος του Πύθωνος, που υποδήλωνε τη θέση του κέντρου της Γης, καθώς εδώ συναντήθηκαν οι δύο αετοί που είχε στείλει ο Δίας από τα πέρατα του κόσμου. Αυτή είναι η τελευταία κύρια αίθουσα του Μουσείου, γεμάτη από τεραστίων διαστάσεων αγάλματα και εκθέματα. Καθώς οι έκπληκτοι επισκέπτες βρίσκονται περιτριγυρισμένοι απ’ αυτά τα γιγάντια αγάλματα, δεν μπορεί παρά να ταξιδεύουν με τη φαντασία τους χιλιάδες χρόνια πίσω, τότε που ο Ναός ακέραιος μεσουρανούσε στον ελλαδικό χώρο και οι Δελφοί αποτελούσαν το κεντρικό και ιερότερο σημείο της Γης…
Τέλος, φθάνουμε στην αίθουσα η οποία έχει διαμορφωθεί, για να φιλοξενεί για πάντα το πασίγνωστο άγαλμα του Ηνιόχου – και μάλιστα μόνο αυτό – . Το χάλκινο αυτό άγαλμα βρέθηκε στους Δελφούς, και αρχικά αποτελούσε μέρος ενός μεγαλυτέρου συμπλέγματος, που απεικόνιζε άρμα με τέσσερα άλογα, από τα οποία σώθηκαν μόνο μερικά κομμάτια. Το ύψος του αγάλματος αυτού, που αποτελείται από 6 μέρη, είναι 1,80μ. Ήταν αφιερωμένο στον Απόλλωνα από τον τύραννο της Γέλας Πολύζηλο, το 478 π.Χ., μετά τη νίκη του στις αρματοδρομίες των Πυθίων Αγώνων. Η λεπτομερής αναπαράσταση του προσώπου και της κίνησης του σώματος είναι εντυπωσιακή. Τα μάτια του Ηνιόχου, φιλοτεχνημένα από όνυχα, αναμφίβολα μαγνητίζουν το βλέμμα του επισκέπτη και του δίνουν την εντύπωση ότι ο Ηνίοχος παρακολουθεί αδιάκοπα την κάθε κίνηση μέσα σ’ αυτό τον υποβλητικό χώρο. Η απόδοση της έκφρασης του προσώπου υποδηλώνει αναμφισβήτητα την διατήρηση της αυτοκυριαρχίας του Ηνιόχου, καθώς βρισκόταν επάνω στο άρμα…
Ολοκληρώνοντας αυτό το κείμενό μου, νοιώθω ανυπόταχτη την ανάγκη να παραθέσω ένα από τα πιο όμορφα ποιήματα του Μεγάλου Μας Νικηφόρου Βρεττάκου, με τίτλο «Επιστροφή από τους Δελφούς», ένα κυριολεκτικά «συγκλονιστικό» ποίημα, που αναμφίβολα μεταφέρει τον αναγνώστη, μ’ έναν τρόπο μαγικό, στον Ιερό και Αθάνατο χώρο των Δελφών…
Δίπλα μας, πάνω στο άρμα του, ταξίδευε ο Ηνίοχος.
Ακολουθούσαν πίσω μας οι Φαιδριάδες.
Αντίλαλοι παράξενοι γύριζαν μες στη νύχτα,
μια νύχτα που δεν έμοιαζε όπως τις άλλες νύχτες
του κόσμου· τόσο που, μπρος της, παραμερίσαν
ακόμα κι οι βασιλικές νύχτες των παιδικών μου χρόνων.
Ήτανε τόσο διάφεγγα όλα και ξεχωρίζαν
τα βουνά τόσο φωτεινά, που έμοιαζε σάμπως κάποιος
συμπαντικός λαμπαδηφόρος, του Πυθίου Απόλλωνος
αποσταλμένος, τρέχοντας στα ύψη, να μας συνόδευε
φωτίζοντας μ’ έναν πυρσό πάνω μας τον ορίζοντα.
Πάνω απ’ τα ελάτια του βουνού, ολόχρυσο, παιχνιδίζοντας,
έτρεχε ανάλαφρο μαζί μας το δρεπάνι του φεγγαριού,
σαν αλαφάκι, ώσπου έδυσε τέλος κι ο κόσμος άλλαξε
σάμπως να γύρισε ο Θεός σελίδα. Σάμπως να ’γινε
πάνω μας μια παράξενη άνοιξη, ο ουρανός
έμοιαζε με κλαδί ανθισμένο. Όρθιος ο Ηνίοχος
στο πλάι μας πάντα, λάσκαρε κάθε τόσο τα γκέμια,
κοίταζε πάνω του το σύμπαν και χαμογελούσε.
Βλέπαμε ο ένας τον άλλο παραξενεμένοι.
Δεν ξέραμε αν ήτανε νύχτα στη γη ή μέρα,
κάπου, σε κάποιον κόσμον άλλο. Και δεν ξέραμε
τι είχε συμβεί πάνω στη γη. Νιώθαμε την ψυχή μας
θησαυρισμένη μουσική. Φεύγαμε κι οι καρδιές μας
χτυπούσαν όπως το πρωί οι καμπάνες. Θα τελειώσει;
Μέσα μας ζούσαμε ένα φόβο. Τούτο τα ταξίδι
μπορεί σε λίγο να τελειώσει; Θεέ μου, θα τελειώσει;
Και τι θα γίνει αυτό το φως όλο που αναδιπλώνεται
και ξεχειλίζει και κυλάει παντού, σε μιαν αδιάκοπη
άμπωτη, σα να μη χωράει; Τα πάντα έλαμπαν σάμπως
και βάδιζαν σιγά – σιγά, βαστάζοντας αστέρια
και λουλούδια στα χέρια τους.
(Και για πρώτη φορά
νιώθαμε πως υπάρχουνε στον κόσμο αυτόν
ώρες που είν’ έξω από το χρόνο. Που δεν ξέρεις
πόσο διαρκούνε. Μήνες; Χρόνια; Αιώνες;
Που ισοζυγιάζουν όλη μας τη ζωή).
Ας μην τελειώσει!
Χωρίς κουβέντα, χωρίς ψίθυρο, σα να ’χαν
οι λέξεις όλες ειπωθεί, σα να μην έκανε,
σα να μην ξέραμε καμιά γλώσσα, όπως τ’ αστέρια
και τα έλατα του Παρνασσού, σιωπούσαμε. Ένα δάκρυ
είναι μια γλώσσα που μιλεί μ’ αναρίθμητες λέξεις,
κάτω απ’ την αγιοσύνη του στερεώματος,
όταν γυρνάς απ’ τους Δελφούς, με μόλις
συγκρατημένους τους λυγμούς. Νομίζαμε
πως κάτι ακούονταν απαλά, σάμπως πάνω απ’ τ’ αστέρι της
να ’παιζεν η Σαπφώ τη λύρα της∙ ενώ, όλα σιωπούσανε
κ’ εμείς, και τ’ άστρα, κ’ οι ποιητές των αιώνων, και τ’ αγέρι
το κοιμισμένο στις ελιές πάνω και δεν ακούγονταν
παρά μόνον οι αντίλαλοι των Φαιδριάδων,
που βούιζαν κι αντιβούιζαν μέσα σε όλη τη νύχτα,
τη νύχτα αυτή την πιο όμορφη της ζωής μας που ποτέ
δεν θα ξανάρθει, αντίλαλοι που έμοιαζαν σάμπως κάποιος
πρωτάγγελος μες στη σιωπή, όρθιος, να επαναλάβαινε:
«Ω, μα τον Δία! Τι χρειάζονται οι λέξεις στην αγάπη;»
Πέφταν σαν κρίνα οι διάττοντες, οι αντίλαλοι σαλεύαν
τις γιασεμιές των ουρανών. Δεν είχε μείνει πόρτα
κλειστή. Λουλούδι ανάνθιστο. Άστρο σβυστό. Χαμήλωνε
ντυμένη όλες τις χάρες της η παντοδυναμία!
Και καθώς ταξιδεύαμε, νιώθαμε ως να μην ήταν
δρόμος κάτω απ’ τα πόδια μας και γης. Σα να μας πήγαινε
λικνίζοντάς μας πάνω του ένα τρελό ποτάμι!
Ξέχειλη θάλασσα, καρδιά, όπου θέλεις πήγαινέ μας!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου