Νικηφόρος Βρεττάκος [Nikiforos Vrettakos]
ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ
Βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου τὰ βιβλία ποὺ δὲν ἔγραψα.
Θάλασσες. Κόσμους. Πολιτεῖες. Ὁρίζοντες. Κανάλια.
Βρῆκα τ’ αὐτοκρατορικὰ ὄρη τῆς γῆς κι ἀπάνω τους
τὶς δύσες μὲ τὰ κόκκινα σύννεφα. Τὰ μεγάλα
ταξίδια ποὺ δὲν ἔκαμα βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου τοὺς γελαστούς μου φίλους
ποὺ μοῦ τοὺς σκέπασεν ἡ γῆς, ἡ χλόη, τὸ χιόνι, ἡ νύχτα.
Τὰ λόγια ποὺ θὰ μοῦ ’λεγαν βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα τοὺς μελαγχολικούς γήλοφους τῆς πατρίδας μας
νὰ στέκονται μὲς στὴ σιωπὴ σὰ ν’ ἀκούσανε τὴ φωνή μου.
Ἔρχομαι! Ὡς νὰ τοὺς φώναξα «ἔρχομαι», νὰ κουνᾶνε
τὶς ταπεινὲς τους κουμαριές, βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου τὸν πόλεμο τελειωμένο.
Πουλάκια καὶ ἥλιος στὰ κλαδιά ! Τὸ παιδικό μου σύμπαν
μὲ τὶς χρυσές του ζωγραφιές βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Ὅσους σταυροὺς δὲν ἔμπηξαν στὴ γῆς μετὰ τὶς μάχες,
χιλιάδες, σ’ ἕναν κόκκινο κάμπο ἀπὸ παπαροῦνες,
μακριὲς σειρές, ἀνώνυμους σταυρούς, πάνω καὶ κάτω,
τοὺς σταυροὺς ὅλων τῶν ἐθνῶν, βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου τὶς νύχτες νὰ κυλᾶνε
μεγάλους ποταμοὺς σιωπῆς, ὅπως στὰ ἕξι μου χρόνια.
Τῆς θλίψης τὴν ἀστροφεγγιὰ βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου τὸν κόσμο νὰ μὲ θυμᾶται
κι ὅλα ὅσα ἀντίκρισα παιδὶ νὰ μὲ φωνάζουν μὲ τ’ ὄνομά μου.
Τῆς δικαιοσύνης τὴ σκηνή· τὴν καλοσύνη ποὺ ἔγνεφε
νὰ πλησιάσουν τὰ βουνά, βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Βρῆκα τὴν αἰωνιότητα τοῦ ἥλιου ἀνανεωμένη.
Τὴ χλόη νὰ φέγγει τῶν ἀρνιῶν τὰ πόδια. Τὴν αὐγὴ
νὰ βάφει τὸ ἄσπρο τους μαλλί. Στ’ ἄσπρα σὰν τὴν εἰρήνη
ντυμένη τὴ μητέρα μου βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Ἄν ἤτανε ὅλα ἐδῶ πιὸ ἁπλά, ὅπως ἡ «καληνύχτα»
κι ἡ «καλημέρα», ὅπως τὸ φῶς στὰ τζάμια τὴν αὐγή,
ἄν ἤτανε ὅλα ἐδῶ πιὸ ἁπλά, τότε, σ’ αὐτὸ τὸν κόσμο,
θὲ νὰ ’χαμε ἕνα ἀπέραντο σπίτι. Θὲ νὰ ’μαστε ἄγγελοι.
Τό αἰώνιό μου παράπονο βρῆκα μέσα στὰ μάτια σου.
Αὔριο, ὅταν φύγεις, ἄνοιξε τὰ μάτια σου νὰ ἰδεῖ,
νὰ ξέρει ὁ ἥλιος, ὁ Θεός νὰ ἰδεῖ, ὅσα μὲ γνώρισαν
ὅλα νὰ ἰδοῦν στὰ μάτια σου. Σοῦ ἀφήνω αὐτό ποὺ εἶμαι
νὰ ἰδοῦν ὅτι ἔμεινα ὁ πιστός τοῦ ἀνθρώπου. Τὴν ψυχή μου,
αὐτὸν τὸν λαβωμένο Ἰησοῦ ἀφήνω μέσα στὰ μάτια σου.
Από το ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ", 1949
------------------------------------------------
Το ποίημα «Τα μάτια της Μαργαρίτας» ανήκει στη Συλλογή «Το βιβλίο της Μαργαρίτας» (1949), που εντάσσεται στην δεύτερη (1939 – 1960) από τις 4 περιόδους, στις οποίες διαιρείται το πολυδιάστατο έργο του Νικηφόρου Βρεττάκου. Τα ποιήματα αυτής της περιόδου χαρακτηρίζονται από αισιοδοξία και αγωνιστικότητα, κυριαρχούν δε οι έννοιες του ήλιου, του φωτός και της αγάπης. Ο ποιητής, απογοητευμένος από τη συντριβή των ιδεολογικών του ιδανικών, καταφεύγει με νοσταλγία στο παρελθόν, στα παιδικά του χρόνια και στην αγαπημένη του πατρική γη. Έτσι, ο Ταΰγετος και η Πλούμιτσα γίνονται το ιδανικό του καταφύγιο, ο επίγειος παράδεισός του…
Η Μαργαρίτα (ένα υπέροχο όνομα που παραπέμπει στο ομώνυμο λουλούδι και, γενικότερα, στο φως και το κάλλος της άνοιξης) είναι ένα πρόσωπο φανταστικό, το οποίο συμβολίζει την ομορφιά, την αθωότητα και τον ερωτισμό, μεταμορφώνεται δε σε Φως Ιερό, που σκορπίζει το κάλλος και την αγάπη σ’ ολόκληρο τον κόσμο…
Τα μάτια της Μαργαρίτας αποτελούν το κυρίαρχο θεματικό μοτίβο της σύνθεσης. Αυτά τα μάτια είναι για τον ποιητή ένας απέραντος χώρος, που χωράει τα πάντα, ό,τι εδρεύει στη ζωή, στη σκέψη και στην ψυχή του ποιητή: την ευχή, την ελπίδα και την αγάπη∙ το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον∙ ό,τι υπάρχει κι ό,τι δεν υπάρχει κι εύχεται να υπάρξει∙ ό,τι έζησε κι ό,τι δεν έζησε∙ γεγονότα που του προξένησαν απέραντη χαρά και γεγονότα που του προκάλεσαν βαθύτατη θλίψη
Από - Νικηφόρου Βρεττάκου «Τα μάτια της Μαργαρίτας» - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου