Οδυσσέας Ελύτης
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
Ι
Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου
μοσχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα
γεννηθεί στην τύχη.
Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω.
Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων
Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ-
σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί
που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος
μιάς ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο,
τότε το παιχνίδι το έχασα.
II
Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική,
όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν
Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη
έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα
να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την
Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια,
κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να
την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
ΜΥΡΙΣΑΙ ΤΟ ΑΡΙΣΤΟΝ [Ι-VΙΙ]
Ι
Μια μέρα τη ζωή που 'χασα την ξαναβρήκα στα μάτια ενός νέου
μοσχαριού που με κοίταζε μ' αφοσίωση. Κατάλαβα πως δεν είχα
γεννηθεί στην τύχη.
Βάλθηκα να σκαλίζω τις μέρες μου, να τις φέρνω
άνω κάτω, να ψάχνω.
Ζητούσα να ψαύσω την ύλη των αισθημάτων
Ν' αποκαταστήσω, από τις νύξεις που έβρισκα διάσπαρτες μέ-
σα στον κόσμο αυτόν, μιαν αθωότητα τόσο ισχυρή που να ξεπλένει τα αίματα -το άδικο- και να εξαναγκάζει τους ανθρώπους να μου αρέσουν.
Δύσκολο - αλλά πως να γίνει; Κάποτε νιώθω να 'μαι τόσοι πολλοί
που χάνομαι. Θέλω να πραγματοποιηθώ έστω και στο μάκρος
μιάς ηλικίας που να ξεπερνά τη δική μου.
Αν η ψευτιά δεν υπάρχει τρόπος να καταβληθεί ούτε από το χρόνο,
τότε το παιχνίδι το έχασα.
II
Κατοίκησα μια χώρα που 'βγαινε από την άλλη, την πραγματική,
όπως τ' όνειρο από τα γεγονότα της ζωής μου. Την είπα κι αυτήν
Ελλάδα και τη χάραξα πάνω στο χαρτί να τηνε βλέπω. Τόσο λίγη
έμοιαζε· τόσο άπιαστη.
Περνώντας ο καιρός όλο και τη δοκίμαζα: με κάτι ξαφνικούς σει-
σμούς, κάτι παλιές καθαρόαιμες θύελλες. Άλλαζα θέση στα πράγματα
να τ' απαλλάξω από κάθε αξία. Μελετούσα τ' Ακοίμιστα και την
Ερημική ν' αξιωθώ να φκιάνω λόφους καστανούς, μοναστηράκια,
κρήνες. Ως κι ένα περιβόλι ολόκληρο έβγαλα γιομάτο εσπεριδοει-
δή που μύριζαν Ηράκλειτο κι Αρχίλοχο. Μα 'ταν η ευωδία τόση που
φοβήθηκα. Κι έπιασα σιγά σιγά να δένω λόγια σαν διαμαντικά να
την καλύψω τη χώρα που αγαπούσα. Μην και κανείς ιδεί το κάλλος.
'Ή κι υποψιαστεί πως ίσως δεν υπάρχει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου