ΤΣΑΝΑΚΙ τούρκικη λέξη
τσανάκι ουδέτερο
---πήλινο πιάτο
---(μεταφορικά) τιποτένιος άνθρωπος
Συγγενικές λέξεις
---τσανάκα
---τσανακογλείφτης
τσανακογλείφτης αρσενικό
(κυριολεκτικά) αυτός που γλείφει τα τσανάκια
(μεταφορικά) αυτός που κολακεύει χαμερπώς
≈ συνώνυμα: αυλοκόλακας, κόλακας, χαμερπής
Αυτά περί των λέξεων και της προέλευσής τους
Στον Μοριά ο τσανακογλείφτης αναφερόταν και ως τουρκογλείφτης, γι αυτό τον λόγο το σκεύος τσανάκα ήταν αποκρουστικό
Και με την ευκαιρία των λέξεων
ΟΣΟΙ ελληνόφωνοι δουλεύουν εντατικά για τον αφανισμό του λαού ΔΕΝ είναι έλληνες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου