ΑΙΣΧΥΛΟΣ
62. – Ἀγαμέμνων 1-316
μτφρ Γιώργος Σεφέρης
ΦΥΛΑΚΑΣ
που τυραννιέμαι φυλάγοντας πλαγιασμένος
πάνω στις βίγλες των Ατρειδών, σαν το σκυλί,
χωρίς τόσα χρόνια ν᾽ ανασάνω, χωρίς να σκολάσω.
Τη νυχτερινή σύναξη των άστρων την έμαθα,
και τα στολίδια του αιθέρα, τους φωτερούς δυνάστες,
που μοιράζουν τη ζέστη και την παγωνιά στους θνητούς,[5]
τους απόμαθα και στην ανατολή και στο βασίλεμά τους.
Και τώρα παραφυλάω της φωτιάς το σημάδι,
το πυροφάνι που θα μας φέρει από την Τροία το νόημα, το μήνυμα:
«Την κουρσέψαμε». Τέτοια προστάζει[10]
η αντρόβουλη γυναίκα μ᾽ ελπίδα στην καρδιά, προσμένοντας.
Κι αλητεύω πάνω σε τούτο το κρεβάτι, ποτισμένο από τ᾽ αγιάζι
και τα όνειρα με βλέπουν και δεν έρχονται,
γιατί ο φόβος με παραστέκει
και δε μ᾽ αφήνει να σμίξω τα βλέφαρα μέσα στον ύπνο.[15]
Κι αν πω να λιανοτραγουδήσω,
για να νικήσω τ᾽ αποκάρωμα
με πιάνει ο καημός και κλαίω τη μοίρα αυτού του σπιτιού
που έχασε την τέλεια φροντίδα την αλλοτινή.
Α! κι ας φυτρώσει η πρόσχαρη φωτιά μες στο σκοτάδι,[20]
να λυτρωθώ -καλότυχος- από τα βάσανά μου.
(Σκάνε φωτιές στο βάθος· έτσι τινάζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου