Χρόνια πολλά από το κοκόρι που πέρσι τέτοια εποχή την κοπάνησε για τα πελάγη και δεν έχει ακόμη φανεί.
Παραμύθι από την Άλφα για την εφημερίδα "Η Πατησίων Ζει"τον Δεκέμβριο του 2013
ΕΝΑΣ ΚΟΚΟΡΑΣ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ
Μια φορά και έναν καιρό σαν σήμερα, στο ψηλότερο βουνό της Ηπείρου, ήταν καρφωμένο ένα μικρό χωριό με πέντε σπίτια, με πέτρινες στέγες, τέσσερα φουγάρα που κάπνιζαν το καταχείμωνο και ένα φουγάρο μισογκρεμισμένο. Αρχηγός του χωριού ήταν ο Κόκορας. Περήφανος, πλουμιστός, με λειρί κατακόκκινο που παιάνιζε σα μικρή σημαιούλα σε κατάρτι, με φωνή ιεροψάλτη και απόλυτα χαρούμενος που ήταν το μοναδικό σήμαντρο στις διαταγές του αφεντικού, του ήλιου… Στο χάραμα, ανεβασμένος στην στέγη με το σπασμένο φουγάρο σήμαινε το συναγερμό «του πλήθους» και το απομεσήμερο χοροπήδαγε κλωτσώντας χαλικάκια για να προφτάσει τον αποχωρισμό της τελευταίας φωτεινής λωρίδας από φως.
Δέκα μέρες σαν σήμερα πριν τα Χριστούγεννα, ο Ντούνη- 18 χρονών παλικαράκι- βούλιαξε την πέτρα χτυπώντας με ξέφρενη χαρά την φτέρνα του. Την πέτρα της δικής του πατρίδας… Ένα βλασταράκι μπήχτηκε στην τρακτεροτή σόλα της μπότας του και η πέτρα τρομαγμένη κύλησε πίσω του. Η επόμενη πέτρινη σημαδούρα ανήκε αλλού… Βρισκόταν στην αισιοδοξία του τίποτα.
Στο πηχτό σκοτάδι του βραδιού τα φτερά του άρχοντα του χωριού με τα πέντε σπίτια, τα τέσσερα φουγάρα, και ενός μισογκρεμισμένου, ανασηκώθηκαν γιατί ένιωσε τα δάκτυλα του Ντούνη στο λιγνό ψηλό λαιμό του. Σηκώνοντάς τον στο ύψος των ματιών του ο Ντούνη άστραψε
«Σε δέκα μέρες θα στολίσεις το τραπέζι μου αφεντικό.» του είπε…
«Ή θα βρεθείς μεσοπέλαγα να κελαηδάς από ‘κει στον ήλιο…»
Πριν προλάβει ο Κόκορας στο κεφάλι του να συνθέσει όλο αυτό, με έναν σπάγγο που μύριζε καραβίσια ψαρίλα και μπαρούτι, του ‘δεσε το ράμφος λέγοντάς του πόσο όμορφος είναι με ένα φιόγκο στην μύτη. Τον απίθωσε σε ένα σάκο φτενό και τριμμένο που μύριζε σκουριά και λάδια. Το ταξίδι συνεχίστηκε. Ο Ντούνη στη διαδρομή τραγούδαγε και σφύριζε, χοροπηδούσε και έπαιζε με τα χαλικάκια. Ο Κόκορας σκέφτηκε πως για παρέα τον ήθελε. Ίσως… επειδή ήταν όμορφος. Ίσως… είχε εν τω μεταξύ μεταμορφωθεί σε ένα πλουμιστό παγώνι και έτσι θα τον έβαζε σαν στολίδι στο τραπέζι… ίσως…
Διαβαίνοντας μια γέφυρα, ο Κόκορας, άκουσε το νερό. Ταράχτηκε, θυμήθηκε τις ρεματιές στον τόπο του, την χαρά του, την προσφορά του, και σκέφτηκε πως στα πελάγη θα τον ελευθερώσει. Τι είναι τα πελάγη δεν ήξερε. Φανταζόταν έναν ήλιο πελώριο, πέντε σπίτια, με το χορτάρι απλωμένο ανάμεσα στις πλατιές πελεκητές πέτρες, πέντε φουγάρα- και το πέμπτο επισκευασμένο-, φανταζόταν πως η λαλιά του θα γινόταν πολύχρωμη.
Ξύπνησε αλαφιασμένος απ’ το τίναγμα του σάκου, με γδούπο στο τσιμέντο. Ο Ντούνη άνοιξε βιαστικά και ελευθέρωσε το πετεινάρι απ’ το σκοτάδι και την ακινησία. Ο Κόκορας κράτησε τα μάτια του κλειστά για να χαρεί την έκπληξη της πελαγίσιας θέας. Ο Ντούνη έλυσε τον σπάγγο και του είπε χαμογελώντας «Άρχοντα εδώ μένεις, κοντά μου. Σε εφτά μέρες από σήμερα θα είσαι στο τραπέζι μου αρχηγός». Ο Κόκορας τρόμαξε, το σπίτι ήταν ολόκληρο σαν το κατεστραμμένο πέμπτο φουγάρο στον τόπο του. Δυο τοίχοι έλειπαν, τζάμια δεν υπήρχαν, φουγάρα ούτε καν. Ο ήλιος δε φαινόταν, τριγύρω υπήρχαν πανύψηλα ντουβάρια που τον έκρυβαν. Ο Ντούνης του ‘δωσε με την χούφτα πασατεμπάκια και ο Κόκορας συνήλθε. Αμίλητος έκατσε σε ένα τούβλο που το είχε ο Ντούνης για τραπέζι. Ονειρεύτηκε πως για ένα προσωρινό σταθμό επρόκειτο, και θα συνεχίσει την μεγάλη του πορεία στην πλάτη του Ντούνη ή ο Ντούνης στην δική του πλάτη για να φτάσουν στην θάλασσα… μια μέρα…
Κοιμόταν όταν εκκωφαντικές σειρήνες έζωσαν το σπίτι- φουγάρο με ριπές καταστροφικής λάμψης. Ο Ντούνη πετάχτηκε, άρπαξε τον σάκο του και με τη φλέβα να κτυπάει στο μέτωπο του φώναξε «Κοκόρι, συνέχισε όπως μπορείς…» Ο Κόκορας πετάχτηκε και λούφαξε σαν αόρατη σκιά στην κολώνα της ΔΕΗ. Είδε τον Ντούνη να του κρεμάνε σπάγγους και να τον χώνουνε σε σάκο με ρόδες και με μυρωδιά μόνο μπαρούτι. Τον πήραν τα δάκρυα… χαράματα δεν λάλησε. Ο ήλιος ήταν άλλος. Αποφάσισε να τραβήξει για τα πελάγη κυνηγώντας τα αυτοκίνητα- σάκους μήπως συναντήσει τον Ντούνη. Στον δρόμο τα παιδιά τον χαιρετούσαν, οι γονείς όμως δεν τον αναγνώριζαν. Κατάλαβε οτί είναι αόρατος και τον βλέπουνε μόνο παιδιά και δυο τρεις μεγάλοι με καρδιά παιδιού. Η χαρά του ήταν απερίγραπτη. Σκέφτηκε «Αυτό είναι το πέλαγος! Βρίσκομαι σε μια θάλασσα παιδικών ματιών!». Βηματίζοντας έφτασε στη λεωφόρο- κάτι σαν την Πατησίων- ανέβηκε στα σύρματα που κυλούσαν οι κεραίες των τρόλεϊ, χοροπηδούσε σαν ακροβάτης, κατέβαινε στα φύλλα της νεραντζιάς και ποτιζόταν από την πρωινή δροσούλα, έριχνε άγκυρα στις πλατείες και έτρωγε παρέα με τα περιστέρια και τα παιδιά που τον έβλεπαν γελούσαν και τον περιποιούνταν. Εκείνος για να τα ευχαριστήσει, χαράματα στα σύρματα του τρόλεϊ, υποδεχόταν τον ήλιο. Το επόμενο πρωί, ρεμβάζοντας την αντανάκλαση του ήλιου στο απέναντι ρετιρέ, σκόνταψε στην κεραία του τρόλεϊ του Μάνθου και σωριάστηκε με κρότο στην σκεπή. Παράπεσε σε μια λακκούβα που πρόχειρα την σκέπαζε μια εφημερίδα με τίτλο «Το Αιγαίο Πέλαγος». Όλη η σελίδα ήταν γαλάζια. Ο Κόκορας δάκρυσε και είπε «Έφτασα». Έμεινε χωμένος στην λακκούβα μέχρι το βράδυ. Ξάφνου, άρχισε να πέφτει χιόνι. Οι άνθρωποι αμπαρώθηκαν. Τα πούπουλα του Κόκορα άρχισαν να παγώνουν. Τρέμοντας σκεφτόταν να μην εγκαταλείψει γιατί είναι μεσοπέλαγα. Το τρόλεϊ σταμάτησε. Τα φώτα έκλεισαν, πήχτρα σκοτάδι και χιόνι. Ο Κόκορας λίγο λίγο παραδίνεται… Ένα χέρι τον αρπάζει τον ανασηκώνει τον κοιτάζει κατάματα και του λέει «Κόκορα είσαι ο επίσημος καλεσμένος μου, αύριο τα Χριστούγεννα, με πιάτο εσένα». Του σφίγγει το ράμφος με ένα σπάγγο που μύριζε μπαρούτι, και τον πετάει στο εσωτερικό του τρόλεϊ. Ο Μάνθος, ο οδηγός, είχε πατεντάρει μια δικιά του μηχανή με κάρβουνο από παλιό θερμοσίφωνα και συνέχισε την πορεία του μέσα στο χιόνι. Άρχισε να κλαίει με λυγμούς «Ακούς κοκόρι; Τα ‘σβησαν όλα με γομολάστιχα. Γραμμές τρόλεϊ ανθρώπους.»
«Φεύγω με το τρόλεϊ για σπίτι, πάω στο βουνό, στο πατρικό.»
Τον κοιτάζει κατάματα και του λέει «Αύριο θα στολίσεις το τραπέζι μου». Το χιόνι συνέχιζε και γέμισε τα τζάμια. Ο Κόκορας τουρτούριζε. Δεν ήξερε τι ήτανε του Μάνθου το μεσοπέλαγο… Πήγε και έκατσε λοιπόν στο παρ μπριζ και τον κοιτούσε για συμπαράσταση. Λίγο πριν χαράξει η χριστουγεννιάτικη μέρα, το τρόλεϊ με τον Μάνθο και τον Κόκορα έφτασε στην κορυφή σε ένα τοπίο χιονισμένο και άδειο. Ο Μάνθος κατέβηκε και είδε ένα μισοχωμένο φουγάρο τζακιού στο χιόνι. Τ’ αγκάλιασε και τρελός από χαρά έδειξε στον Κόκορα το πατρικό του. Έκατσαν πλάι πλάι ευτυχισμένοι. Ο Κόκορας κοίταξε τον ήλιο και άρχισε να λαλεί με όλη την ζέστη και την δύναμη της καρδιάς του. Ο Μάνθος σηκώνεται, κοιτάζει τον ορίζοντα, ανασαίνει στα κατάβαθά του και του λέει «Κόκορα, μείναμε εγώ, εσύ και το τρόλεϊ. Κάτσε πλάι μου… είσαι ελεύθερος… Καλά μας Χριστούγεννα…»
Άλφα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου