Στο αναγνωστήριο του Υπερσιβηρικού "'Ο ΗΛΙΘΙΟΣ""
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου
Έτος πρώτης έκδοσης: 1868
ΣΤΑ ΤΕΛΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ, μια μέρα που φύσαγε νοτιάς, κατά τις εννιά το πρωί, η αμαξοστοιχία της
Βαρσοβίας πλησίαζε στην Πετρούπολη, τρέχοντας μ' όλη της την ταχύτητα. Είχε τόση υγρασία και
τόση ομίχλη που μόλις και μετά βίας πρόβαλε η μέρα∙ δέκα βήματα πιο κει, δεξιά κι αριστερά απ' τη
γραμμή, δεν ξεχώριζες τίποτα σχεδόν πίσω απ' τα τζάμια του βαγονιού. Ανάμεσα στους επιβάτες,
ήταν και μερικοί που επέστρεφαν απ' το Εξωτερικό. Μα ο πιο πολύς κόσμος ήταν στριμωγμένος στα
βαγόνια της τρίτης θέσης, όλο λαουτζίκος και κάτι μικροεπιχειρηματίες που δεν έρχονταν από πολύ
μακριά. Όλοι φυσικά ήταν κουρασμένοι, ολονών τα μάτια ήταν βαριά απ' την άγρυπνη νύχτα, όλοι
ήταν ξεπαγιασμένοι, όλα τα πρόσωπα ήταν ωχροκίτρινα, στο χρώμα της ομίχλης.
Σ' ένα απ' τα βαγόνια της τρίτης θέσης, απ' το χάραμα κιόλας, βρεθήκανε να κάθονται ο ένας
αντίκρυ στον άλλον, δίπλα στο παράθυρο, δυο επιβάτες, κι οι δυο τους νέοι, κι οι δυο τους χωρίς
σχεδόν αποσκευές κι οι δυο τους ντυμένοι μάλλον φτωχικά, κι οι δυο τους με αρκετά αξιοπρόσεχτη,
φυσιογνωμία, και που κι οι δυο τους τέλος δείξανε τη διάθεση να πιάσουν κουβέντα. Αν ξέρανε κι οι
δυο τους τι ήταν το ιδιαίτερο κείνη τη στιγμή που τους έκανε αξιοπρόσεχτους, τότε, φυσικά, θα
μέναν έκπληκτοι, που η σύμπτωση τους είχε τόσο παράξενα καθίσει τον ένα αντίκρυ στον άλλον,
στην τρίτη θέση της αμαξοστοιχίας Βαρσοβία — Πετρούπολη. Ο ένας απ' αυτούς είχε μέτριο
ανάστημα, ήταν κάπου είκοσι εφτά χρονών, κατσαρομάλλης και σχεδόν μελαχρινός, με σταχτιά,
μικρά, μα φλογερά μάτια. Η μύτη του ήταν πλατιά και πλακουτσωτή, το πρόσωπο με πεταχτά μήλα.
Τα λεπτά του χείλη στραβώνανε συνεχώς σ' ένα αδιάντροπο, κοροϊδευτικό και μάλιστα μοχθηρό
χαμόγελο, το μέτωπό του όμως ήταν ψηλό και καλοφτιαγμένο κι ομόρφαινε το κάτω μέρος του
προσώπου με τα κάπως αγροίκα χαρακτηριστικά. Ιδιαίτερη εντύπωση σου 'κανε στο πρόσωπο
εκείνο η θανατερή του χλομάδα που 'δινε σ' όλη τη φυσιογνωμία του νέου ένα ύφος εξαντλημένο,
παρ' όλο που ήταν αρκετά γεροδεμένος, και ταυτόχρονα του πρόσδινε κάτι τόσο παθιάρικο, που θα
'λεγες πως υποφέρει, πράγμα που δεν εναρμονιζόταν καθόλου με το αυθάδικο και βάναυσο
χαμόγελό του και το σκληρό, γεμάτο αυταρέσκεια βλέμμα του. Ήταν ζεστά ντυμένος∙ φόραγε μια
μαύρη, κλειστή γούνα από προβιά και τη νύχτα δεν κρύωνε, ενώ ο γείτονάς του βρέθηκε
αναγκασμένος να υποφέρει όλη τη γλύκα της υγρής νοεμβριανής ρούσικης νύχτας —κι είχε ρίγη στη
ράχη— γιατί φαίνεται πως δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοιο κρύο. Φόραγε έναν αρκετά φαρδύ
και χοντρό μανδύα, χωρίς μανίκια και με τεράστια κουκούλα, ίδιον κι απαράλλαχτο με τους μανδύες
που φοράνε συχνά οι ταξιδιώτες το χειμώνα, κάπου μακριά στο Εξωτερικό, στην Ελβετία ή λόγου
χάρη στη Βόρεια Ιταλία, χωρίς φυσικά να υπολογίζουν σε τόσο μεγάλες διαδρομές, σαν απ' το
Εϊντκούνεν ως την Πετρούπολη. Όμως εκείνο που έφτανε και παράφτανε στην Ιταλία, αποδείχτηκε
πως δεν ήταν και τόσο αρκετό στη Ρωσία. Ο κάτοχος του μανδύα με την κουκούλα κι αυτός ήταν
ένας νέος είκοσι έξι με είκοσι εφτά χρονών, με ανάστημα λίγο ψηλότερο απ' το μέτριο, πολύ
ξανθός, με πυκνά μαλλιά, με αδύνατο πρόσωπο και μ' ένα μικρό, μυτερό σχεδόν άσπρο γενάκι. Τα
μάτια του ήταν μεγάλα, γαλανά κι ασάλευτα∙ στο βλέμμα τους υπήρχε κάτι το ήρεμο, βαρύ ωστόσο,
κάτι γεμάτο από κείνη την παράξενη έκφραση που κάνει μερικούς να μαντεύουν απ' την πρώτη
κιόλας ματιά πως ο άνθρωπος αυτός πάσχει από επιληψία. Το πρόσωπο του νέου ήταν άλλωστε
ευχάριστο, λεπτό και στεγνό, άχρωμο όμως, και τώρα μάλιστα είχε μελανιάσει απ' το κρύο. Απ' τα
χέρια του κρεμόταν ένα μικρό μπογαλάκι από παλιό ξεθωριασμένο φουλάρι που φαίνεται να 'χε
μέσα όλα τα ταξιδιωτικά του υπάρχοντα. Φορούσε παπούτσια με διπλές σόλες και γκέτες — όλα
αυτά κάθε άλλο παρά ρούσικα. Ο μαυρομάλλης γείτονας με την προβιά τα περιεργάστηκε όλ' αυτά,
όχι τόσο από περιέργεια μα γιατί δεν είχε τι άλλο να κάνει, και τέλος ρώτησε με εκείνο το αδιάκριτο
χαμόγελό του που μ' αυτό εκφράζεται καμιά φορά απροσχημάτιστα κι ακατάδεχτα η ανθρώπινη
ευχαρίστηση μπροστά στις ατυχίες του πλησίον:
— Κρύο, ε;
Κι ανασήκωσε τους ώμους.
— Πολύ —απάντησε ο γείτονας μ' εξαιρετική προθυμία— και σκεφτείτε, έχουμε και νοτιά. Τι θα
γινόταν αν είχαμε παγωνιά; Ούτε το σκέφτηκα καν πως κάνει τόσο κρύο στην πατρίδα μας.
Ξεσυνήθισα.
— Απ' το Εξωτερικό ερχόσαστε;
— Ναι, απ' την Ελβετία.
— Μπρε! Για φαντάσου!
Ο μαυριδερός έκανε φσς... κι έβαλε τα γέλια.
Πιάσανε κουβέντα. Η προθυμία του ξανθού νέου με τον ελβετικό μανδύα ν' απαντάει σ' όλες τις
ερωτήσεις του μελαχρινού του γείτονα ήταν καταπληκτική, λες και δεν υποπτευόταν καθόλου πόσο
αδιάκριτες, αδιάφορες και ράθυμες ήταν μερικές ερωτήσεις. Απαντώντας, του ανέφερε ανάμεσα στ'
άλλα πως έλειπε πραγματικά καιρό απ' τη Ρωσία, πάνω από τέσσερα χρόνια, πως τον είχαν στείλει
στο Εξωτερικό γιατί ήταν άρρωστος — είχε κάποια παράξενη αρρώστια των νεύρων, κάτι σαν
επιληψία ή σαν χορεία, κάποια τρεμουλιάσματα και ρίγη. Ακούγοντάς τον, ο μαυριδερός
χασκογέλασε αρκετές φορές∙ ιδιαίτερα έβαλε τα γέλια όταν τον ρώτησε: «λοιπόν, γιατρευτήκατε;»
— κι ο ξανθός απάντησε πως «όχι, δε με γιατρέψανε».
ph Oleh Pavliuchenkov
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου