«101 ποιήματα για μια χούφτα τόπο»
του Ανδρέα Ζαρμπαλά
( Έλληνας δημοσιογράφος και λογοτέχνης.από το Λαζάτι της Βόρειας Ηπείρου. Ζει μόνιμα στους Αγίους Σαράντα)
Όλον τον Μάη και το Θερτή μην με ψάχνετε,
είμαι ανάμεσα Μπουλιαράτι και Λόγγο,
μ’ έχουν καλεσμένο οι παπαρούνες
στο κόκκινο πανηγύρι τους.
Περπατώ
και το αίμα μου φτάνει ως στον αστράγαλο.
Τριγυρνάω τον τόπο μου!
Αναπνέω τον τόπο μου!
Κι αν μια μέρα θα κάνω πως φεύγω,
η Μπίστρισσα γίνεται νερένιο σχοινί
και με δένει πατόκορφα
και με δένει πατόκορφα.
Κι αν ξεφύγω απ’ τη Μπίστρισσα
βγαίνει πάνω στον όχτο το αγιόκλημα της Δίβρης,
μου ρίχνει με τις χούφτες το άρωμα
και ξεχνάω το δρόμο
και ξεχνάω το δρόμο.
Κι αν ξεφύγω απ’ τ’ αγιόκλημα
και διαβώ στα φαράγγια,
τα βουνά θα ξεριζώσουν κοτρόνια
να μου κόψουν την ανάσα
να μου κόψουν την ανάσα.
Κι αν ξεφύγω και πάλι
και πατήσω στο Βούρκο,
θα μακραίνει ο κάμπος, θα πλαταίνει ο κάμπος,
να βαδίζω αιώνια πάνω του».
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
----------------------
Δεν φοβήθηκα τότε που μας έκαψαν.. Μια ουρά στην τράπεζα θα φοβηθώ;
Κάτι τελευταίο αλλά σημαντικό κι ας είναι εντελώς προσωπικό.
Τηλεφωνώ στη μητέρα μου που δυστυχώς δεν έχει κάρτα και θα βρεθεί αύριο σε μια από τις τράπεζες που θα ανοίξουν για να παραλάβει το ποσό των χρημάτων που της αναλογεί.
– Μάνα, της λέω, αύριο θα έρθω μαζί σου να πάμε στο υποκατάστημα στο Παγκράτι.
(Εδώ να τονίσω πως η υγεία της είναι κάπως κλονισμένη και δεν θέλω να την αφήνω να ταλαιπωρείται)
– Για να είμαι μαζί σου ρε μάνα μην πάθεις κάτι, της λέω απότομα.
-Τι να πάθω παιδί μου, μου λέει….
Άκου να σου πω μια ιστορία, συνεχίζει, για να καταλάβεις πως τίποτα δεν θα πάθω.
Το 1943 που μπήκαν οι Γερμανοί στο χωριό (η μάνα μου γεννήθηκε το 1939 -σε λίγες μέρες έχει γενέθλια) ήμουν 4 χρονών περίπου.
Η γιαγιά σου η Ασπασία ήταν τότε έγκυος στο θείο σου το Κλέαρχο και ο θείος σου ο Διονύσης μωρό.
Μας είπε ο παππούς σου να μαζέψουμε ό,τι είχαμε στο σπίτι και να φύγουμε μην μας κάψουν ζωντανούς.
Η γιαγιά σου ζαλώθηκε κάποιες φλοκάτες, ο παππούς πήρε το μωρό στην αγκαλιά και μένα μου δώσαν να κρατάω μια κότα, η κατσίκα είχε ψοφήσει τον προηγούμενο χειμώνα.
Μην χάσεις την κότα Γιαννούλα,μου είπαν. ΄Ηταν όλη μας η περουσία.
Ημουν ξυπόλητη καθώς περπατάγαμε, σκόνταψα,έπεσα, χτύπησα, αυτό το σημάδι που έχω στο κούτελο εκείνη την ημέρα το έκανα…
H κότα μου έφυγε την έχασα.
Μέσα στην αναμπουμπούλα πως να την κρατήσω, μικρό παιδί ήμουν.
Όταν φτάσαμε σε σημείο που νιώθαμε ασφαλείς, μείναμε φτιάχνοντας με τις φλοκάτες σκηνή.
Δεν με μάλωσαν που έχασα την κότα. Εγώ όμως έκλαιγα, έκλαιγα πολύ.
Όχι για το κεφάλι μου πονούσε από το χτύπημα, ούτε για την κότα που έχασα, αλλά γιατί ένιωθα πως τους απογοήτευσα….
Δεν φοβήθηκα τότε παιδί μου που είδα το χωριό να καίγεται… Θα φοβηθώ τώρα μια ουρά στην τράπεζα;;
Ελληνίδα Μάνα!!!
Γιώτα Χουλιάρα
Η Ιστορία ενός τόπου, γράφεται από πολλούς, αλλά κρατάει τον γραφικό χαρακτήρα του καλύτερου
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
Ανδρέας Ζαρμπαλάς
(ποιητής , δημοσιογράφος στους Αγίους Σαράντα)
«Πάντως, να ξέρετε
Δεν μένουμε έξω από την πόρτα του κόσμου
Οι πατησιές της ιστορίας στάζουν αίμα.
Τρεις γενιές τώρα το μαζεύουμε στις χούφτες μας,
Ποτίζουμε ένα όνειρο
Όπως ποτίζουμε μια λεμονιά στην πέτρινη αυλή μας.
Κι αν καμιά φορά θα χτυπήσουμε την πόρτα του κόσμου
Δεν είναι που κουραστήκαμε,
Είναι που θέλουμε να κολλήσομε πάνω της
Τη ματωμένη μας παλάμη,
Έτσι, όπως θα σημαδεύαμε με κόκκινο
Την πόρτα ενός προδότη».
Πηγή: Himara.gr | Ειδήσεις απ' την Βόρειο Ήπειρο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου