Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2023

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ





ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΚΙΩΝΗΣ
«Η αρχιτεκτονική, όπως κάθε ποίηση, δεν είναι μια ενεργητικότητα αποκομμένη από τη σύνολη πνευματικότητα και που μπορεί γι' αυτό να παράγεται μόνο μέσα στα στενά όρια της περιοχής της. Η καταβολή της ιδιαίτερης για κάθε τέχνη μελέτης και πολύμοχθης άσκησης είναι αυτονόητη. Μα το πνεύμα της το καθορίζει και το κυβερνάει η κοσμοθεωρητική σύλληψη που έχει καταρτίσει ο καλλιτέχνης μέσα του. Η Τέχνη, μ' άλλους λόγους, είναι ομόλογη των ανθρώπινων ιδεωδών». Περιοδικό «Αιξωνή», Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1952





«Είναι απόλυτα βέβαιο πως στις περισσότερες περιπτώσεις, αν όχι σε όλες, ο χυδαίος ρεαλισμός της εποχής μας εθυσίασε κι επιμένει ακόμη να θυσιάζει τις ανάγκες της εσώτερης ζωής του ανθρώπου εις τα ωφελιμιστικά του ιδεώδη, όχι γιατί η θυσία τούτη ήταν τωόντι αναπότρεπτη -τις περισσότερες φορές μπορούσαν τούτες να ικανοποιηθούν χωρίς οι άλλες να βλαφτούν- αλλά γιατί οι εσώτερες τούτες ανάγκες απουσιάζουν απ' την ψυχή του. Τρέφει απέναντί τους κάτι χειρότερο από άγνοια - ιταμή περιφρόνηση». Αδημοσίευτο, 1948




ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΕΤΣΗΣ
Ζωγράφος
Πρόλογος στον Πικιώνη
Η ΕΥΡΥΧΩΡΗ τραπεζαρία, ομφαλός της κατοικίας της οδού Βιζυηνού 16, χώρος διασταυρώσεως προς τους άλλους του σπιτιού· των δωματίων προς τα δεξιά, του γραφείου - εργαστηρίου - σχεδιαστηρίου του Πικιώνη προς τα αριστερά και πλάι πιο πίσω, πάλι στο αριστερό, του μικρού κομψού σαλονιού· αλλά πάνω απ' όλα τόπος μεσημεριανής συνελεύσεως της μη συμπληρωμένης ακόμα εξαμελούς τότε οικογενείας --η Αγνή βρισκόταν στην κοιλιά της Κυρίας Αλεξάνδρας-- και ενός ή δύο ομοτράπεζων, τακτικότερου του Klaus, του κατά κανόνα άψιλλου Vrieslander που ήξερε πως τον περιμένει λιτό αλλά εύγευστο γεύμα μαγειρεμένο από τα χέρια της Κυρίας Πικιώνη.
Εντύπωση ενός δεκαπενταετούς εφήβου. Ιανουάριος ή Φεβρουάριος του 1941· εποχή πολέμου.
Και συμπληρώνεται η εικόνα: Στον ελεύθερο τοίχο μεταξύ γραφείου και διαδρόμου υπνοδωματίων, στον πιο μεγάλο της τραπεζαρίας, εκεί που δεν παρεμβάλλονται ανοίγματα, στη μέση μία servante και πάνω απ' αυτήν μια narure morte του Χατζηκυριάκου. Πλάι, αριστερά και δεξιά ανά δύο τοπία μικρών διαστάσεων, έργα του Πικιώνη. Έργα μιας ωραίας ζωγραφικής και αντιλήψεως η οποία πλησίαζε εκείνη του Cézanne και την οποία θα ήθελα τότε να μπορούσα να προσεγγίσω και να την φτάσω.
Αυτά τα τέσσερα έργα βλέπαμε για χρόνια στα μετέπειτα, όπως και κάποια από τα λαϊκά του, τόσον εμείς, φίλοι και επισκέπτες, όσο και τα παιδιά του. Δεν γνωρίζαμε τίποτε περισσότερο για τη ζωγραφική του πέρα από εκείνα τα έργα, Την πλάθαμε στη φαντασία· τη φέρναμε μπρος τα μάτια μας από έργα που δεν βλέπαμε γιατί τις αντιλήψεις στις οποίες είχε καταλήξει, πρέσβευε και ανάπτυσσε με σαφήνεια --κι ας πρότεινε συχνά το "νομίζω", σαν καλός παιδαγωγός-- σοφά τις είχε διοχετεύσει ανοίγοντάς μας ένα δρόμο ή το δρόμο. Το βλέμμα του είχε ευρύτατο άνοιγμα, εκτεινόταν σ' όλη τη σύγχρονη ως τότε τέχνη· αλλά ο νέος συνθετικός εμπρεσιονισμός είχε επιδοκιμασία και συγκατάθεση με χροιά στοργής, γιατί πίστευε πως εκεί βρίσκεται το λίκνο κάθε καλλιτέχνη.
Μιλούσε για ζωγραφική πάντα και ποτέ για αρχιτεκτονική --σε εμένα τουλάχιστον-- σαν ένας περιπατιτικός δάσκαλος εμβριθής, κατά τη διάρκεια μικρών κυριακάτικων πεζοδρομιών όπου μετά δύο τρία σπίτια από το Πικιωναίικο τέλειωνε η συνοικία Κυπριάδου και από τη μεριά εκείνη, η Αθήνα· περιπάτους προς τους εξοχικούς λόφους του Γαλατσίου και την Ομορφοκλησιά.
Με τα τέσσερα αυτά δείγματα ζωγραφικής και τα λίγα άλλα ακόμα, αλλά πιο πολύ με την συναισθηματική και πνευματική εγρήγορσή του, ήμαστε βέβαιοι πως είχαμε πνευματικόν οδηγό και δάσκαλο.
Μιλούσε ψιθυριστά, χαμηλόφωνα. Έλεγε για τον Cézanne, τα ψηφιδωτά, τις τοιχογραφίες και τη λαϊκή τέχνη. Το ίδιο μιλούσε στα μαθήματά του στη Σχολή Αρχιτεκτόνων στο Πολυτεχνείο με προφανή σκοπό να εξάψει την αγάπη στους σπουδαστές για τις καλές τέχνες ώστε να τις πλησιάσουν. Άλλωστε είχε ως συνεργάτες καλλιτέχνες· για μεγάλο διάστημα τον Εγγονόπουλο, κάποτε δε καλούσε κι άλλους όπως τον Τσαρούχη.
Τότε, σ' εκείνη τη χρυσή εποχή του Πολυτεχνείου!
Ο Πικιώνης ήταν το αντίβαρο των τεχνοκρατών. Έτσι επήρχετο η ισορροπία. Και οι κατηγορίες των σπουδαστών, που μοιράζονταν, ήσαν δύο: εκείνων με την καλλιτεχνική έφεση και των άλλων οι οποίοι πρακτικότεροι, απέβλεπαν στην αμεσότερη επαγγελματική σταδιοδρομία πλησιάζοντας άλλους καθηγητές, των οποίων οι προσανατολισμοί συνέπιπταν με τις προσδοκίες τους. Ενθάρρυνε τους πρώτους με τη συνεργασία του Χατζηκυριάκου --και δεν ήσαν λίγοι εκείνοι, όσοι είχαν προοπτικές προς τη ζωγραφική-- υποκαθιστώντας οι δύο την μερικώς λιμνάζουσα Σχολή των Καλών Τέχνων. Η κατάφασή τους προς τη σύγχρονη τέχνη και η αναζωπύρωση της αποκομμένης και σε αποσπάσματα ελληννικής παραδόσεως ήταν ένα νέο και θεόπεμπτο "πιστεύω".
Ορισμένοι από τους τότε νέους της Αρχιτεκτονικής είναι σήμερα κεφάλαια για την ελληνική τέχνη. Δεν γίνεται να μην αναφέρω τον Κοσμά Ξενάκη, το Νίκο Γεωργιάδη ή τον Καλαντζόπουλο, που ακολούθησαν τον δύσκολο δρόμο.
Και κάποτε ανοίχτηκε ένα μπαούλο.
Ανακάλυψη και αποκάλυψη!
Πρώτα για τους δικούς του, τα παιδιά του που δεν ήξεραν περισσότερα από τους άλλους. Για εμάς, για όσους μάντευαν τον άδηλο Πικιώνη αλλά τον περίμεναν, εκείνο το άνοιγμα συμπλήρωσε την φυσιογνωμία του κρυφού ζωγράφου.
Η Αγνή φρόντισε τούτο το θησαύρισμα της ζωής του. Προστάτευσε όλα τα έργα, όσα βρήκε, όχι μόνο με τη θυγατρική αγάπη και τρυφερότητα, αλλά κυρίως με την ευθύνη προς ένα κεφάλαιο της ελληνικής τέχνης που παρέμενε κρυμμένο και δεν αναζητά αλλά παίρνει τη θέση του σ' αυτήν· γιατί ο Πικιώνης μπορεί να μην εκπλήσσει από το μέγεθος των διαστάσεων των έργων του αλλά εκπλήσσει με της επίλεκτης πνευματικότητας με την οποία είναι εμποτισμένα και πιστεύω ότι τοποθετείται στους ξεχωριστούς ζωγράφους και δασκάλους της νεοελληνικής τέχνης, παράλληλα με τον Παρθένη. Άλλωστε σε αρκετό αριθμό έργων του που έχουν γίνει τις πρώτες δεκαετίες του 1900 υπάρχει σύμπτωση αντιλήψεων· και οι δύο μαζί προς εκείνες του δασκάλου της Aix.
Παρ' όλο που ο Πικιώνης είναι ο επίμονος της ισορροπίας της φόρμας, του τόνου και της συνθέσης, εν τούτοις δεν θα χαρακτηρίζετο ως ζωγράφος εγκεφαλικός, αλλά αντιθέτως πνευματικός, αισθησιακός, χυμώδης. Όσο κι αν αυτοί οι χαρακτηρισμοί συγκρούονται παρ' όλα αυτά θα διαπιστώσουμε πως μέσα στο έργο του που περιέχονται, συνυπάρχουν και συμπυκνώνονται τούτες οι αρετές-ιδιότητες για να μας προξενήσουν την ήπια δόνηση ή το ρίγος που προκαλεί, και πρέπει, το έργο τέχνης.
Ο Πικιώνης υπήρξε ένα φαινόμενο από τα ελάχιστα, αν όχι το μοναδικό. Ήταν όλα μαζί: αισθαντικός, πνευματικός, αισθησιακός. Και γι' αυτό το έργο του έχει παλμό, έλκει, γίνεται δικό μας.
Το σεζαννικό, πιστεύω, πέρασε από το ελληνικό του κόσκινο και την πικιωνική του ματιά για να δώσει τον πολύπτυχο ελληνικό χώρο όπως και το φως τούτου του τόπου, τόσο στα έργα «Από τη Φύση» όσο και στα «Αρχαία» του, «Βυζαντινά» και «Λαϊκά» του και στα άλλα «Της Φαντασίας», όπως τα ονομάζει· έτσι καθώς τα βρήκε ταξινομημένα σε ενότητες στο μπαούλο η Αγνή, σε πλαίσια χρονολογικά ευρύτατα μετατοπιζόμενα ώστε το ένα να εισχωρεί στο άλλο, όπως και οι ενότητες όπου από τη δεκαετία του είκοσι είναι έκδηλη η αναζήτηση των πηγών, η επιστροφή στα οικεία και στις ρίζες· τα ελληνικά αναγνωριστικά χαρακτηριστικά. Η αυτεπίγνωση που είχε συνεπάρει την πνευματική Ελλάδα με τις ευεργετικές συνέπειες για δεκαετίες, ώστε να εκλείψουν και τα τελευταία αποξηραμένα ακαδημαϊκά κατάλοιπα, ήταν τρόπος της σκέψης του.
ΕΡΓΟ Δημήτρη Πικιώνη
Από την ενότητα ΑΤΤΙΚΑ, 1940-1950: Χωρίς τίτλο, μελάνι σε χαρτί




ΓΙΑΝΝΗΣ ΤΣΑΡΟΥΧΗΣ
Ζωγράφος
Ο Tσαρούχης για τον Πικιώνη
(Κείμενο γραμμένο καθ' υπαγόρευση του Γιάννη Τσαρούχη στην Αγνή Πικιώνη το πρωΐ της 5ης Απριλίου 1987, στο σπίτι της, όταν ο ζωγράφος ανταποκρινόμενος σε πρόσκλησή της επισκέφθηκε και είδε τα ζωγραφικά έργα του Πικιώνη.)
Ο ΠΙΚΙΩΝΗΣ, αν θέλουμε να καταλάβουμε ποιος είναι, πρέπει να τον δούμε σαν ένα Ευρωπαίο που μένει στην Ελλάδα και προσαρμόζεται σ' αυτήν. Δεν είναι απ' αυτούς που θέλουν να γίνουν εφάμιλλοι της Ευρώπης άλλά θέλει να κάνει ό,τι θά 'κανε ένας Ευρωπαίος στην Ελλάδα. Η διαφορά αυτή είναι τεράστια γιατί όταν ο καλλιτέχνης θέλει να γίνει εφάμιλλος, εξαρτάται από το τι ονομάζει Ευρώπη. Όλοι αυτοί που πάνε ένα διάστημα ή και περισσότερο στην Ευρώπη τι βλέπουν και τι ξέρουν από Ευρώπη; Το πρόβλημα είναι αυτό. Η Ευρώπη των καφενείων και των άσκοπων συζητήσεων, ο καφές και το folklor του Παριζιάνικου δημιουργούν ένα εμπόδιο να καταλάβει κανείς τι είναι αληθινό και τι είναι ψεύτικο. Τι έχει κάνει γι' αυτό ο κόσμος, παλιός και καινούργιος; Ο Έλληνας καλλιτέχνης που παίρνει στα σοβαρά την Ελλάδα είναι μοιραίο να έρθει σε αντίθεση με το επίσημο κράτος και με την ελληνική πραγματικότητα. Αυτό δίνει στον κάθε δημιουργό Έλληνα την δυσκολία να υπάρχει και να είναι διαφορετικός από τον Ευρωπαίο και τον Ανατολίτη.
Ο Πικιώνης θέλησε να τονίσει το γνήσιο από αυτά που τον περιστοίχιζαν, αφήνοντας απόλυτη ελευθερία να κάνει κανείς σφάλμα επ' άπειρον αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Ο Έλληνας που θέλει να κάνει ό,τι του κατέβει δεν δέχεται την παράδοση και θέλει να υπάρχει ξένοιαστος για το τι γίνεται, δημιουργώντας ένα επιπόλαιο και πληροφορημένο σχετικώς στυλ. Η σειρά των έργων με την οποία προσπαθεί να αποδώσει την Αττική είναι επηρεασμένη από τη δουλειά του Cézanne, αυτουνού δηλαδή που αλλάζει όλη την πορεία της παγκόσμιας ζωγραφικής. Όταν οι άλλοι αντιγράφουν τους ακαδημαϊκούς με το σουξέ τους ο Πικιώνης μένει ανεπηρέαστος και με τα τοπία του τα ελληνικά προσπαθεί να βρεί την ουσία της σκέψεώς του. Να αποδώσει την Ελλάδα ουσιαστικά, φτάνει να προϊδεί την αφηρημένη τέχνη· κυνηγώντας το καλό, βρίσκει το Ελληνικό. Αυτές οι σπουδές με λάδι εκ του φυσικού δίνουν τη δυνατότητα στον Πικιώνη να ζήσει το δράμα της σύγχρονης ζωγραφικής. Είναι συγχρόνως τα σχέδια ενός αρχιτέκτονα τα οποία θα συμπληρωθούν από μια αρχιτεκτονική ανάλογη. Ξεκινάει από το Τοπίο για να φθάσει στην Αρχιτεκτονική και η Αρχιτεκτονική γι' αυτόν είναι Ποίημα στο οποίο οι πρακτικές ανάγκες και λύσεις στοιχειωδώς εξυπηρετούνται.
Πρέπει νά 'ναι ωραίο αυτό που κάνουμε, έλεγε, κι έχουμε δικαίωμα να αρνηθούμε την πραγματικότητα όσο δυνατή κι αν είναι. Ο σκορπιός, έλεγε εξυπηρετείται οργανικά με την κατασκευή του αλλά οι ανθρώπινες ανάγκες τον βρίσκουν περιττό και ειδεχθή. Είναι τέλειο πλάσμα και δεν θα τον θέλαμε παρ' όλο που είναι οργανικά τα πάντα σ' αυτόν.
Είναι ο πρώτος αρχιτέκτων στην Ελλάδα που είχε το θάρρος να διακηρύξει ότι η Αρχιτεκτονική είναι Τέχνη και Ποίησις, κι έτσι είναι ένα πρόσωπο που παράλληλα με τη δημιουργία του ασκεί την αντιπολίτευση στην κατάσταση που δημιούργησαν οι διάφοροι "θετικοί" αρχιτέκτονες που βάλλουν το confort και την οργανικότητα παραπάνω από όσο είναι απαραίτητο. Η ζωγραφική του εκτός από την ποιότητά της είναι υπέροχη, είναι συγχρόνως η καλύτερη προετοιμασία στην αρχιτεκτονική του. Τα έργα του, από τη σειρά ΦΥΣΗ και πολλά άλλα δείχνουν πάντα τη διπλή τους αξία, σαν προετοιμασία στην αρχιτεκτονική και σαν ζωγραφικιή δημιουργία. Οι δημιουργίες του, του 1930-50, οι καθαρά ζωγραφικές, αρχίζουν να γίνονται άλλο πράγμα με την προσπάθεια να κάνει μία ζωγραφική διακοσμητική και ποιητική μαζί. Θαρρείς πως είναι η ολοκλήρωσις του σχεδίου εκ του φυσικού που τον οδηγεί στην ανεξαρτησία του και στην ελευθερία της ζωγραφικής του, που είναι μια παρομοίωσις και όχι μια αντιγραφή. Ένα νέο στοιχείο μεταφυσικό έρχεται στο φως και δίνει πάλι το περιεχόμενο της αρχιτεκτονικής του αναζητήσεως. Βασίζεται σε ρυθμούς και ιδανικά λεπτεπίλεπτα που μόλις υπάρχουν και θέλει να τα βάλει σ' έναν κόσμο στέρεο και έντονο.
Κάποτε ο Le Gorbusier μου είπε: «Θέλω να χτίσω σπίτια σαν τις Versailles, θέλω να κάνω τέχνη αλλά με στοιχεία σύγχρονα». Αυτό είναι ο πόθος κάθε καλλιτέχνη, να κάνει έργα που μία μοίρα τα διευθύνει και είναι ανεξάρτητα και πειθαρχούν σ' έναν ανώτερο ρυθμό που βγαίνει από μας και είναι πια η έκφρασις των πραγμάτων που είναι δικά μας και δεν είναι.



ΕΛΕΓΕΙΕΣ για τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΙΚΙΩΝΗ
ΕΛΕΓΕΙΕΣ για τον ΠΟΛΙΤΙΣΜΟ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
που ολοσχερώς καταστρέφεται
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ
Zωγράφος
Για τον Πικιώνη
(Από το βιβλίο "ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΠΟΥΖΙΑΝΗΣ,
Γράμματα προς τον Χ. Μπάρφελντ", Μ.Ι.Ε.Τ. Αθήνα 1989.)
ΜΕ ΤΟΝ ΠΙΚΙΩΝΗ συνδεθήκαμεστενά το 1907 στο Μόναχο, γνωριζόμαστε όμως από την Αθήνα. Θυμάμαι τους πολύωρους σχεδόν καθημερινούς βραδυνούς μας περιπάτους, τις κουβέντες μας. Πάντοτε μου ήτανε μια πνευματική ηδονή και την διατηρούσα για να την ανανεώνω την επόμενη βραδυά ή το πολύ μετά δυο τρεις ημέρες.Τότε ζωγράφιζε παράλληλα με την αρχιτεκτονική κι έδειχνε μάλιστα εξαιρετικό ταλέντο. Μα πάντα κι η ομιλία του και η ζωγραφική του είχαν κάτι που έμοιαζε με πειραματισμό. Ποτέ μια συνομιλία δεν έφτανε σε ένα απόλυτο συμπέρασμα. Πάντα σταματούσε σ' ένα σημείο που απαιτούσε μια συνέχεια. Έμενε κάτι το αόριστο. Και ακριβώς αυτό το αόριστο, η ανάγκη της συνέχειας, κρατούσε το φιλικό μας δεσμό ζωντανό που όλο και βαθύτερος γινότανε. Θυμάμαι που μου είχε γίνει απαραίτητος και που νοσταλγούσα την επομένη μας συνάντηση. Είχε κάτι το μυστηριώδες η ομιλία του. Άρχιζε πάντα χαμηλόφωνα, ύστερα η φωνή του δυνάμωνε χωρίς όμως ποτέ να γίνεται δυνατή. Και έπειτα, δεν ξέρω πώς, έσβυνε στο τέλος, σαν μέσα στο άπειρο. Σε ανάγκαζε να βρεις μόνος σου μέσα σε μιαν απεραντοσύνη τον τόπο όπου έτρεχε η δικιά του φαντασία. Πάντα, θυμάμαι, βρισκόμουν σε μια κατάσταση φόβου, μη τυχόν και χάσω το νήμα της ομιλίας του Κάποτε όμως έριχνε ο ίδιος το φως μέσα στα μυστηριώδη και κρυμμένα νοήματά του και με παρέσυρε και μένα μέσα σ' ένα μαγευτικό κόσμο.
Αλλά σε μια στιγμή που μου μιλούσε γι' αυτά που κάνει πάνω στα σχέδια και την ζωγραφική του, μου λέει: «Να, ξέρεις, ένα σαγόνι, ένα στόμα, ένας λαιμός, το χέρι, ένα μάτι». Και ξαφνικά, όπως συνήθιζε, διέκοψε και πρόσθεσε: «Μα ξέρεις, δεν θέλω εγώ να τα κάνω αυτά, μα να γίνω αιτία να τα κάνουν άλλοι, η άλλη γενιά, άλλες γενεές». Τότε άρχισα κάπως να τον καταλαβαίνω. Είχα την εντύπωση ότι κρατούσε σπόρους στη χούφτα του και τους έριχνε περπατώντας πάνω στη γη και ήξερε πως κάποτε θα καρποφορήσουν.
Ένας εξαιρετικός τύπος, μια ξεχωριστή φυσιογνωμία, απόλυτα πνευματοποιημένη με αναξιχνίαστο βάθος που χάνεται μέσα στο ασύλληπτο. Έτσι χωριστήκαμε όταν έφυγε για την Ελλάδα. Τον νοσταλγούσα, μου έλειπε. Συναντηθήκαμε πια στην Ελλάδα και ήταν σα μια συνέχεια εκείνης της εποχής.
Μα τώρα όλα μου φαινόντανε πιο ξεκάθαρα, πιο συνειδητά και πιο θετικά. Είναι ένας άνθρωπος που ήξερε τι ζήταγε, που έφτασε να συνεχίζει και θα συνεχίζει πάντα αυτό που πιστεύει. Είναι το πνεύμα που τρέχει, θαρρείς, μέσα στην ατμόσφαιρα και όλα τα βλέπει και τα προσέχει και τα ρυθμίζει, και που διαρκώς μας τα δίνει. Μια διαρκής ανανέωση. Μόλις προφταίνει να ωριμάσει, αρχίζει κάτι άλλο, όπως η φύση.
Μια μεγάλη βαθιά φυσιογνωμία που περπατά μέσα στους δρόμους μας και πετάει τους σπόρους που θα βγάλουν σίγουρα; καρπούς.
Είμαι ευτυχής που γνώρισα από τόσο κοντά αυτόν το ξεχωριστό άνθρωπο και καλλιτέχνη.
Αθήνα 11/01/58



Δημήτρης Πικιώνης Ακρόπολη-Φιλοπάππου, Προσχέδιο για τη διαμόρφωση του Φιλοπάππου 1954 – 1957, Μουσείο Μπενάκη
«Η αρχιτεκτονική του Πικιώνη βγαίνει κατ’ ευθείαν μέσα από τη γη. Και μαζί ο αρχιτέκτονας», γράφει ο Ζήσιμος Λορεντζάτος. Ο Πικιώνης διατυπώνει σε λίγες φράσεις τη σχέση του με το τοπίο δίνοντάς μας το κλειδί για να ανοίξουμε την πόρτα του έργου του.
«Ήταν φορές που αισθανόμουν πως εις τα θεμέλια που εισχωρούσαν βαθιά στη γη, εις τους ογκώδεις τοίχους και τις καμάρες των, ήταν η ψυχή μου που εντοιχιζόταν εις το ανώνυμο πλήθος των…».
Αυτό μας υπαγορεύει το έργο του Πικιώνη. Να φανταστούμε τους εαυτούς μας με τρόπο απογυμνωμένο, πνευματικά ανώτερο. «Να μοιάσουμε μ’ αυτό που πραγματικά είμαστε».



Ο Πρωτομάστορας, ο Δημήτρης Πικιώνης και η λαϊκή μας παράδοση
Footpaths of the Acropolis (arch.Dimitris Pikionis 1951-57 Athens.
O δημιουργός μας συμβουλεύει: «Πρέπει να είμαστε ικανοί να ξεχωρίζουμε την Τέχνη σε κάθε τι, είτε παλιό ’ναι αυτό, είτε και προσπάθεια γι’ αυτήν ακόμα, για να μπορέσουμε να νιώσουμε βαθιά».
Ο Πικιώνης δούλεψε εκεί με τους μαθητές του και με Ναξιώτες μαρμαράδες. Σύμφωνα με μαρτυρίες, ήταν σχεδόν καθημερινά στο εργοτάξιο και μετά από συζητήσεις με όλους τους συνεργάτες του εξηγούσε, ρωτούσε, σχεδίαζε, στοχαζόταν και αποφάσιζε. Με αυτό τον τρόπο διαμόρφωσε και τον χώρο γύρω από την Ακρόπολη. Με λιθόστρωτα –μοναδικά έργα τέχνης–, με αναφορές στη λαϊκή τέχνη αλλά και στον ζωγράφο Πωλ Σεζάν. Εκεί λοιπόν ο αρχιτέκτονας, όπως άλλωστε και στα υπόλοιπα έργα του, συνετέλεσε αυτή τη μεγάλη υπέρβαση, τον εκσυγχρονισμό της παράδοσης.
του Δημήτρη Ξυδερού


Ο Δημήτρης Πικιώνης με τα παιδιά του στην Αίγινα το 1937
Είναι τέτοια η αγάπη και το δέος που αισθάνεται ο Πικιώνης για τον λαό, που λίγοι τον έχουν υπερασπιστεί με τέτοιο σθένος. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο Σεφέρης ακούγοντας τους ψαράδες να τραγουδούν τον Ερωτόκριτο. Είναι η ίδια αγάπη και το ίδιο δέος που ένιωθε ο «ιταλομαθής» Διονύσιος Σολωμός, όταν αγόραζε λέξεις από τους φτωχούς κατοίκους της Ζακύνθου, όπως τόσο υπέροχα περιγράφει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος στο αριστουργηματικό του κινηματογραφικό έργο «Μια αιωνιότητα και μια ημέρα».
του Δημήτρη Ξυδερού





Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ICE--2

2022 στους μολυβογράφτες μιλάω θα ρθεί καμία μέρα η χαρά και δεν θα ξέρουμε να την περιγραψουμε θα λέμε χαρά και το δάκρυ θα πέφτει κορόμηλ...