...............30 Ιουλίου είναι η ημέρα που γεννήθηκα
το πρωί 10 η ώρα
οχι ότι έχει κάποια σημασία για εσάς
αλλά μέσα μου έχω πάντα μια γλυκειά ανάμνηση λόγω της μάνας μου
η όποια διηγείτο το βράδυ που η ζεστή μήτρα έκανε συσπάσεις
το ότι ο πατέρας μου δεν πρόλαβε να την μεταφέρει στην μαιευτική κλινική στην Αθήνα
και εκ των πραγμάτων κάλεσε έναν φίλο του μαιευτήρα και την μαία με μεγάλη πείρα στ Ανάπλι
αργούσε ο μαιευτήρας και αναγκάστηκε με μεγάλη ψυχραιμία να με ξεγεννήσει ένας παθολόγος
που ήταν πατέρας μου
ο καιρός εκείνη την μέρα βογκούσε φλόγινα νέφη
τα γιασεμιά λιποθύμησαν
και το μωρό η αφεντιά μου κοιμήθηκα την πρώτη νύχτα στην αγκαλιά της μάνας μου
..................μια απλή ιστορία δηλαδή αλλά μέσα μου, ως παιδάκι μέσα μου, ζωγράφισα μια πελώρια στοργή
ε, αυτό είναι που με συνεπαίρνει κάθε χρόνο στις 30 Ιουλίου
.....................................
αποχαιρετισμός στα Χανιά εδώ στην φωτό
μια και ανήμερα τα γενεθλια μου θα τα ζήσω κατά μόνας εν πλώ με το καράβι της γραμμής επιστρέφοντας
με μεγάλο σπαραγμό για την λατρεμένη μου πατρίδα
γι άλλη μια φορά ημέρα γενεθλίων θα επαναλάβω
οτι η πτώση της ελλάδας αφανίζει την ύπαρξή μου
(αυτά και τέλος για την μέρα αυτή)
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
'Εναστρον Ναύπλιον
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Νίκος Γκάτσος, «Αμοργός»
«Πόσο πολύ σε αγάπησα» απόσπασμα
Πόσο πολὺ σὲ ἀγάπησα ἐγὼ μονάχα τὸ ξέρω
Ἐγὼ ποὺ κάποτε σ᾿ ἄγγιξα μὲ τὰ μάτια τῆς πούλιας
Καὶ μὲ τὴ χαίτη τοῦ φεγγαριοῦ σ᾿ ἀγκάλιασα καὶ χορέψαμε μὲς στοὺς καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στὴ θερισμένη καλαμιὰ καὶ φάγαμε μαζὶ τὸ κομένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα μὲ τόσα βότσαλα τριγύρω στὸ λαιμὸ τόσα χρωματιστὰ πετράδια στὰ μαλλιά σου.
Ἕνα καράβι μπαίνει στὸ γιαλὸ ἕνα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μιὰ τούφα γαλανὸς καπνὸς μὲς στὸ τριανταφυλλὶ τοῦ ὁρίζοντα
Ἴδιος μὲ τὴ φτερούγα τοῦ γερανοῦ ποὺ σπαράζει
Στρατιὲς χελιδονιῶν περιμένουνε νὰ ποῦν στοὺς ἀντρειωμένους τὸ καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνὰ μὲ χαραγμένες ἄγκυρες στὴ μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγὲς παιδιῶν μὲ τὸ κελάδημα τοῦ πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μὲς στὰ ρουθούνια τῶν ἀγελάδων
Μαντήλια καλαματιανὰ κυματίζουνε
Καὶ μία καμπάνα μακρινὴ βάφει τὸν οὐρανὸ μὲ λουλάκι
Σὰν τὴ φωνὴ κάποιου σήμαντρου ποὺ ταξιδεύει μέσα στ᾿ ἀστέρια
Τόσους αἰῶνες φευγάτο
Ἀπὸ τῶν Γότθων τὴν ψυχὴ κι ἀπὸ τοὺς τρούλλους τῆς Βαλτιμόρης
Κι ἀπ᾿ τὴ χαμένη Ἁγια-Σοφιὰ τὸ μέγα μοναστήρι
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~`
ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ
Το χρυσάφι
Κάποτε
θα σταματήσουμε
σα μιά γαλάζια άμαξα
μέσ' στο χρυσάφι
δε θα μετρήσουμε τα μαύρα
άλογα
δε θά 'χουμε τίποτα ν' αθροίσουμε
δε θά 'χουμε πια τίποτα
για να μοιράσουμε
κρατώντας
ένα ξύλο
θα περάσουμε
μέσ' απ' τη μαύρη τρύπα
του ήλιου
που θα καίει
photo yiorgos kordakis
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου