Η εποχή των μπουμπουκιών,
μας είχε προσπεράσει
Τότε που το ξημέρωμα μιας νύχτας ήταν πάντα της χαράς μας βήμα
Το πρωί
έκοβες δυό ρόδα -ένα για σένα -ένα για μένα-
Η άχνα του καφέ πλημμύριζε μόσχο
και ο καπνός του τσιγάρου πολύχρωμος
Οι χωρισμοί πάντα τσεπώνουν σαν λωποδύτες χρώμα και φως
εσύ,
αόμματος
στάχτη γίνεσαι
αέρα μουντό
ανασαίνεις
εγώ σε πέπλο άγνωστο
σύνθεση απ την αρχή των ψηφίδων του πελάγους
της έναστρης νύχτας, της βροχής και των μυστηρίων της αστροφυσικής
Τυφλός εσύ, μπερδεύεις τα μοιρογνωμόνια, τις πυξίδες,τις μοίρες
Λες και το βλέμμα σου γύπας το θανάτωσε
Το βράδυ που συμφωνήσαμε την οριστική μας παύση
αφήσαμε τις βρύσες ανοιχτές
νερό άφθονο κατρακυλούσε
μεθύσαμε με γεύση φαρμακωμένης συμφωνίας
μαλαγουζιά,
από εύφορα αρχαία εδάφη
Επιστρέψαμε το κεχριμπάρι καρπός ηδονής στα χείλη
με κέρασες ένα σέρτικο
φουμάρισα το στόμα σου
επιβάτης μοναχικός σε ανεμπόδιστη κλίση
Εύχαρις έφυγες με πηλίκο και διαιρέτη
εξαίσια ομολογουμένως λογιστική,
αριθμοί οι ώρες τα λεπτά και οι μέρες
Ολα συμφωνημένα
Ολα στρωμμένα
Με τάξη
Πίσω από την πλάτη σου που άχνιζε χαρά
είχες ήδη φύγει
σε ποιά στράτα πήγαινες;
με τι όνειρα τυφλού διαβατάρη;
απέμεινα με το χαρτί στα δάκτυλα
στριφτό τσιγάρο και πληγή
καπνός μαύρος το χάος,
ποικιλία από εδάφη καμμένα
χίλια χρόνια λεηλατημένα
Πίσω από τα δικά σου όνειρά ένα πουλί νεκρό στην πίσω αυλή
με ράμφος γυρτόΑνάρτηση: ΑΣτάικου
πικρό καρφί μπηγμένο στο λεπτό του μάτι
ξεθώριασε το χρώμα της γης
δίκιο κι άδικο σε θρήνου τελετή
Πηγή:
ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου