Ἡ Ἑλλάδα, Χώρα τῶν Νικημένων Θεῶν καὶ τῆς Ἐξορίας
Ὁ ποιητῆς. Ἕνα κενό; Μὰ ὄχι. Ἡ θλίψη τοῦ Σεφέρη, σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο, δὲν εἶναι λιγότερο δραματική. Γιατί ξέρει καλὰ ὅτι ὁ ποιητὴς εἶναι τὸ πνεῦμα ποὺ ἀνασυνθέτει τὸ κενό, ὅπως ὁ μουσικὸς ποὺ ἐκφράζει τὸ νόημα τῆς σιωπῆς καὶ κάνει τὴ νύχτα νὰ τραγουδᾶ. Ξέρει, ὅμως, ἀκόμη, ὅτι τὸ νὰ ἀνασυνθέτεις τὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ ποὺ δημιούργησε τὴν ὀμορφιά, τὴν δικαιοσύνη, τὸ Θεό, καὶ γέννησε αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ξανάδε οὔτε πρόκειται νὰ ξαναδεῖ κανεὶς δυὸ φορές, εἶναι μιὰ ἀνέλπιδη προσπάθεια.
«Βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες», λέει ὁ ποιητής.
Μεγάλες, ἐξαιτίας τοῦ βάρους των. Μεγάλες, ἐξαιτίας τῆς ἀνυπόφορης τελειότητάς τους.
Ὄχι, ἡ Ἑλλάδα δὲν εἶναι ἡ χώρα τῆς κατάρας τῶν νικημένων ἀπὸ τὴ μοίρα Θεῶν. Εἶναι ὅμως, δύσκολο -σ᾿ αὐτὸ συμφωνοῦμε- νὰ εἶναι κανεὶς ἀπόγονός του Αἰσχύλου καὶ τοῦ Φειδία καὶ τοῦ Πλάτωνα. Ἐρχόμενος, ὡστόσο, ὕστερα ἀπὸ τὸ Σολωμό, τὸν Παλαμᾶ, τὸ Σικελιανό, ὁ Σεφέρης εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ ζεῖ ὀδυνηρὰ τὴν Ἑλληνική του μοίρα, ὑπερήφανα, ἀλλὰ χωρὶς ματαιοδοξία· ἀνθρώπινα, ἀλλὰ χωρὶς ἀλαζονεία· δύσκολα, ἀλλὰ χωρὶς ἀπελπισία· σεμνά, ἀλλὰ χωρὶς ρητορεία.
Τὰ τελευταία ἀποσπάσματα ποιημάτων ποὺ παραθέτω δείχνουν τὸ ἁπλὸ μεγαλεῖο μὲ τὸ ὁποῖο ὁ Σεφέρης στέκεται μπρὸς σ᾿ ἕνα παρελθὸν ποὺ συντρίβει τὸν ἄνθρωπο τῆς γενιᾶς του.
Μοῦ παραχώρησε τὸ δικαίωμα νὰ διαλέξω, ὕστερ᾿ ἀπ᾿ αὐτόν, τὰ ποιήματα μὲ τὰ ὁποῖα θὰ ἤθελα νὰ τὸν παρουσιάσω.
Τὸ πρῶτο, «Ξύπνησα μ᾿ αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι στὰ χέρια» καὶ τὸ δεύτερο «Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου», τὰ ξεχωρίσαμε, αὐτὸς κι ἐγώ, σὰν βασικά. Τὸ τέταρτο εἶναι παρμένο ἀπὸ τὴν «Κίχλη». Τὸ φυλάω γιὰ τὸ τέλος. Ἔχω τοὺς λόγους μου γι᾿ αὐτό.
Διάλεξα τὸ πρῶτο -τὸ μαρμάρινο κεφάλι- γιατί θυμίζει ἀκόμη τὶς πέτρες, τὶς δουλεμένες τούτη τὴ φορά, ποὺ εἶναι ὄχι μονάχα ἡ δόξα, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀδυσώπητη κληρονομιὰ τοῦ σημερινοῦ Ἕλληνα.
«Ξύπνησα μὲ τὸ μαρμάρινο τοῦτο κεφάλι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποὺ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
Ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.
ποὺ μοῦ ἐξαντλεῖ τοὺς ἀγκῶνες καὶ δὲν ξέρω ποὺ νὰ τ᾿ ἀκουμπήσω.
Ἔπεφτε στὸ ὄνειρο καθὼς ἔβγαινα ἀπὸ τὸ ὄνειρο
Ἔτσι ἑνώθηκε ἡ ζωή μας καὶ θὰ εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ ξαναχωρίσει.
Κοιτάζω τὰ μάτια· μήτε ἀνοιχτὰ μήτε κλειστὰ
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη·
μιλῶ στὸ στόμα ποὺ ὅλο γυρεύει νὰ μιλήσει
κρατῶ τὰ μάγουλα ποὺ ξεπέρασαν τὸ δέρμα
Δὲν ἔχω ἄλλη δύναμη·
Τὰ χέρια μου χάνουνται καὶ μὲ πλησιάζουν ἀκρωτηριασμένα».
Τὰ μπράτσα εἶναι ἀσθενικά, ἀδύνατα καὶ πέφτουν ξεριζωμένα ἀπ᾿ τοὺς ὤμους γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ κρατήσουν αὐτὸ τὸ μαρμάρινο κεφάλι, πού ᾿ναι σύμβολο τοῦ κάθε ὡραίου ποὺ ἐδημιούργησε ἡ Ἑλλάδα καὶ ποὺ ὁ Σεφέρης καὶ οἱ δικοί του ὀφείλουν νὰ τὸ ὁδηγήσουν ἀκόμη πιὸ μακρυά, νὰ τὸ βοηθήσουν μὲ μία καινούργια ἰδιοφυΐα, ἴση πρὸς τὴν ἀρχαία. Τέτοια ὑπῆρξε, ἄλλοτε, ἡ μοίρα τῶν Δαναΐδων, ποὺ ποτὲ δὲν μπόρεσαν ν᾿ ἀποτελειώσουν τὸ φοβερό τους μόχθο. Τὸ ὄνομά τους, ὅμως, μπῆκε στὴν αἰωνιότητα τῶν μεγάλων Συμβόλων.
Στὸ «Γυρισμὸ τοῦ ξενιτεμένου» ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μίαν ἄλλην εἰκόνα, μ᾿ ἕναν ἄλλον σπαραγμό.
Θὰ μποροῦσα, βέβαια, νὰ ἐπαναλάβω, ὅπως ἤδη, τὸ ἔχουν κάνει οἱ ἐξηγητές του, τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς του. Γεννήθηκε στὴ Σμύρνη. Ἔχασε τὰ πάντα ὕστερα ἀπὸ τὴ Μικρασιατικὴ καταστροφὴ τοῦ 1922.
Ξεριζωμένος. Τὰ σπίτια ποὺ εἶχε, τοῦ τὰ πήρανε. Ξέρω. Ξέρω, ὅμως, ἐπίσης, ὅτι ἀναζήτησε στὶς Μυκῆνες καὶ ἀλλοῦ. Ἀνάμεσα στὶς σωριασμένες πέτρες, τὸ ἀρχαῖο του σπίτι:
«... στριφογυρίζοντας μέσα σὲ σπασμένες πέτρες, τρεῖς ἢ ἕξι χιλιάδες χρόνια
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ εἴταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις·
θὰ μπορέσουμε;».
ψάχνοντας σὲ οἰκοδομὲς γκρεμισμένες ποὺ θὰ εἴταν ἴσως τὸ δικό μας σπίτι
προσπαθώντας νὰ θυμηθοῦμε χρονολογίες καὶ ἡρωικὲς πράξεις·
θὰ μπορέσουμε;».
Ὁ ποιητής, ἐδῶ, δὲν ἀποτελειώνει τὴ φράση του. Μιὰ σκέψη τὸν βασανίζει. Ὕστερα ἀπὸ μίαν ἄλλη στροφὴ ποὺ θυμίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μεγάλους ἡρωϊσμούς, τὶς μεγάλες καθιζήσεις, τὸ τρομερὸ γι᾿ αὐτὸν ρώτημα θὰ ξαναγυρίσει πάλι, ὄχι, ὅμως, σὰν κραυγή, ἀλλὰ σὰν ἐναγώνια οἰμωγή:
«γιατί δεθήκαμε καὶ σκορπιστήκαμε
καὶ παλαίψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;».
καὶ παλαίψαμε μὲ δυσκολίες ἀνύπαρχτες ὅπως λέγαν
χαμένοι, ξαναβρίσκοντας ἕνα δρόμο γεμάτο τυφλὰ συντάγματα
βουλιάζοντας μέσα σὲ βάλτους καὶ μέσα στὴ λίμνη τοῦ Μαραθῶνα,
θὰ μπορέσουμε νὰ πεθάνουμε κανονικά;».
Τὸ νὰ ζεῖ κανεὶς τὴ μοίρα του σὰν ἐξόριστος τοῦ παρελθόντος μέσ᾿ στὸν σημερινὸ κόσμο, αὐτὴ εἶναι ἡ ἀνυπόφορη ἐξορία. Καὶ ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἡ ζωή του ὡς διπλωμάτη καὶ προπάντων τὰ γεγονότα πού ῾ζησε στὸν πόλεμο καὶ τὴν κατοχὴ τῆς χώρας του, τὸν ἐκράτησαν πιὸ πολὺν καιρὸ στὰ ξένα παρὰ στὴν πατρίδα του, στὰ ξένα ἀπ᾿ ὅπου ἡ πατρίδα του τοῦ φαινόταν πάντα πιὸ μεγάλη καὶ πιὸ γοητευτική, αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἔνιωσε τὸν πόνο του φοβερά. Ξέρουμε τώρα ἀρκετὰ τὴν εὐαισθησία, τὴ σκέψη καὶ τὴν τέχνη τοῦ Σεφέρη γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε τὴ βαθύτερη σημασία τῆς ἐξορίας του καὶ τοῦ γυρισμοῦ του. Πρόκειται, πράγματι, γιὰ τὸν Ἑλληνισμὸ ποὺ τὸν ἔχει αἰσθανθεῖ καὶ τὸν ἔχει βιώσει στὸ βάθος τῆς ψυχῆς του. Ἀνάμνηση καὶ νοσταλγία ἑνὸς παρελθόντος ἀσύγκριτου μεγαλείου. Καὶ πόνος γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν πραγματικότητα. Ὁ διάλογος τοῦ ποιήματος εἶναι ἐπινόηση ποὺ πλάθει μὲ τὴ φαντασία του ὁ ποιητής, γιὰ νὰ θέσει ἀντιμέτωπους τοὺς δυὸ ἀνθρώπους στοὺς ὁποίους εἶναι διχασμένος ὁ Σεφέρης.
Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
«Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου».
«Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».
τὰ δέντρα μου ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι᾿ οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι᾿ ὅμως σὰν εἴμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι᾿ ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος».
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ - σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι᾿ οἱ πλαγιές σου».
«Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχονται ὡς τοὺς ὤμους
κι᾿ ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους».
«Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».
σιγὰ - σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι᾿ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι᾿ οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν».
«Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεται στὸ χῶμα».
«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».
σιγὰ σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι᾿ ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους».
«Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
βούλιαξε κι᾿ ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πῶς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα».
Τί στάση νὰ υἱοθετήσει κανεὶς γιὰ νὰ νικήσει αὐτὴ τὴν ἀγωνία; Τὴν ἀνταρσία; Τὸν ἀγώνα; Αὐτὸ ἴσως θὰ μποροῦσε νὰ κάνει ἕνας Σικελιανός. Ἕνας Παλαμᾶς. Δὲν εἶναι αὐτὴ ἡ στάση τοῦ Σεφέρη, ποὺ καταφεύγει στὴν ὑποχώρηση, τὴν καρδιά, μάλιστα, τῆς ὑποχώρησης, στὴν ἐγκαρτέρηση. Οὔτε ἡ μιά, ὅμως, οὔτε ἡ ἄλλη εἶναι συνώνυμες τῆς φυγῆς. Ἴσα - ἴσα, ξεπερνώντας, ὑπερβαίνοντας τὴν ἀδυσώπητη δύναμη τῆς μοίρας, ὁ ποιητὴς φτάνει στὴ λευτεριά.
Στὸ ποίημα ποὺ ἔχει τίτλο: «Ἡ Στέρνα», βλέπουμε -ἀπὸ τὸ 1932, ὅταν ὁ Σεφέρης εἴτανε 32 χρονῶν- τὴ σιγανὴ καὶ ἤρεμη κάθοδο τοῦ ποιητῆ στὴ μοναξιά, τὴ σιωπή, στὶς μυστικὲς περιοχὲς τῆς συνείδησης.
«Ἐδῶ, στὸ χῶμα ρίζωσε μία στέρνα
μονιὰ κρυφοῦ νεροῦ ποὺ θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ἠχηρά. Τ᾿ ἀστέρια
δὲ σμίγουν τὴν καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ἀνοιγοκλεῖ, δὲν τὴν ἀγγίζει».
μονιὰ κρυφοῦ νεροῦ ποὺ θησαυρίζει.
Σκεπή της βήματα ἠχηρά. Τ᾿ ἀστέρια
δὲ σμίγουν τὴν καρδιά της. Κάθε μέρα
πληθαίνει, ἀνοιγοκλεῖ, δὲν τὴν ἀγγίζει».
Ἀνοίγει ὁ πάνω κόσμος σὰ ριπίδι καὶ παίζει μὲ τὸ φύσημα τοῦ ἀνέμου. Πρόσωπα λάμπουν γιὰ μία στιγμὴ καὶ σβήνουν μέσα σ᾿ ἕνα ἐβένινο σκοτάδι. Ὁ κόσμος πάνω της πληθαίνει, πάει, δὲν τὴν ἀγγίζει. Οἱ ὦρες περνοῦν, οἱ ἥλιοι καὶ τὰ φεγγάρια,
«μὰ τὸ νερὸ ἔχει δέσει σὰν καθρέφτης»
(...)
«Μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσο πλῆθος
μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσος μόχθος
καὶ τόσος πόνος, στάλα - στάλα μόνος» (...)
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οἱ θεοί μας!...»
«Τὰ μάρμαρα τὸ ξέρουν, ποὺ κοιτάζουν»
(...)
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθὼς περνοῦν τὰ πλήθη τοῦ θανάτου».
(...)
«Μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσο πλῆθος
μόνη, καὶ στὴν καρδιά της τόσος μόχθος
καὶ τόσος πόνος, στάλα - στάλα μόνος» (...)
«Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οἱ θεοί μας!...»
«Τὰ μάρμαρα τὸ ξέρουν, ποὺ κοιτάζουν»
(...)
«ξένα, γεμάτα βλέφαρα, συντρίμια
καθὼς περνοῦν τὰ πλήθη τοῦ θανάτου».
Ξαφνιασμένος ἀπὸ τὴν ἀδυναμία τῆς ψυχῆς νὰ ἐπικοινωνήσει μὲ τὸν κόσμο, ὁ ποιητὴς λέει, στὸ τέλος:
«Μὰ ἡ νύχτα δὲν πιστεύει στὴ αὐγὴ
κι᾿ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη».
κι᾿ ἡ ἀγάπη ζεῖ τὸ θάνατο νὰ ὑφαίνει
ἔτσι, σὰν τὴν ἐλεύθερη ψυχή,
μιὰ στέρνα ποὺ διδάσκει τὴ σιγὴ
μέσα στὴν πολιτεία τὴ φλογισμένη».
Ἕνα τελευταῖο ἀπόσπασμα θὰ ἐξηγήσει τὴν ἐγκαρτέρηση -τὴ γαλήνια ἀποδοχή- τοῦ Σεφέρη. Τὸ παίρνω ἀπὸ τὸ ποίημα «Κίχλη» πού᾿χει τέσσερα μέρη. Εἶναι τὸ ὄνομα ἑνὸς μικροκάραβου συγκοινωνίας ποὺ πλέει, στὸν πόλεμο, κοντὰ στὸ νήσι Πόρος, στὴν ἀνατολικὴ πλευρὰ τῆς Πελοποννήσου, ἀνάμεσα Αἴγινας καὶ Ὕδρας.
«τό ῾λεγαν «Κίχλη»· ἕνα μικρὸ ναυάγιο· τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη».
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη».
Πραγματικά, τὸ ναυάγιο εἶναι αἰώνιο.
Φωνὲς ἀνεβαίνουν ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο, ποὺ ὁ Σεφέρης, σὰν τὸν Ὀδυσσέα, τὶς ἀκούει, μὰ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μία: «Κι᾿ ἄλλες φωνὲς σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
θά ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα·
εἴτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι᾿ ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
Πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
Ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:
«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά᾿ ναι τὸ δικό μου· ποὺ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
Ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».
Φωνὲς ἀνεβαίνουν ἀπ᾿ τὴν ἄβυσσο, ποὺ ὁ Σεφέρης, σὰν τὸν Ὀδυσσέα, τὶς ἀκούει, μὰ δὲν τὶς ἀναγνωρίζει, ἐκτὸς ἀπὸ μία: «Κι᾿ ἄλλες φωνὲς σιγὰ - σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολουθῆσαν· ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό·
θά ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα·
εἴτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.
Κι᾿ ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
Πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
Ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:
«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ φαρμάκι, εὐχαριστῶ·
τὸ δίκιο σας θά᾿ ναι τὸ δικό μου· ποὺ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.
Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ·
Ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ Θεὸς τὸ ξέρει».
Ὕστατο μάθημα τοῦ Σωκράτη, ποὺ δέχεται τὴ μεγάλη ἐξορία, τὴν ἀδικία, τὴ μοίρα του.
Συμπέρασμα. Γιὰ νὰ κυριαρχήσεις τὸν Ἑλληνισμὸ πρέπει νὰ τὸν ἀξίζεις
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου