Έτσι γίνεται στον θερινό καύσωνα ξαπλώνεις
και κοιτάς τον ουρανό, και ο ζεστός αέρας
λικνίζεται σαν κούνια πάνω από ‘σένα,
και ξαφνικά νιώθεις μια παράξενη, αιχμηρή γωνία αισθημάτων:
μέσα σ’ αυτή την κούνια υπάρχει μια ρωγμή, να περνά
το απεριόριστο κρύο, σαν
κάποιο βελόνι από πάγο...
*
Το καλοκαίρι έσβησε απλά,
σαν να μην ήταν αληθινό.
Έπεφτε ζέστη από ψηλά.
Μα κάτι άλλο ζητώ.
σαν να μην ήταν αληθινό.
Έπεφτε ζέστη από ψηλά.
Μα κάτι άλλο ζητώ.
Σαν φύλλα με πέντε δάχτυλα, απλά,
όλα όσα έγιναν, το μεγάλο, το μικρό,
πέσαν στις παλάμες μου απαλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
όλα όσα έγιναν, το μεγάλο, το μικρό,
πέσαν στις παλάμες μου απαλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
Ανώφελα, τα κακά και τα καλά
δε χάθηκαν στην ταραχή, στο βουητό,
τα πάντα έλαμπαν σιωπηλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
δε χάθηκαν στην ταραχή, στο βουητό,
τα πάντα έλαμπαν σιωπηλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
Πολλά μού έσωζε η ζωή,
μου χάριζε το φως το μητρικό.
Ήμουν αλήθεια τυχερός πολύ.
Μα κάτι άλλο ζητώ.
μου χάριζε το φως το μητρικό.
Ήμουν αλήθεια τυχερός πολύ.
Μα κάτι άλλο ζητώ.
Τα φύλλα δεν πήραν φωτιά.
Δε σπάσαν τα κλαριά. Το πρωΐνό
σαν καθαρή χαμογελά δροσοσταλιά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
Δε σπάσαν τα κλαριά. Το πρωΐνό
σαν καθαρή χαμογελά δροσοσταλιά,
μα κάτι άλλο ζητώ.
*
Τον τελευταίο μήνα του φθινοπώρου,
στην παρακμή
μιας πικρής πολύ ζωής,
γεμάτος θλίψη
μπήκα
στο άφυλλο και ανώνυμο δάσος.
Ήταν ως την άκρη πλυμένο
με λευκό σαν γάλα
γυαλί ομίχλης.
Πάνω στα σταχτιά κλαριά
κύλησαν δάκρυα καθαρά
που μόνο τα δέντρα στάζουν παραμονές
χειμώνα που αποχρωματίζονται τα πάντα.
Και τότε έγινε θαύμα:
στο ηλιοβασίλεμα
αντιφέγγισε από το σύννεφο το γαλανό χρώμα,
και φωτεινή ακτίνα δραπέτευσε σαν μέσα στον Ιούνιο
απ’ τις μελλοντικές μέρες το παρελθόν μου.
Κι έκλαιγαν τα δέντρα στις παραμονές
των αγαθών έργων και των γιορταστικών γενναιοδωριών,
των ευτυχισμένων τρικυμιών που στροβιλίζονται στο γαλάζιο,
κι έσυραν τα πετούμενα τον κυκλικό τους χορό,
καθώς τα χέρια πάνω στα πλήκτρα
πήγαιναν από το χώμα ως τις ψηλότερες νότες.
Αρσένι Ταρκόφσκι, «Χρόνος - είκοσι πέντε στάσεις στο ποιητικό του έργο», μετάφραση Μαξίμ Κισιλιέρ – Λίνος Ιωαννίδης, Ίνδικτος 2008
*
Σε προαισθήσεις, δεν πιστεύω και προλήψεις
Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι μήτε τη συκοφαντία
Μήτε το δηλητήριο. Θάνατος δεν υπάρχει.
Αθάνατοι όλοι. Αθάνατα όλα. Δεν πρέπει
Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεφτά
Μήτε στα εβδομήντα. Δεν υπάρχει θάνατος
Ούτε σκοτάδι. Υπάρχει μόνο φως κι αλήθεια.
Είμαστε όλοι στην ακροθαλασσιά κι εγώEνας απ’ αυτούς που ξετυλίγουνε τα δίχτυα
Καθώς η αθανασία περνάει σαν κοπάδι.
Δε φοβάμαι. Δε φοβάμαι μήτε τη συκοφαντία
Μήτε το δηλητήριο. Θάνατος δεν υπάρχει.
Αθάνατοι όλοι. Αθάνατα όλα. Δεν πρέπει
Να φοβάσαι το θάνατο ούτε στα δεκαεφτά
Μήτε στα εβδομήντα. Δεν υπάρχει θάνατος
Ούτε σκοτάδι. Υπάρχει μόνο φως κι αλήθεια.
Είμαστε όλοι στην ακροθαλασσιά κι εγώEνας απ’ αυτούς που ξετυλίγουνε τα δίχτυα
Καθώς η αθανασία περνάει σαν κοπάδι.
«Ρώσοι ποιητές του 20ού αιώνα», εισ.-μτφρ.-σχόλ.: Γιώργος Μολέσκης, εκδόσεις Μεσόγειος, 2004
*
-Μίλα!
-Μίλα! Γιατί δε μιλάς;
-Μίλα! Δε με νοιάζει τι θα πεις, μίλα!
-Μίλα! Μίλα!
Πες της... πες της... γιατί δεν της λες ότι κάθε στιγμή μαζί ήταν γιορτή.
Επιφάνεια, οι δυο σας μόνοι μέσα στον κόσμο.
Ότι ήταν πιο θαρραλέα, πιο αναλάφρη κι από πουλί, ότι κατέβηκε ορμητική δυο δυο τα σκαλιά σαν ίλιγγος και μέσα από την υγρή πασχαλιά σε οδήγησε στο βασίλειό της, στην άλλη πλευρά, πίσω από τον καθρέφτη.
Πες της, γιατί δεν της λες, ότι όταν ήρθε η νύχτα, άνοιξαν διάπλατα οι πύλες της αγίας τράπεζας, ότι στο σκοτάδι έλαμψε η γύμνια σας, καθώς γείρατε.
Ότι άνοιξες τα μάτια σου και την είδες στο πλάι σου και είπες...
Πες της το.
Αυτό πρέπει να της το πεις: ευλογήμενη να' σαι.
Κι ότι ήξερες πως η ευλογία σου ήταν θράσος.
Ότι κοιμόταν και το χέρι της ήταν ακόμα ζεστό κάτω από τα σκεπάσματα.
Πες της για τα ηλεκτροφόρα σύρματα της κοιλιάς της, ότι βουνά πρόβαλλαν στην ομίχλη, θάλασσες λυσσομανούσαν, ενώ κοιμόταν ακόμα καθισμένη σε θρόνο κι ήταν, θέε μου, δική σου.
Πες της, γιατί δεν της λες ότι όταν ξαπλώνατε μαζί, έσβησαν πόλεις χτισμένες ως εκ θαύματος.
Πουλιά ταξίδευαν στον ίδιο δρόμο.
Ότι ο ουρανός ξετυλιγόταν μπρος στα μάτια σας, ότι τα ψάρια στα ποτάμια κολυμπούσαν αντίδρομα.
Arseny Tarkovsky (Αρσένι Ταρκόφσκι), «Πουλιά ταξίδευαν στο δρόμο μας», μετάφραση Χρήστος Κολτούκης, Εκδόσεις Ελεγεία 2007
Δημοσιεύτηκε 25th June 2019 από τον χρήστη στροφές/strophess ποιητικά/ poetics
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου