Κώστας Παπαϊωάννου
..................................................
Ένας μεγάλος πρωτοπόρος...
Του Γιώργου Καραμπελιά.
..................................................
Ένας μεγάλος πρωτοπόρος...
Του Γιώργου Καραμπελιά.
Ο Κώστας Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 16 Γενάρη του 1925 στον Βόλο, όπου ο πατέρας του ήταν υπεύθυνος για τους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Όταν ο πατέρας του, ηγετικό στέλεχος της σοσιαλιστικής ΕΛΔ του Σβώλου, επέστρεψε στην Αθήνα, ο νεαρός Παπαϊωάννου συνέχισε το γυμνάσιο στο Βαρβάκειο, όπου ήταν συμμαθητής και φίλος του Κώστα Αξελού. Το 1941 γράφτηκαν μαζί στη Νομική Σχολή της Αθήνας και μετά το 1942 ο Αξελός περνάει στην παρανομία ως μέλος της ΕΠΟΝ και η επαφή τους διακόπτεται. Ο Παπαϊωάννου γίνεται μέλος τους ΚΚΕ και του ΕΑΜ – στο οποίο συμμετείχε και ο πατέρας του. Το 1944 συνελήφθη από την Ειδική Ασφάλεια και κρατήθηκε για μήνες, ενώ μετά τα Δεκεμβριανά κρύβεται.
Το 1945, και έπειτα από παρεμβάσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, δίνεται μια υποτροφία του γαλλικού κράτους σε τριακόσιους περίπου νεαρούς Έλληνες, που μπορούν έτσι να «διαφύγουν» προς τη Γαλλία, με το πλοίο «Ματαρόα». Ανάμεσά τους ο Παπαϊωάννου, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Άδωνις Κύρου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιάννης Ξενάκης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Ελένη Αρβελέρ. Μερικά από τα καλύτερα μυαλά της χώρας θα «χαθούν» γι’ αυτήν, είτε οριστικά είτε για πάρα πολλά χρόνια. Η Ελλάδα του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου δεν είχε ανάγκη από κριτική σκέψη. Αυτή είτε θα κλεινόταν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε θα παρέμενε σε μια εσωτερική εξορία, όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, είτε θα «δραπέτευε» έξω από τη χώρα.
Στη Γαλλία γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Σορβόννης, απ’ όπου παίρνει το πτυχίο του το 1948. Ο φιλοσοφικός προβληματισμός του είχε ήδη εκδηλωθεί πολύ πρώιμα, με το άρθρο του «Σωκράτης ο θνήσκων», το οποίο έγραψε σε ηλικία 17 χρονών και δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία». Λίγο μετά, το 1945, δημοσιεύεται και το πρώτο γνωστό του πολιτικό κείμενο, «Παλιές αυταπάτες σε νέα μορφή, η κρίση του επαναστατικού σοσιαλισμού», στη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», περιοδικό της ΕΛΔ, όπου κριτικάρει τα αδιέξοδα τόσο της σοβιετικής εκδοχής του κομμουνισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Το 1947, δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» το κείμενό του «Πλάτων ο ειδώς, φιλοσοφία της καταδικασμένης συνείδησης».
Στην «Επιθεώρηση Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών» δημοσιεύεται το κείμενό του «Το ουμανιστικό πρόβλημα στον ΧΧ αιώνα». Οι κατευθύνσεις αυτών των πρώτων κειμένων του ορίζουν τους πόλους της σκέψης του. Από τη μία πλευρά η φιλοσοφική και αισθητική ενασχόληση, από την άλλη ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός.
Ο νεαρός Παπαϊωάννου είχε διαχωριστεί με την πολιτική του ΚΚΕ ήδη από την Ελλάδα. Στο Παρίσι, όπου βρίσκεται σε στενή επαφή με τους προερχόμενους από το ΚΚΕ Αξελό, Κρανάκη και Κύρου, όπως και με τον τροτσκιστή τότε Καστοριάδη, αυτή η διαφοροποίηση ενισχύεται, παρ’ ότι δεν θα ακολουθήσει τον Καστοριάδη στις περιπλανήσεις του στον χώρο της «ακροαριστεράς», αν και θεωρούσε το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», το περιοδικό που έβγαζαν οι Λεφόρ - Καστοριάδης, ως τη σοβαρότερη απόπειρα κριτικής της σταλινικής ορθοδοξίας.
Διαβάζοντας τα ανέκδοτα κείμενα και τα σχεδιάσματά του εκείνης της εποχής, είναι προφανές πως θα επιθυμούσε να πραγματοποιήσει μια συνολική κριτική στον Μαρξ και τον μαρξισμό. Τα «ψήγματα» αυτής της απόπειρας αποτελούν ένα μεγάλο έργο – και ποσοτικά και ποιοτικά. Ο Παπαϊωάννου στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50 θέτει ως στόχο να εξετάσει από μια σκοπιά «αριστεράς» τις κατακτήσεις και τα όρια της μαρξιστικής σκέψης. Προηγείται έτσι κατά πολύ αντίστοιχων κριτικών του Καστοριάδη και του Λεφόρ, που μόνο στη δεκαετία του ’60 η κριτική τους θα θίξει τον ίδιο τον μαρξισμό του Μαρξ, ενώ έως τότε θα εξαντλείται στην κριτική των «μαρξιστών» και μόνο.
Ο Παπαϊωάννου, επιχειρώντας μια κριτική του Μαρξ από μια αριστερή σκοπιά μέσα στη δεκαετία του ’50, διεκδικεί παγκόσμια πρωτοπορία.
Εκείνη την περίοδο μόνο η αστική ή ακαδημαϊκή κριτική τολμούσε να κριτικάρει τη μαρξιστική σκέψη, τον ίδιο τον Μαρξ, από συγγραφείς σαν τον Πόππερ ή τον Ρεϋμόν Αρόν. Όσο για τον Μαξ Βέμπερ, είναι γνωστό πως «το έργο του αποτελούσε μια τεράστια συζήτηση με τον ίσκιο του Μαρξ».
Δυνάμεις προερχόμενες από τον μαρξισμό, οι οποίες να παραμένουν στο «στρατόπεδο της εργασίας» και ταυτόχρονα να επιχειρούν μια κριτική προσέγγιση στο έργο του ίδιου του Μαρξ, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Η παγκόσμια αντιπαράθεση, αρχικά με τον φασισμό και στη συνέχεια με την Αμερική, η αναβαπτισμένη αίγλη του ρωσικού καθεστώτος, ως συνέπεια της αντιφασιστικής νίκης και των θυσιών του ρωσικού λαού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκαναν σχεδόν απαγορευτική την απόπειρα μιας κριτικής στον σταλινισμό, τουλάχιστον μέχρι το 1956.
Έτσι βλέπουμε τον ίδιο τον Σαρτρ και τον Μερλώ Ποντύ, που συνοδοιπορούν με τη Σοβιετική Ένωση, να συγκρούονται με τον Καμύ, αντίθεση που οδήγησε σε πρόωρο θάνατο το πολιτικό κόμμα που δοκίμασαν να οικοδομήσουν από κοινού μετά τον πόλεμο. Μόνο μετά το 1956, η άνοδος του Χρουστσώφ, η εξέγερση της Πολωνίας και η Ουγγρική Επανάσταση, παράλληλα με την άνοδο των αντιαποικιακών κινημάτων, δημιουργούν νέες συνθήκες, ευνοϊκές για τον κριτικό μαρξισμό.
Ο Παπαϊωάννου, σε ανύποπτο χρόνο και πριν να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια από τα αριστερά κριτική στον ίδιο τον μαρξισμό, πράγμα που γίνεται μόλις μετά το 1968, δοκιμάζει να προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση σχεδόν είκοσι χρόνια πριν! Αυτός ο υψηλός βαθμός «προδρομικότητας» του έργου του, ότι δηλαδή αποτελούσε έναν από τους πρώτους σε παγκόσμια κλίμακα που αποπειράτο μια κριτική αποτίμηση του μαρξικού έργου από τα «αριστερά», εξηγεί σε έναν βαθμό και την απομάκρυνσή του από τις μαχόμενες ομάδες και τον περιορισμό του σε μια λειτουργία μοναχικού συγγραφέα. Ακόμα και ο ίδιος ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να υπάρξει έξω από το πλαίσιο του ανερχόμενου εργατικού κινήματος της εποχής του. Αντίθετα, ο Παπαϊωάννου ανέλαβε έναν κριτικό ρόλο σε μια εποχή που αυτή η κριτική δεν μπορούσε να υπάρξει ως ιστορικο-πολιτικό κίνημα.
Στη συνέχεια απομακρύνθηκε από την Αριστερά και τους διανοούμενούς της, οι οποίοι τον απέρριπταν, και προσέγγισε ακαδημαϊκούς, όπως ο Ρεϋμόν Αρόν, ή ιστορικούς και κριτικούς του σταλινισμού, όπως ο Μπόρις Σουβάριν, στου οποίου το περιοδικό, το «Contrat Social», αρθρογραφούσε. Παρ’ όλα αυτά όμως έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στον «έρωτά» του για τον Μαρξ, όσο και αν ταυτόχρονα τον κριτίκαρε.
Ο Παπαϊωάννου δοκίμαζε τα όπλα της κριτικής στον κατεστημένο μαρξισμό και τη μαρξιστική εσχατολογία, είκοσι χρόνια πριν από τη γενιά του ’68.
Γύρω στα 1950 γράφει ένα σύνολο από μελέτες και άρθρα. Στον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο» δημοσιεύει μια σειρά άρθρων από τις 13 Μαΐου μέχρι τις 27 Ιουνίου του 1950 με τον τίτλο «Τα νέα προβλήματα Ευρώπης και Αμερικής» και στη «Νέα Οικονομία» άρθρο για το «Σχέδιο Σουμάν» (τεύχος 6/1950). Την ίδια εποχή, το 1951, δημοσιεύεται η πρώτη εκτενής μελέτη του «Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του (ιστορική συνείδηση και ανθρωπολογία στον ΧΧ αιώνα)» και το 1950 γράφει την αδημοσίευτη μελέτη του «Η μάζα και η Ιστορία ή οι επαναστατικές μάζες και η Ιστορία».
Το 1955, δημοσιεύει τη μελέτη του «Κόσμος και Ιστορία (Ελληνική κοσμολογία και δυτική εσχατολογία)» και εκδίδει τα πρώτα αποτελέσματα από τη δουλειά του πάνω στον μαρξισμό. Δημοσιεύει σε τεύχη το έργο του «Τα θεμέλια του μαρξισμού» από το 1954 που κυκλοφορεί «Η κρίση του μαρξισμού». «Τα θεμέλια του μαρξισμού» αποτελούν το συνθετικότερο έργο του και περιλαμβάνουν τον διάλογο Μαρξ - Χέγκελ καθώς και το «Ο Μαρξ και η τεχνική». Τότε κυκλοφόρησαν οι μελέτες «Η θεωρία της κοινωνικής πάλης» (1954), «Βιομηχανία και κοινωνία» (1956), «Η οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού (κριτική της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων)» (1959) και «Οικονομική υποανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (η γένεση του Ολοκληρωτισμού)» (1959).
Εδώ περίπου ολοκληρώνεται η προσπάθεια του Παπαϊωάννου να παρέμβει με τα έργα του στην Ελλάδα, μια και συνεχίζει να γράφει στα ελληνικά. Τα βιβλία του δεν θα είχαν καν εκδοθεί αν δεν υπήρχε η δυνατότητα των εκδόσεων της Βιομηχανικής Σχολής όπου ο πατέρας του, Στράτος, χρημάτισε επί μακρόν πρύτανης. Σε μια χώρα όπου η συζήτηση διεξαγόταν σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα στην επίσημη Αριστερά και τη Δεξιά του εμφυλιοπολεμικού κράτους δεν υπήρχε χώρος για έναν στοχαστή όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου.
Στο εξής και για περισσότερο από 25 χρόνια όλα τα έργα του θα εκδίδονται στα γαλλικά ή σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα θα δημοσιευθεί μόνο μια μελέτη του για τον Μαρξ στο περιοδικό «Εποχές» το 1965.
Το 1962 γράφει μαζί με τους Mehl και J. Mothes στο συλλογικό έργο «Οι σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης των επιχειρήσεων» τη μελέτη «Η δομή της επιχείρησης». Τον ίδιο χρόνο γράφει την εισαγωγή στο έργο του «Χέγκελ», με αποσπάσματα των έργων του Χέγκελ, που κυκλοφορεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά. Το 1965 κυκλοφορούν «Οι μαρξιστές» και «Η βυζαντινή ζωγραφική», που μεταφράστηκε σε αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά και γιαπωνέζικα.
Το 1967 κυκλοφορεί «Η ψυχρή ιδεολογία», που μεταφράστηκε στα ισπανικά, τα γερμανικά και τα ελληνικά. Το 1966 μεταφράζει και εκδίδει το έργο του Χέγκελ «Ο λόγος στην Ιστορία, εισαγωγή στη φιλοσοφία της Ιστορίας» και το 1971 το έργο «Μαρξ, Η πρώτη κριτική της πολιτικής οικονομίας». Ταυτόχρονα, γράφει αναρίθμητα άρθρα και συμβολές σε συλλογικά έργα. Το 1972 γράφει το «Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα», το οποίο μεταφράστηκε στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ισπανικά. Μετά τον θάνατό του, εκδίδονται, το 1983, τα έργα του «Για τον Μαρξ και το μαρξισμό» και «Η αποθέωση της Ιστορίας».
Από το 1959 έως το 1963 διδάσκει στη Σορβόννη. Από το 1962 μέχρι το 1968 διδάσκει Φιλοσοφία στο Cencier, στο Παρίσι, και Κοινωνιολογία στη Σχολή Ανωτέρων Εμπορικών Σπουδών. Απ’ το 1963 ανήκει στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών). Το 1970-72 διδάσκει Φιλοσοφία στη Ναντέρ και από το 1971 μέχρι τον θάνατό του, το 1981, διδάσκει στην Ecole Pratique de Hautes Etudes.
Το 1945, και έπειτα από παρεμβάσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, δίνεται μια υποτροφία του γαλλικού κράτους σε τριακόσιους περίπου νεαρούς Έλληνες, που μπορούν έτσι να «διαφύγουν» προς τη Γαλλία, με το πλοίο «Ματαρόα». Ανάμεσά τους ο Παπαϊωάννου, ο Κώστας Αξελός, η Μιμίκα Κρανάκη, ο Άδωνις Κύρου, ο Νίκος Σβορώνος, ο Γιάννης Ξενάκης, ο Κορνήλιος Καστοριάδης, η Ελένη Αρβελέρ. Μερικά από τα καλύτερα μυαλά της χώρας θα «χαθούν» γι’ αυτήν, είτε οριστικά είτε για πάρα πολλά χρόνια. Η Ελλάδα του Εμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου δεν είχε ανάγκη από κριτική σκέψη. Αυτή είτε θα κλεινόταν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης είτε θα παρέμενε σε μια εσωτερική εξορία, όπως ο Μιχάλης Κατσαρός, είτε θα «δραπέτευε» έξω από τη χώρα.
Στη Γαλλία γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή της Σορβόννης, απ’ όπου παίρνει το πτυχίο του το 1948. Ο φιλοσοφικός προβληματισμός του είχε ήδη εκδηλωθεί πολύ πρώιμα, με το άρθρο του «Σωκράτης ο θνήσκων», το οποίο έγραψε σε ηλικία 17 χρονών και δημοσιεύτηκε στη «Νέα Εστία». Λίγο μετά, το 1945, δημοσιεύεται και το πρώτο γνωστό του πολιτικό κείμενο, «Παλιές αυταπάτες σε νέα μορφή, η κρίση του επαναστατικού σοσιαλισμού», στη «Σοσιαλιστική Επιθεώρηση», περιοδικό της ΕΛΔ, όπου κριτικάρει τα αδιέξοδα τόσο της σοβιετικής εκδοχής του κομμουνισμού όσο και της σοσιαλδημοκρατίας. Το 1947, δημοσιεύει στη «Νέα Εστία» το κείμενό του «Πλάτων ο ειδώς, φιλοσοφία της καταδικασμένης συνείδησης».
Στην «Επιθεώρηση Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών» δημοσιεύεται το κείμενό του «Το ουμανιστικό πρόβλημα στον ΧΧ αιώνα». Οι κατευθύνσεις αυτών των πρώτων κειμένων του ορίζουν τους πόλους της σκέψης του. Από τη μία πλευρά η φιλοσοφική και αισθητική ενασχόληση, από την άλλη ο κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός.
Ο νεαρός Παπαϊωάννου είχε διαχωριστεί με την πολιτική του ΚΚΕ ήδη από την Ελλάδα. Στο Παρίσι, όπου βρίσκεται σε στενή επαφή με τους προερχόμενους από το ΚΚΕ Αξελό, Κρανάκη και Κύρου, όπως και με τον τροτσκιστή τότε Καστοριάδη, αυτή η διαφοροποίηση ενισχύεται, παρ’ ότι δεν θα ακολουθήσει τον Καστοριάδη στις περιπλανήσεις του στον χώρο της «ακροαριστεράς», αν και θεωρούσε το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», το περιοδικό που έβγαζαν οι Λεφόρ - Καστοριάδης, ως τη σοβαρότερη απόπειρα κριτικής της σταλινικής ορθοδοξίας.
Διαβάζοντας τα ανέκδοτα κείμενα και τα σχεδιάσματά του εκείνης της εποχής, είναι προφανές πως θα επιθυμούσε να πραγματοποιήσει μια συνολική κριτική στον Μαρξ και τον μαρξισμό. Τα «ψήγματα» αυτής της απόπειρας αποτελούν ένα μεγάλο έργο – και ποσοτικά και ποιοτικά. Ο Παπαϊωάννου στα τέλη της δεκαετίας του ’40 και τις αρχές του ’50 θέτει ως στόχο να εξετάσει από μια σκοπιά «αριστεράς» τις κατακτήσεις και τα όρια της μαρξιστικής σκέψης. Προηγείται έτσι κατά πολύ αντίστοιχων κριτικών του Καστοριάδη και του Λεφόρ, που μόνο στη δεκαετία του ’60 η κριτική τους θα θίξει τον ίδιο τον μαρξισμό του Μαρξ, ενώ έως τότε θα εξαντλείται στην κριτική των «μαρξιστών» και μόνο.
Ο Παπαϊωάννου, επιχειρώντας μια κριτική του Μαρξ από μια αριστερή σκοπιά μέσα στη δεκαετία του ’50, διεκδικεί παγκόσμια πρωτοπορία.
Εκείνη την περίοδο μόνο η αστική ή ακαδημαϊκή κριτική τολμούσε να κριτικάρει τη μαρξιστική σκέψη, τον ίδιο τον Μαρξ, από συγγραφείς σαν τον Πόππερ ή τον Ρεϋμόν Αρόν. Όσο για τον Μαξ Βέμπερ, είναι γνωστό πως «το έργο του αποτελούσε μια τεράστια συζήτηση με τον ίσκιο του Μαρξ».
Δυνάμεις προερχόμενες από τον μαρξισμό, οι οποίες να παραμένουν στο «στρατόπεδο της εργασίας» και ταυτόχρονα να επιχειρούν μια κριτική προσέγγιση στο έργο του ίδιου του Μαρξ, δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα. Η παγκόσμια αντιπαράθεση, αρχικά με τον φασισμό και στη συνέχεια με την Αμερική, η αναβαπτισμένη αίγλη του ρωσικού καθεστώτος, ως συνέπεια της αντιφασιστικής νίκης και των θυσιών του ρωσικού λαού στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έκαναν σχεδόν απαγορευτική την απόπειρα μιας κριτικής στον σταλινισμό, τουλάχιστον μέχρι το 1956.
Έτσι βλέπουμε τον ίδιο τον Σαρτρ και τον Μερλώ Ποντύ, που συνοδοιπορούν με τη Σοβιετική Ένωση, να συγκρούονται με τον Καμύ, αντίθεση που οδήγησε σε πρόωρο θάνατο το πολιτικό κόμμα που δοκίμασαν να οικοδομήσουν από κοινού μετά τον πόλεμο. Μόνο μετά το 1956, η άνοδος του Χρουστσώφ, η εξέγερση της Πολωνίας και η Ουγγρική Επανάσταση, παράλληλα με την άνοδο των αντιαποικιακών κινημάτων, δημιουργούν νέες συνθήκες, ευνοϊκές για τον κριτικό μαρξισμό.
Ο Παπαϊωάννου, σε ανύποπτο χρόνο και πριν να έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για μια από τα αριστερά κριτική στον ίδιο τον μαρξισμό, πράγμα που γίνεται μόλις μετά το 1968, δοκιμάζει να προχωρήσει σε μια τέτοια κατεύθυνση σχεδόν είκοσι χρόνια πριν! Αυτός ο υψηλός βαθμός «προδρομικότητας» του έργου του, ότι δηλαδή αποτελούσε έναν από τους πρώτους σε παγκόσμια κλίμακα που αποπειράτο μια κριτική αποτίμηση του μαρξικού έργου από τα «αριστερά», εξηγεί σε έναν βαθμό και την απομάκρυνσή του από τις μαχόμενες ομάδες και τον περιορισμό του σε μια λειτουργία μοναχικού συγγραφέα. Ακόμα και ο ίδιος ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να υπάρξει έξω από το πλαίσιο του ανερχόμενου εργατικού κινήματος της εποχής του. Αντίθετα, ο Παπαϊωάννου ανέλαβε έναν κριτικό ρόλο σε μια εποχή που αυτή η κριτική δεν μπορούσε να υπάρξει ως ιστορικο-πολιτικό κίνημα.
Στη συνέχεια απομακρύνθηκε από την Αριστερά και τους διανοούμενούς της, οι οποίοι τον απέρριπταν, και προσέγγισε ακαδημαϊκούς, όπως ο Ρεϋμόν Αρόν, ή ιστορικούς και κριτικούς του σταλινισμού, όπως ο Μπόρις Σουβάριν, στου οποίου το περιοδικό, το «Contrat Social», αρθρογραφούσε. Παρ’ όλα αυτά όμως έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πιστός στον «έρωτά» του για τον Μαρξ, όσο και αν ταυτόχρονα τον κριτίκαρε.
Ο Παπαϊωάννου δοκίμαζε τα όπλα της κριτικής στον κατεστημένο μαρξισμό και τη μαρξιστική εσχατολογία, είκοσι χρόνια πριν από τη γενιά του ’68.
Γύρω στα 1950 γράφει ένα σύνολο από μελέτες και άρθρα. Στον «Προοδευτικό Φιλελεύθερο» δημοσιεύει μια σειρά άρθρων από τις 13 Μαΐου μέχρι τις 27 Ιουνίου του 1950 με τον τίτλο «Τα νέα προβλήματα Ευρώπης και Αμερικής» και στη «Νέα Οικονομία» άρθρο για το «Σχέδιο Σουμάν» (τεύχος 6/1950). Την ίδια εποχή, το 1951, δημοσιεύεται η πρώτη εκτενής μελέτη του «Ο άνθρωπος και ο ίσκιος του (ιστορική συνείδηση και ανθρωπολογία στον ΧΧ αιώνα)» και το 1950 γράφει την αδημοσίευτη μελέτη του «Η μάζα και η Ιστορία ή οι επαναστατικές μάζες και η Ιστορία».
Το 1955, δημοσιεύει τη μελέτη του «Κόσμος και Ιστορία (Ελληνική κοσμολογία και δυτική εσχατολογία)» και εκδίδει τα πρώτα αποτελέσματα από τη δουλειά του πάνω στον μαρξισμό. Δημοσιεύει σε τεύχη το έργο του «Τα θεμέλια του μαρξισμού» από το 1954 που κυκλοφορεί «Η κρίση του μαρξισμού». «Τα θεμέλια του μαρξισμού» αποτελούν το συνθετικότερο έργο του και περιλαμβάνουν τον διάλογο Μαρξ - Χέγκελ καθώς και το «Ο Μαρξ και η τεχνική». Τότε κυκλοφόρησαν οι μελέτες «Η θεωρία της κοινωνικής πάλης» (1954), «Βιομηχανία και κοινωνία» (1956), «Η οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού (κριτική της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων)» (1959) και «Οικονομική υποανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (η γένεση του Ολοκληρωτισμού)» (1959).
Εδώ περίπου ολοκληρώνεται η προσπάθεια του Παπαϊωάννου να παρέμβει με τα έργα του στην Ελλάδα, μια και συνεχίζει να γράφει στα ελληνικά. Τα βιβλία του δεν θα είχαν καν εκδοθεί αν δεν υπήρχε η δυνατότητα των εκδόσεων της Βιομηχανικής Σχολής όπου ο πατέρας του, Στράτος, χρημάτισε επί μακρόν πρύτανης. Σε μια χώρα όπου η συζήτηση διεξαγόταν σχεδόν αποκλειστικά ανάμεσα στην επίσημη Αριστερά και τη Δεξιά του εμφυλιοπολεμικού κράτους δεν υπήρχε χώρος για έναν στοχαστή όπως ο Κώστας Παπαϊωάννου.
Στο εξής και για περισσότερο από 25 χρόνια όλα τα έργα του θα εκδίδονται στα γαλλικά ή σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα θα δημοσιευθεί μόνο μια μελέτη του για τον Μαρξ στο περιοδικό «Εποχές» το 1965.
Το 1962 γράφει μαζί με τους Mehl και J. Mothes στο συλλογικό έργο «Οι σύγχρονες τεχνικές διαχείρισης των επιχειρήσεων» τη μελέτη «Η δομή της επιχείρησης». Τον ίδιο χρόνο γράφει την εισαγωγή στο έργο του «Χέγκελ», με αποσπάσματα των έργων του Χέγκελ, που κυκλοφορεί στα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά. Το 1965 κυκλοφορούν «Οι μαρξιστές» και «Η βυζαντινή ζωγραφική», που μεταφράστηκε σε αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά, ολλανδικά, σουηδικά και γιαπωνέζικα.
Το 1967 κυκλοφορεί «Η ψυχρή ιδεολογία», που μεταφράστηκε στα ισπανικά, τα γερμανικά και τα ελληνικά. Το 1966 μεταφράζει και εκδίδει το έργο του Χέγκελ «Ο λόγος στην Ιστορία, εισαγωγή στη φιλοσοφία της Ιστορίας» και το 1971 το έργο «Μαρξ, Η πρώτη κριτική της πολιτικής οικονομίας». Ταυτόχρονα, γράφει αναρίθμητα άρθρα και συμβολές σε συλλογικά έργα. Το 1972 γράφει το «Τέχνη και πολιτισμός στην αρχαία Ελλάδα», το οποίο μεταφράστηκε στα γερμανικά, τα αγγλικά και τα ισπανικά. Μετά τον θάνατό του, εκδίδονται, το 1983, τα έργα του «Για τον Μαρξ και το μαρξισμό» και «Η αποθέωση της Ιστορίας».
Από το 1959 έως το 1963 διδάσκει στη Σορβόννη. Από το 1962 μέχρι το 1968 διδάσκει Φιλοσοφία στο Cencier, στο Παρίσι, και Κοινωνιολογία στη Σχολή Ανωτέρων Εμπορικών Σπουδών. Απ’ το 1963 ανήκει στο CNRS (Εθνικό Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών). Το 1970-72 διδάσκει Φιλοσοφία στη Ναντέρ και από το 1971 μέχρι τον θάνατό του, το 1981, διδάσκει στην Ecole Pratique de Hautes Etudes.
.............................................................
Κώστας Παπαϊωάννου
Ο Κώστας Παπαϊωάννου (1925 – 1981) ήταν Έλληνας φιλόσοφος, ακαδημαϊκός και συγγραφέας που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Παρίσι. Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1925 στον Βόλο. Ο πατέρας του ήταν ένα από τα ηγετικά στελέχη της σοσιαλιστικής ΕΛΔ του Σβώλου, στον τομέα των αγροτικών συνεταιρισμών. Όταν μετακόμισε στην Αθήνα, ο γιος του τον ακολούθησε και συνέχισε το υπόλοιπο Γυμνάσιο στη Βαρβάκειο. Εκεί ανέπτυξε φιλία με έναν μετέπειτα στοχαστή του Παρισιού, τον Κώστα Αξελό. Το 1941 εγγράφονται και οι δύο στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά ο Αξελός γίνεται μέλος της ΕΠΟΝ, ενώ ο Παπαϊωάννου εντάσσεται στο ΕΑΜ και λίγο αργότερα στο ΚΚΕ, και οι μέχρι τότε σχέσεις τους διακόπτονται. Το 1945 διαγράφεται από το ΚΚΕ, μαζί με τον Άδωνι Κύρου και τη Μιμίκα Κρανάκη. Μετά από παρεμβάσεις του Γαλλικού Ινστιτούτου της Αθήνας, επιλέγεται από το Γαλλικό Κράτος ως ένας από τους 300 στους οποίους δίνεται ευκαιρία εξόδου από τη χώρα, με το πλοίο «Ματαρόα», και εγκατάστασής τους στη Γαλλία. Ο Παπαϊωάννου εκμεταλλεύεται την ευκαιρία και εγκαθίσταται μόνιμα στο Παρίσι.[1] Το 1948 αποφοιτά από τη φιλοσοφική σχολή της Σορβόννης. Αυτά τα χρόνια γράφει και τα πρώτα του διάσημα βιβλία και άρθρα. Γράφει πολλά φιλοσοφικά και πολιτικά βιβλία, πολλά από τα οποία καταδικάζουν τον σταλινισμό και τη λαθεμένη, κατ' αυτόν, εφαρμογή του σοσιαλισμού στο Ανατολικό Μπλοκ. Με την προσπάθειά του να ασκήσει κριτική στον Μαρξ, από αριστερή όμως σκοπιά, διακρίνεται διεθνώς και κερδίζει παγκόσμια πρωτοπορία στις αρχές της δεκαετίας του '50. Ο λόγος είναι ότι ποτέ μέχρι τότε δεν είχε ασκηθεί κριτική στον μαρξισμό, εκτός από αστική ή ακαδημαϊκή σκοπιά, όπως αυτή του Ραϋμόν Αρόν. Παρά την κριτική του, ο Παπαϊωάννου παρέμενε πιστός στις αξίες του μαρξισμού, αποσκοπώντας στη βελτίωσή του.[2]
Υπήρξε επίσης ακαδημαϊκός για πολλά χρόνια, διδάσκοντας φιλοσοφία στο Cencier και στο Παρίσι και κοινωνιολογία στη Σχολή Ανωτέρων Εμπορικών Σπουδών.
Τα σημαντικότερα βιβλία του είναι:
«Η θεωρία της κοινωνικής πάλης» (1954)
«Βιομηχανία και κοινωνία» (1956)
«Η οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού (κριτική της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων)» (1959)
«Οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (η γένεση του Ολοκληρωτισμού)» (1959)
«Βιομηχανία και κοινωνία» (1956)
«Η οικονομική ερμηνεία του ταξικού διαφορισμού (κριτική της μαρξιστικής θεωρίας των κοινωνικών τάξεων)» (1959)
«Οικονομική υπανάπτυξη και κοινωνική επανάσταση (η γένεση του Ολοκληρωτισμού)» (1959)
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου