Κ. Παπαϊωάννου, Βυζαντινή και Ρώσικη Ζωγραφική (Εναλλακτικές Εκδόσεις)
(απόσπασμα)
(απόσπασμα)
Το Βυζάντιο –η Κωνσταντινούπολη– θα σβήσει, θα υποκύψει κάτω από τα συνδυασμένα και αλλεπάλληλα κτυπήματα που του κατέφερε η τουρκική Ανατολή και η λατινική Δύση, αλλά ο πολιτισμός του, η μεγάλη ζωγραφική του παράδοση, θα μεταλαμπαδευτεί σε άλλους ορίζοντες, πιο φιλόξενους, και θα αποτελέσει το έδαφος και την αφετηρία για τις πρώτες «Αναγεννήσεις» της Ευρώπης. Τόσο στη δυτική Ευρώπη όσο και στην ανατολική, και κατ’ εξοχήν τη Ρωσία, που συνεχίζει και ανανεώνει τη βυζαντινή παράδοση στη ζωγραφική.
Τα γράμματα και οι μνημειακές τέχνες έλαμψαν με μία λάμψη τόσο ζωηρή ώστε αυτή η περίοδος να χαρακτηριστεί η «δεύτερη βυζαντινή Αναγέννηση». Ο 14ος αιώνας υπήρξε επίσης ο Χρυσούς Αιώνας της βυζαντινής επιστήμης, με τον Θεόδωρο Μετοχίτη και τον Γρηγορά, τον πρώτο μεταρρυθμιστή του ιουλιανού ημερολογίου. [ ] Ευρισκόμενος στο απόγειό του, ο ουμανισμός του Βυζαντίου θα ασκήσει μία αποφασιστική επιρροή πάνω στον ιταλικό ουμανισμό: ο Πλήθων και ο Βησσαρίων ανήκουν ταυτόχρονα τόσο στο όψιμο Βυζάντιο όσο και στην ευρωπαϊκή Αναγέννηση. Αυτή η εποχή των μεγάλων ουμανιστών είναι παράλληλα η εποχή μιας υψηλής πνευματικότητας: του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά και του Νικολάου Καβάσιλα, και η τελευταία εποχή της βυζαντινής ζωγραφικής θα τεθεί υπό το έμβλημα του «ακτίστου θαβωρείου φωτός» (σελ. 100).
Ο Αντρέι Ρουμπλιώφ, ο οποίος ήταν μοναχός στη Λαύρα της Αγίας Τριάδος στο Ζαγκόρσκ και που, γι’ αυτό, τοποθετείται στην άμεση επιρροή του Αγίου Σεργίου του Ραντονέζ, έχει περιγραφεί στο χρονικό σαν πολύ ταπεινός, «πρόσχαρος και εναργής». Και τέτοια θα είναι και η τέχνη του: βαθιά και διαυγής, φωτεινή στον υπέρτατο βαθμό, περιβεβλημένη με το προνόμιο μιας αιώνιας παιδικότητας. Στον αντίποδα του Θεοφάνη, δεν θα εκφράζει τη νύχτα και τον αγώνα της μοναχικής ψυχής, αλλά τη χαρά και το φέγγος. Ένας χρονικογράφος μας λέει ότι οι εικόνες του ήταν σαν ζωγραφισμένες «με καπνό» και, πράγματι, αυτό που παραμένει μοναδικό στο έργο του είναι ακριβώς το σχέδιό του, στέρεο και αραχνοΰφαντο μαζί, η μυστηριακή τέχνη με την οποία ήξερε να σμίγει την αυστηρότητα της σύνθεσης με μία τρυφερή και μουσική χρωματικότητα. «Σε κανέναν άλλον τόπο της Ευρώπης, την ίδια εποχή», γράφει ο Αλπάτωφ, «δεν ένιωθε κανείς τόσο βαθιά τις αρχές της ελληνικής σύνθεσης όπως τις ένιωσε ο Ρουμπλιώφ, που τις ενσάρκωσε στα έργα του». Με τον Ρουμπλιώφ και τους μαθητές του, η ρευστή, διεισδυτική, και ταυτόχρονα υπαινικτική, τέχνη των σχεδιαστών της αρχαιότητας, εισέβαλε κατά παράδοξο τρόπο στις μοσχοβίτικες πεδιάδες, φωταγωγημένη όμως από την πιο αγνή ευαγγελική πνευματικότητα (σελ. 120).
Και, τέλος, μια μικρή εστία θα μείνει εδώ, άσβεστη, κρατώντας τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης… υψηλής, στον τόπο που γέννησε την ελληνική τέχνη στη διαχρονία της, και θα αρδεύσει την τέχνη του Θεοφάνη του Κρητός, του Θεοτοκόπουλου, του Ζωγράφου και του Θεόφιλου, του Κόντογλου, του Τσαρούχη και του Εγγονόπουλου
Πηγή: ΑΣτάικου
Ανάρτηση: ΑΣτάικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου