politically-an-correct , εφημ "Η Πόλη Ζει" μήνας Σεπτέμβριος 2019, 'Αννα Στάικου
"Με δανεικά τα μάτια της Μάργκαρετ Άτγουντ
Και με δεκανίκια αριστοτελικά ραντεβού
Αθηνάς και Ομόνοια στην πάνω πλευρά»
Ραντεβού δώσαμε να αλλάξουμε βιβλία, να πάρουμε καφέ στο πλαστικό, να φτιάξουμε το κέφι μας και ίσως να τα βρούμε μεταξύ μας.
Μάλλον ραντεβού δώσαμε να βγούμε από το σπίτι μας, να μιλήσουμε για την τόση ανεργία.
Ίσως για αντάμωμα μιλήσαμε, να σμίξουμε την ματιά μας, κι αν δεν μας πάρουν κλάματα, να καταφέρουμε να ιδωθούμε.
Τρόλεϊ πήχτρα και κόσμος άσχετα πηγαινοερχόμενος ώρα 12.00 το μεσημέρι
Ουδείς εργαζόμενος από το πλήθος.
Οι μόνοι που δουλεύουν είναι όσοι έχουν εντολή να παρακολουθούν αυτούς που δεν δουλεύουν και όσοι πουλούν μεταλλαγμένα, πάλι σ’ αυτούς που δεν δουλεύουν.
Αυτοί που δεν δουλεύουν με τρόπο εξωφρενικά μαγικό, ζουν!!!!
Η Μάργκαρετ Άτγουντ κρατά από το χέρι τον «Χιονάνθρωπο», αυτόν τον άνθρωπο που έζησε το τέλος του πολιτισμού και επέστρεψε στην ασφαλή αγκαλιά της συγγραφέως, με σκοπό την επίσκεψη στην κοιτίδα του ανθρώπινου πολιτισμού. Δηλαδή στην Αθήνα.
Καθισμένη δίπλα μου στο τρόλεϊ, με κατεύθυνση την Ομόνοια, στριμωγμένες και οι δύο, γνωριστήκαμε
.
Η Μάργκαρετ κρατούσε φακούς μεγεθυντικούς, με σκοπό να ανιχνεύσει τον όγκο της δυστοπικής πάχνης.
Εγώ φορούσα κόκκινα γυαλιά, επηρεασμένη από το τραγουδάκι του Κραουνάκη και κρατούσα αγκαλιά «τα Ηθικά Νικομάχεια» και τα «Πολιτικά» του Αριστοτέλη.
Η Μάργκαρετ γυάλιζε τους ισχυρούς φακούς της υπομειδιώντας και εγώ σκούπιζα τα δάκρυά μου, επειδή ίσως σκουντούσα κατά λάθος επάνω σου στην Ομόνοια και ίσως με κοιτούσες τόσο γλυκά, οπότε θα καταλάβαινα ότι δεν με είχες εντελώς ξεχάσει.
Η Άτγουντ, με την αυτοπεποίθηση που έχουν οι ισχυροί δυτικοί, αν και οι Καναδοί είναι ηπιότεροι και ουδόλως ασχολήθηκαν μαζί μας -δεν είχαν λόγο άλλωστε -άρχισε με ωραιότατη προφορά των αγγλικών (οπότε την καταλάβαινα) να με ξεναγεί στην δυστοπική μου πόλη.
Με σύστησε στον Χιονάνθρωπο, που όταν δεν ζει μαζί της, κατοικεί σε δέντρο, τυλιγμένος σε παλιά σεντόνια.
Τζίμι ονομάζεται και είναι στοιχειωμένος από την φωνή της Όρυξ-της γυναίκας που αγάπησε.
Ο χιονάνθρωπος επιβίωσε από μια μεγάλη επιδημία που εξολόθρευσε τους ανθρώπους και ο ίδιος βρίσκεται να ζει ανάμεσα σε ανθρωποειδή, που δημιουργήθηκαν από τα παιδιά του Κρέικ.
Πλάσματα με πράσινα μάτια και μεταλλαγμένα -παιδιά του Κρέικ-αλλά χρέωσε την ευθύνη στον έρμο τον χιονάνθρωπο.
«Ορυξ και Κρέικ» η ιστορία της Καναδής Μάργκαρετ Άτγουντ
Εσείς;; με ρωτά δίνοντάς μου τον λόγο.
-Εγώ μελετώ ζητήματα Πόλης, επειδή ο Πολιτισμός προήλθε από την Πόλη και διδάσκεται.
Κατέβασα το κεφάλι απολογητικά και συμπλήρωσα.
Μελετώ τα πολιτικά του Αριστοτέλη, κατάφερα να ψελλίσω.
Η συγγραφέας με το τρόπο της μου ζήτησε να της πω δυο λόγια.
Με ενημέρωσε ότι μπόρεσε να εμπνευστεί την απόλυτη δυστοπία , να την καταγράψει, να την οσμιστεί σε κάθε μόριο και σε κάθε μικρότερη αόρατη μορφή, επειδή ακριβώς «το κυριώτατον πάντων» δηλαδή το υπέρτατον αγαθόν, στο οποίο αποβλέπει η «πόλις», δηλαδή η ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών, έχε πλήρως ακυρωθεί.
Συμπλήρωσα τις γνώσεις της -μια και υπήρξα τυχερή για την πρόσφατη ματιά που είχα ρίξει- στα αριστοτελικά κείμενα ότι «η ευδαιμονία δεν είναι κατάσταση αλλά διαρκής ενέργεια της ψυχής με τους κανόνες της αρετής».
Το τρόλεϊ εν τω μεταξύ, είχε παγιδευτεί από ατέλειωτα αυτοκίνητα οδηγών αργόσχολων, που ανεβοκατέβαιναν την πόλη.
Μοιραστήκαμε τον μεγεθυντικό φακό, το φως ήταν βιολετί με αποχρώσεις μπλε του εφέ , χρώμα κόμιξ, οι οδηγοί έμοιαζαν στις κινήσεις με τα καρτούνς καθημερινής σειράς με τίτλο, «πάνω κάτω στην πόλη και ο τυχερός παίρνει bonus 30 ευρώ».
Οι επιβάτες φορούσαν ρούχα φωσφοριζέ, οι γυναίκες ήταν όλες ίδιες, σα να είχαν βγει από ένα τεράστιο εργοστάσιο παραγωγής, τα ρούχα ήταν αντιαισθητικά, αλλά εάν το έλεγες, σε κάρφωναν στους μπάτσους της «πολιτικής ορθότητας», τα χείλη ήταν φουσκωμένα και οι μεγαλύτερες στην ηλικία είχαν χείλη balloons.
Η Άτγουντ με λυπήθηκε και τράβηξε τους φακούς από τα μάτια μου.
λέγοντας ψιθυριστά «εάν γράφεις ποίηση είσαι κίνδυνος, θα προσπαθήσουν να σε συλλάβουν οπότε να κάνεις την χαζή και να μασάς τσίχλα και στα τσιγαρόχαρτα να σκαλίζεις τις στροφές»
Φτάσαμε στην Ομόνοια, ήρθε η ώρα του αποχωρισμού και με ευγένεια χαιρετηθήκαμε.
Παρακολούθησα την πλάτη της ενώ γλιστρούσε στις σκάλες του Metro και με δάκρυα στα μάτια, φώναξα στον χιονάνθρωπο πόσο πολύ τον αγαπώ.
Που, μέσα στον γκρεμό των πάντων, αυτός είχε αγκαλιάσει στα σπλάχνα του την φωνή της αγαπημένης του Όρυξ.
Έτρεξα στην Αθηνάς. Μέσα στο μαβί και βιολετί ένας χιονάνθρωπος είχε σωθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου