Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

Ζώντας ανάμεσα στα ερείπια ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ










Ζώντας ανάμεσα στα ερείπια

ΖΗΣΙΜΟΣ ΛΟΡΕΝΤΖΑΤΟΣ

Κάμιρος! πρόβαλες πεθαμένη κάτω ἀπὸ τὰ χωράφια, λησμονημένη
…ἀπ’ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο.

Ημερολόγιο Ἀθήνα 1951

Κάμιρος! πρόβαλες πεθαμένη κάτω ἀπὸ τὰ χωράφια, λησμονημένη …ἀπ’ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο.
Μόνο μιὰ λέξη στὴν Ἰλιάδα… καθὼς λέει ὁ ποιητής, αργινόεντα
Κάμιρον χαμένη μέσα στὴν πολεμικὴ παράταξη τῶν Ἑλλήνων. Ἕνα πρωινὸ (σὰν κι ἐτοῦτο) ἐδῶ καὶ κάμποσα χρόνια, ἡ μοναδικὴ τοποθεσία προδόθηκε, τὴν πατήσανε τὰ ἰνιὰ τῶν ἀλετριῶν καὶ τὰ κατσικίσια ποδήματα τοῦ Ροδίτη.
Πρόβαλες ἀχαμνὴ σὰν τὰ κολυβογράμματα ποὺ προβάλλουνε μιὰ μέρα, ξύσε ξύσε, πάνω στὰ παλίμψηστα τῶν καλογέρων. Τί νὰ γράψει κανεὶς γιὰ σένα; Ἀπὸ τὰ προπύλαια ποὺ σὲ κοιτάζω, μέσα στὸ ἄδειο πιάτο τοῦ χτεσινοῦ κάμπου, εἶσαι ἡ τέλεια νέκρα. Δίνεις τὴν ἰδέα τῆς ἀνακομιδῆς ἑνὸς μεγαθήριου ποὺ τὰ κόκκαλά του ἀφεθήκανε σκόρπια, ξεραμένα στὴν τοπογραφία σου (κάτι παρόμοιο, δίχως ἄλλο, θὰ περιμαζεύανε στὸ ἀκρογιάλι τῆς Ἐπιδαύρου ἀπὸ τὸ θεριὸ ποὺ σπάραξε τὸν Ἱππόλυτο).
Τοῦ ‘ρχεται ἡ ὄρεξη τοῦ προσκυνητῆ νὰ σὲ πλύνει μὲ κρασὶ ὅπως τοὺς πεθαμένους, ἢ νὰ σὲ συναρμολογήσει γιὰ τὶς προθῆκες τοῦ παλαιοντολογικοῦ μουσείου. Ἀπὸ τὴ δωρική σου δύναμη διαβάζω μισοσβησμένα λίγα ὀνόματα ἀθλητῶν σὲ μιὰ στήλη (σὰν ἐκεῖνα ποὺ διάλεγε γιὰ τὰ ποιήματά του ὁ Καβάφης• τὰ ξεχάσανε ἐκεῖ, δὲ λέγανε τίποτα στοὺς ἀρχαιολόγους), καὶ τὰ συλλαβίζω φωναχτά, σὲ λίγο, γιὰ νὰ διώξω ἀπὸ τὴν περιδιάβασή μου κάθε προσθετὴ ἰδέα μυστικότητας καθὼς τριγυρίζω μέσα στὰ λαγούμια τοῦ ὑδραγωγείου σου, ἴδιες κατάξερες χριστιανικὲς κατακόμβες. Μονάχα ἡ Πομπηία, ἀλλὰ μὲ ἕνα τόνο μαυρίλας ἢ καψαλιασμένου δέντρου ποὺ ἐσὺ δὲν ἔχεις, μοῦ εἶχε δώσει ἄλλοτες αὐτὸ τὸ αἴσθημα τῆς ἀπόλυτης νέκρας, τῆς νέκρας γυμνῆς, — Κάμιρος! σκαραβαῖε τοῦ Αἰγαίου, ποὺ σὲ τραγουδάει ἀφανέρωτο κάπου ἐδῶ κοντά, μὲ φόντο τὴ θάλασσα, ἕνα μπαλσαμωμένο τζιτζίκι! […]

Χαμένος βαθιὰ στὸ δάσος τοῦ Προφήτη Ἠλία. Σὰν ἀπὸ ζωγραφισμένο τζαμιλίκι ἐκκλησιᾶς, παντοῦ στὰ πουρνάρια, στὸ γλιστερὸ πούσι, τὰ χρώματα πέφτουνε ὥς τὴν παραμικρότερη χούνη ἐκείνου τοῦ θάμνου. Τρυπημένα ἀπὸ τὴ λόγχη τοῦ ἥλιου, τὰ πλαγιόκλαδα κυπαρίσσια καὶ στὴν πιὸ ἀπότομη κατηφόρα, φυλᾶνε σταθερὰ τὴν ἰδέα τοῦ κατακόρυφου. Ἡ ἀτμόσφαιρα τέτοια, ποὺ χωρὶς νὰ τὸ θέλεις, ὅπως κάθεσαι ξαπλωμένος ἀρχίζεις νὰ παραφυλᾶς. Μέσα σὲ λίγα δευτερόλεπτα κάνεις ἀνάποδα ὁλόκληρη τὴ διαδρομὴ τοῦ εἴδους, καὶ ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ σπηλιά σου περιμένεις τὸ θήραμα. Τὸ ἀφτί σου γίνεται χωνί. Προσέχεις τὰ πάντα. Παραμονεύεις, οἱ αἰσθήσεις σου ἀνεβασμένες πάνω σὲ κατάρτια. Νὰ ὁ πρόγονος. Μέσα σου τεντώνεται, ὕστερα ἀπὸ αἰῶνες προϊστορικοῦ ὕπνου, τὸ παμπάλαιο ἔνστιχτο τοῦ κυνηγιοῦ. Ἂν σὲ λησμονοῦσαν ἐδῶ τοὺς χειμωνιάτικους μῆνες, σιγὰ σιγά, θὰ σχεδίαζες στὸ βράχο κανένα βόνασο τῆς Dordogne. Πήγαινες περίπατο καὶ βρέθηκες στὸ καρτέρι. Νεκροφάνειες. Τότε σπάσανε δυὸ φύλλα στὸ δάσος• ξεφουσκώνοντας τὴν ἡσυχία. Ἡ ἀναπνοή σου σταμάτησε. Ἀνεξήγητο, συλλογίστηκες, πόσο ἀπόλυτη μπορεῖ νὰ γίνει ὅταν τὴ βγάλουμε ἀπὸ τὴ χρήση της, ἡ ἀσυνειδησία μιᾶς μηχανῆς (ἀλήθεια πῶς γίνεται ν’ ἀγαπᾶμε ἀκόμα ἕνα πουλί, ἢ νὰ ἀκοῦμε δύο φύλλα ποὺ πέφτουν, μαθημένοι στοὺς βομβαρδισμούς;). Ἡ ἀναπνοή σου μοιάζει μὲ τοὺς παλμοὺς μιᾶς λαστιχένιας κύστης πού, στὸ σύγχρονο χειρουργεῖο, ἐξωτερικεύει τὴν καρδιὰ τοῦ χειρουργημένου. Περιμένεις. Τίποτα. Ξέρεις πὼς τὸ μέρος ἔχει λάφια• λίγη ὥρα πρὶν ἔψαχνες γιὰ κανένα λαφοκέρατο. Θὰ Ἰδεῖς; Τίποτα: ἕνα κατσίκι μαρμαρωμένο ἀντίκρυ, στὸ ξέφωτο τοῦ δάσους, κοιτάζει κατὰ σένα μὲ μεγάλη προσοχή. Δὲ σαλεύει. Δὲ σαλεύεις. Καμιὰ ἔνδειξη. Μονάχα τὸ φῶς ρέει ἀκατάπαυτα. Ὅπως μιὰ παλίρροια. Τὸ κατσίκι ζωντανεύει.
Τὸ σπανό του γένι κάθε τόσο τραβάει παύλες κάτω ἀπὸ τὸ σαγώνι του, ποὺ ἀλέθει πλάγια.
Ὅπως τὸ ψαλλίδι.
Κοιταζόσαστε ἀνόητα ὥρα πολλή.
Τέλος ὁ ἀντίπαλός σου, σὰ νὰ φοράει τὸ παλτό του ἢ κάτι τέτοιο, παίρνει τὴν κατηφόρα μ’ ἕνα ὕφος μαθητευόμενου μάγου καὶ χάνεται ἀπὸ τὸν τόπο.
Ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά. Ὅπως πέφτουμε σ’ ἕνα πηγάδι. […]



Πηγή: ΑΣτάικου Ανάρτηση: ΑΣτάικου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ICE--2

2016 η νύχτα σκορπά ιώδιο και άρρωστο νέον σαν της εντατικής οδεύουμε σε λύσεις τελικές ο καθένας με τα σωθικά του ενώπιος ενωπίω πόση αγάπ...