Βιρτζίνια Γουλφ; " «Δύσκολο να παραβλέψεις το ρεύμα. Κι όμως θα το κάνω»
"Τα κύματα" (απόσπασμα)
« Γιατί μια μέρα, καθώς ακούμπησα στην ξύλινη πόρτα ενός φράχτη, που έβγαζε σ’ ένα χωράφι, ο ρυθμός σταμάτησε, οι ρίμες που μουρμούριζα, η ποίηση και η μπουρδολογία, σταμάτησαν. Το μυαλό μου ξαφνικά καθάρισε. Είδα μέσα απ’ τα πυκνά φύλλα της συνήθειας. Ακουμπώντας στην πόρτα του φράχτη, λυπήθηκα για τόσα άχρηστα εν τέλει πράγματα, λυπήθηκα για όσα έμειναν απραγματοποίητα, λυπήθηκα για την αποξένωση, γιατί δεν μπορείς να πας στην άλλη άκρη του Λονδίνου να δεις ένα φίλο, γιατί δεν έχεις καιρό. Γιατί δεν μπορείς να πάρεις το καράβι για την Ινδία και να δεις εκεί γυμνούς άντρες να καμακώνουν ψάρια στα γαλάζια νερά. Είπα πως η ζωή μου δεν ήταν πλήρης, ήταν μια φράση αφημένη στη μέση. Ήταν αδύνατο για μένα, που παίρνω τσιγάρο από οποιονδήποτε πλασιέ τυχαίνει να συναντήσω στο τραίνο, να κρατήσω συνοχή και συνέχεια – εκείνη των γενεών, των γυναικών που κουβαλούνε κόκκινα σταμνιά στο Νείλο, του αηδονιού που κελαηδεί στις κατακτήσεις και τις αποδημίες. Ήταν τεράστιο το εγχείρημα, είπα, και πώς μπορώ πάντα να σηκώνω το πόδι για ν’ ανέβω τη σκάλα;
» Μιλούσα σ’ εκείνο το εγώ που δεν με αποχωρίστηκε σε πολλές φοβερές περιπέτειες. Στον πιστό σύντροφο που κάθεται μπροστά στη φωτιά όταν όλοι έχουν πάει για ύπνο, και σκαλίζει με τη μασιά τις στάχτες. Σ’ εκείνον που διαμορφώθηκε τόσο μυστηριωδώς, με αιφνίδιες αναπτύξεις, σ’ ένα δάσος με οξιές, καθισμένος σε μια ιτιά στην όχθη, ακουμπώντας στο παραπέτο του Χάμπτον Κώρτ . Σ’ εκείνον που συνερχόταν όταν η ανάγκη το επέβαλλε, και βρόνταγε το κουτάλι στο τραπέζι, λέγοντας «Δεν θα ενδώσω.
»Αυτό το εγώ, καθώς ακουμπούσα στην πόρτα του φράχτη και κοίταζα τους αγρούς να κυματίζουν πέρα μακριά κυματισμούς χρωμάτων, δεν αποκρίθηκε. Δεν έφερε αντίσταση. Δεν προσπάθησε να αρθρώσει λόγο. Δεν έσφιξε τη γροθιά του. Περίμενα. Περίμενα ν’ ακούσω. Τίποτα δεν ακούστηκε. Τίποτα. Φώναξα τότε, πεπεισμένος πια για την πλήρη εγκατάλειψη. Τώρα δεν υπάρχει τίποτα. Κανένα πτερύγιο δεν χαράζει τα νερά αυτής της απέραντης θάλασσας. Η ζωή μ’ αφάνισε. Καμιά ηχώ δεν έρχεται όταν μιλάω, καμιά λέξη δεν αντηχεί παραλλαγμένη. Ναι, αυτό δα κι αν είναι θάνατος, πιο θάνατος κι από το θάνατο των φίλων μας, το θάνατο της νιότης.»
Φωτό: Νικόλ Κίντμαν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου