Δημοτικό Ποιήμα
Τ Αι Γιώργη
Α ) Άγιε μου Γιώργη, αφέντη μου και χρυσοκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ από θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
π’ ά δε του ’πγαίναν άνθρωπο κάθε πρωί και άλλο,
σταλιά νερό δεν άφηνε να κατεβεί στη Χώρα,
σα δε του ’πγαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Μιαν κλήρωση εκάμνανε κι όποιου ήταν να πέσει,
έστελνε το παιδάκι του τού Δράκοντα πεσκέσι.
Ο κλήρος τότε έλαχε εις τη βασιλοπούλλα,
όπου την είχ’ η μάνα της μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγο είπε:
- «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρια ακονισμένα:
- «Για δώσ’ μας το παιδάκι σου, για παίρνομε κι εσένα».
- «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήσει».
Πιάνουν την και στολίζουν την απ’ το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνουν την οι βάγιες της να πα’ να σεργιανίσει
και πάνε και τη δένουνε στου Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα του πηγαδιού ρίξαν την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Αϊ Γιώργης το ’μαθε και τρέχει να τη σώσει
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώσει·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στα μάγουλα του πηγαδιού πηγαίνει και καθίζει.
- «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το πεθάνω,
μα πρέπει πρώτα προσευχή εις το Χριστό να κάνω·
γονάτισε μαζί και συ Χριστό να προσκυνήσεις
μην τρέχουν τα ματάκια σου σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μια ταραχή μεγάλη
ήταν ο Δράκος που βγαίνε μέσ’ από το πηγάδι
- «έλα αφέντη, μην αργείς και το κοντάρι πιάσε
για να σκοτώσεις το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
έλα - έλα αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τα δόντια του για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Αϊ Γιώργης τότε στάθηκε σα παραλογιασμένος
και τ’ άρματά του άρπαξε, ως ήταν μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάμνει το Σταυρό του
και το κοντάρι σήκωσε, μπήγει το στο λαιμό του·
την κονταριά που τού ‘δωκε, την τρώει μες το στόμα
κι αμέσως εξαπλώθηκε κατάχαμα στο χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
της κορασίδας τό ’δωσε, στη μέσα Χώρα μπαίνει.
- «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απέ τα φύλλα της καρδιάς δώκε του την ευχή σου».
- «Να ζήσεις, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα κάμνω της αφεντιάς σου;»
- «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμεις τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά τους την πλευρά βάλ’ ένα καβαλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου