Η Άννα Κομνηνή κατά των Σταυροφόρων
Το έργο της Άννας Κομνηνής (1083-1153) αποτελεί την πρώτη απόπειρα γυναίκας στην Ευρώπη να γράψει ιστορικό έργο. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να πάρει τον θρόνο από τον αδερφό της Ιωάννη, εξορίστηκε στην Μονή της Κεχαριτωμένης στην Κωνσταντινούπολη όπου και έμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα μελετώντας τους αρχαίους συγγραφείς. Στον πρόλογο του βιβλίου της, φτιάχνει ένα πορτρέτο του εαυτού της και εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο δούλεψε:
...εγώ η Άννα κόρη των βασιλέων Αλεξίου και Ειρήνης, πορφυρογέννητη και πορφυροθρεμμένη, όχι άμοιρη γραμμάτων, αλλά με σοβαρότατη σπουδή των ελληνικών, χωρίς να έχω παραμελήσει ούτε τη ρητορική και αφού διάβασα προσεκτικά τόσο τα έργα του Αριστοτέλη όσο και τους διαλόγους του Πλάτωνος και κόσμησα το πνεύμα μου με τα μαθηματικά, την αστρονομία και τη μουσική... γι' αυτό και θέλω με το σύγγραμμα μου αυτό, να εξιστορήσω τα έργα του πατέρα μου...
Όλο το ιστορικό υλικό που έχω συλλέξει, ας είναι μάρτυς μου ο Θεός και η υπερκόσμιος μήτηρ αυτού και δική μου δέσποινα – το μάζεψα από ορισμένα ασήμαντα κείμενα γραμμένα χωρίς καμιά φιλοδοξία ύφους από κάποιους γέροντες που είχαν χρηματίσει στρατιώτες τον καιρό που ο πατέρας μου κρατούσε τα σκήπτρα των Ρωμαίων κι αργότερα είχαν εγκαταλείψει τη τύρβη της κοσμικής ζωής για να μεταβούν στη γαλήνια κατάσταση των μοναχών. Τα γραπτά εκείνα που έπεσαν στα χέρια μου είχαν ύφος απλό και αφελές, μόνος σκοπός τους ήταν η αλήθεια, δεν έκανα καμιά επίδειξη κομψότητας κι ούτε ήταν φορτωμένα με ρητορικά σχήματα. Αλλά και οι προφορικές διηγήσεις των γερόντων ήταν όμοιες με τις γραπτές και στο σκοπό και στην έκφραση∙ μέσω αυτών μπορούσα να ελέγχω την αλήθεια της ιστορίας μου, παραβάλλοντας και επαληθεύοντας τα ιστορούμενα από μένα με τα λεγόμενα τους και τα δικά τους με τα δικά μου που εγώ τα είχα ακούσει πολλές φορές από τον πατέρα και τη μητέρα μου και τους προς πατρός θείους μου. Απ' αυτά όλα έχει συνυφανθεί ολόκληρο το σώμα της αλήθειας.
Στο βιβλίο αντικατοπτρίζεται το πνεύμα της εποχής, όπου οι θρησκευτικές δοξασίες κυριαρχούσαν και οι βασιλιάδες έδιναν μεγάλη σημασία στους οιωνούς και στα όνειρα:
Στον ουρανό εμφανίστηκε ένας μεγάλος κομήτης, ο μεγαλύτερος που είχε φανεί ποτέ. Άλλοι τον παρομοίαζαν με μικρό δοκάρι κι άλλοι με ακόντιο. Έπρεπε, είν’ αλήθεια, τα παράδοξα που επρόκειτο να μας αναστατώσουν να δηλωθούν άνωθεν με ένα είδος προεξαγγελτικού προοιμίου. Επί σαράντα ολόκληρα μερόνυχτα μπορούσε κανείς να βλέπει ο ολοκάθαρα τον κομήτη, που μάλιστα παρουσιαζόταν ν’ ανατέλλει από τη Δύση και να κατευθύνεται προς στην Ανατολή. Τρομοκρατημένοι όσοι τον έβλεπαν, ζητούσαν να μάθουν ποιο προμήνυμα έφερνε. Ο αυτοκράτορας εξ άλλου, μολονότι δεν έδινε προσοχή σε κάτι τέτοια και πίστευε πως προέρχονται από κάποια φυσική αιτία, όμως ρωτούσε τους ειδικούς στα θέματα αυτά. Κάλεσε μάλιστα και τον Βασίλειο που είχε πρόσφατα αναλάβει το αξίωμα του δημάρχου του Βυζαντίου (ο άνθρωπος αυτός έδειχνε μεγάλη αφοσίωση στον αυτοκράτορα), και τον ρωτούσε για το άστρο που είχε εμφανιστεί. Εκείνος επιφυλάχτηκε ν’ απαντήσει την επαύριον κι επέστρεψε στο κατάλυμα του, ένα παλαιό ιερό του ευαγγελιστή Ιωάννη, όπου βάλθηκε να παρατηρεί το άστρο τη στιγμή που επρόκειτο να δύσει ο ήλιος. Ενώ το μελετούσε, κουράστηκε απ’ την πολλή σκέψη και τον πήρε ο ύπνος. Τότε είδε τον άγιο στολισμένο με ιερά άμφια. Καταχαρούμενος ο Βασίλειος, φαντάστηκε πως δεν βλέπει πια όνειρο, αλλά οπτασία. Είχε αναγνωρίσει τον Άγιο και τον κατέλαβε δέος. Τρέμοντας όλος τον παρακάλεσε να του φανερώσει τι προμηνούσε το άστρο. «Κινήσεις των Κελτών προμυνάει το άστρο», είπε ο Άγιος «κι η εξαφάνιση του θα φανερώσει την αποχώρησή τους από δω».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου