Ομήρου Οδύσσεια : Συνάντηση Οδυσσέα και Εύμαιου
Ραψωδία ξ, στίχοι 1 εως 147
Εισαγωγικό σημείωμα
Ο Οδυσσέας έχει φτάσει πια στην πολυπόθητη Ιθάκη. Ακολουθώντας τις οδηγίες της προστάτιδάς του θεάς Αθηνάς, πηγαίνει στην καλύβα του πιστού χοιροβοσκού του ως ζητιάνος, γιατί δεν γνωρίζει τις προθέσεις του. Και προσπαθεί να μάθει τι συμβαίνει στο παλάτι. Εκείνος τον φιλοξενεί δεόντως μιλώντας του με πολύν πόνο και σεβασμό για τον Άρχοντά του, αποφεύγοντας να αναφέρει το όνομα Εκείνου, τον οποίο θεωρεί πλέον χαμένο. Του εξομολογείται τα δικά του βάσανα και τον πληροφορεί λεπτομερώς για τους «ξιπασμένους» μνηστήρες που κατασπαταλούν το βιος του βασιλιά του.
Προτίμησα να δώσω σήμερα στη δημοσιότητα τους 147 στίχους της ραψωδίας ξ για τρεις συγκεκριμένους λόγους: α) την άφιξη στην Ιθάκη, β) τη συνάντηση με τον Εύμαιο, τον πρώτο άνθρωπο του παλατιού και γ) το πρόσφατο σπουδαίο αρχαιολογικό εύρημα στην Αρχαία Ολυμπία, που αφορά τους χαραγμένους σε πήλινη πλάκα 13 πρώτους στίχους της συγκεκριμένης ραψωδίας, ίσως το παλαιότερο σωζόμενο γραπτό απόσπασμα του ομηρικού έπους.[1]
Ύστερα, από κείνο το λιμάνι, αυτός πήρε το τραχύ μονοπάτι
μέσα από δασότοπο άκρη άκρη για κει που η Αθηνά
του εξήγησε πως έμενε ο θείος χοιροβοσκός, που το βιος του πιο πολύ
γνοιαζόταν από τους ανθρώπους, που απόκτησε ο θείος Οδυσσέας.
Και μες στον πρόδομο να κάθεται τον βρήκε, εκεί που αυλή 5
ψηλή είχε χτιστεί σε χώρο από παντού ελεύθερο,
ωραία και μεγάλη, ολόγυρα ανοιχτή· κι αυτήν ο ίδιος
ο χοιροβοσκός την έχτισε, σαν έφυγε ο βασιλιάς του, για τους χοίρους,
κρυφά από τη βασίλισσα κι από τον γέροντα Λαέρτη,
με πελεκητές πέτρες, και την προστάτεψε από πάνω μ’ αγριαχλαδιά. 10
Κι απέξω έμπηξε πασσάλους πέρα πέρα κι απ’ τις δυο μεριές,
πυκνούς κι απανωτούς, σκίζοντας την καρδιά βελανιδιάς·
και μέσα στην αυλή έκανε δώδεκα χοιροστάσια[2]
το ένα σιμά στο άλλο, κυλίστρες για τους χοίρους· στο καθένα τους
πενήντα μαντριζόντανε γουρούνες που κυλιόνταν χάμω, 15
θηλυκές και καρπερές· ενώ οι αρσενικοί κοιμούνταν έξω,
πολύ λιγότεροι· αφού τους λιγοστεύανε γιατί τους τρώγανε
οι ισόθεοι μνηστήρες, όταν κάθε φορά ο χοιροβοσκός
έστελνε από όλα τα θρεφτάρια το καλύτερο·
και τριακόσιοι εξήντα ήταν εκείνοι μόνο. 20
Και σκυλιά, όμοια με θεριά κοντά σ’ αυτούς παντοτινά ξαπλώνανε
τέσσερα, που τα ’θρεψε ο χοιροβοσκός, ο πρώτος μες στους άντρες.
Κι ο ίδιος γύρω στα πόδια του δοκίμαζε σαντάλια,
κόβοντας δέρμα βοδινό καλοχρωματισμένο· και οι άλλοι τότε
σκορπούσανε άλλος εδώ κι άλλος εκεί με των χοίρων τα κοπάδια, 25
οι τρεις· τον τέταρτο τον έστειλε στην πόλη
να πάει τον χοίρο στους ξιπασμένους τους μνηστήρες αναγκαστικά,
σφαγμένο, για να χορτάσουνε με κρέας την καρδιά τους.
Και ξαφνικά είδαν τον Οδυσσέα τα αλυχτάρικα σκυλιά.
Και του χιμήξανε γαβγίζοντας· και τότε ο Οδυσσέας 30
κάθισε με πονηριά και το ραβδί τού έπεσε απ’ τα χέρια.
Εκεί θα πάθαινε άσχημο κακό στη μάντρα τη δική του·
μα γρήγορα ο χοιροβοσκός με πόδια φτερωτά ορμώντας πίσω τους
έτρεξε στο πρόθυρο και το πετσί τού έπεσε απ’ το χέρι.
Και φοβερίζοντας σκόρπισε τα σκυλιά άλλο από δω κι άλλο από κει 35
μ’ απανωτά λιθάρια· κι ο ίδιος γύρισε κι είπε στον βασιλιά:
«Γέροντα, παραλίγο τα σκυλιά να σε κατασπαράξουν,
ξαφνικά, και θα ’ριχνες πάνω σ’ εμένα την ντροπή.
Φτάνει που κι άλλα μου ’δωσαν οι θεοί, πόνους και στεναγμούς·
γιατί για τον ισόθεο βασιλιά οδυρόμενος και στενάζοντας 40
κάθομαι, και για άλλους τους παχιούς τους χοίρους τρέφω
να τρώνε· μα εκείνος κάπου λαχταρώντας φαγητό
παραδέρνει σ’ αλλόθροων ανθρώπων τη χώρα και την πόλη,
αν είναι κάπου ακόμα ζωντανός και βλέπει το φως του ήλιου.
Αλλά ακολούθα με να πάμε στην καλύβα, γέροντα, κι εσύ ο ίδιος 45
με ψωμί και με κρασί αφού χορτάσεις την ψυχή σου
να πεις από πού είσαι και πόσα βάσανα υπόφερες».
Έτσι αφού του μίλησε, στην καλύβα τον οδήγησε ο θείος χοιροβοσκός,
και φέρνοντάς τον μέσα τον κάθισε, πυκνά χαμόκλαδα ρίχνοντας χάμω,
κι έστρωσε πάνω τους δέρμα αγριόγιδου δασύτριχου, 50
μεγάλο και παχύ για κείνον κάθισμα. Κι ο Οδυσσέας χαιρόταν
που έτσι τον υποδέχτηκε, και με τέτοια λόγια τού μιλούσε:
«Ο Δίας να σου δίνει, φίλε, και οι άλλοι οι αθάνατοι θεοί
ό,τι περισσότερο ποθείς, που με υποδέχτηκες καλόγνωμος».
Και σ’ εκείνον δίνοντας απάντηση είπες, Εύμαιε χοιροβοσκέ[2]: 55
«Ξένε, για μένανε σωστό δεν είναι, κι από φτωχότερος ακόμα αν ερχόταν
τον ξένο να ατιμάσω· γιατί από τον Δία είναι όλοι
οι ξένοι κι οι φτωχοί· και το λιγοστό δόσιμο καλόδεχτο
γίνεται το δικό μου· γιατί η μοίρα αυτή των δμώων είναι
πάντοτε να φοβούνται, όταν κυβερνούν άρχοντες νέοι. 60
Πράγματι οι θεοί τον γυρισμό εκείνου δέσανε,
που εμένα θα κανάκευε γνοιασμένα και βιος θα μου είχε δώσει,
τέτοια που σε άνθρωπό του θα ’δινε άρχοντας καλόψυχος,
σπίτι και κλήρο και γυναίκα περιζήτητη,
όταν θα κόπιαζε πολλά, κι ο θεός τα κόπια του θα πλήθαινε 65
όπως κι εμένα αυτά τα κόπια θα πληθύνουν που δουλεύω.
Γι’ αυτό πολλή χαρά θα μου ’δινε ο κύριος, αν εδώ γυρνούσε·
μα χάθηκε – μακάρι έτσι από χαμό το γένος της Ελένης
να γονάτιζε, μιας και πολλών ανθρώπων έλυσε τα γόνατα·
γιατί για την τιμή πήγε κι εκείνος του Αγαμέμνονα 70
στην Ίλιο που ’χει όμορφα άλογα, να πολεμήσει με τους Τρώες».
Έτσι όταν βιαστικά με τον ζωστήρα έδεσε τον χιτώνα,
κίνησε για τα χοιροστάσια που τα κοπάδια μαντριζόντανε των χοίρων.
Από κει αφού πήρε δυο τούς έφερε κι έσφαξε και τους δυο,
καψάλισε και λιάνισε και πέρασε στους οβελίες. 75
Κι αφού τα έψησε όλα, τα πήρε και τ’ απίθωσε μπροστά στον Οδυσσέα
ζεστά πάνω στους οβελίες· και πασπάλισε κριθάλευρο λευκό από πάνω·
και μέσα σε καυκί συγκέρασε γλυκό κρασί,
κι ο ίδιος αντίκρυ κάθιζε και του έλεγε παρακινώντας τον:
«Τρώγε τώρα, ξένε μου, αυτά που απ’ τους δμώες βρίσκονται 80
κρέατα χοιρινά· μα τους παχιούς χοίρους τούς τρώνε οι μνηστήρες,
δίχως να λογαριάζουν τη δικαιοσύνη και χωρίς έλεος.
Τα άνομα όμως έργα οι μακάριοι θεοί δεν τα αγαπάνε,
το δίκιο μοναχά τιμούνε και τα δίκαια έργα των ανθρώπων.
Ακόμα εχθροί και αρπαχτικοί που πάνω σε γη ξένη 85
πατήσουν και τους δώσει ο Δίας λάφυρα ν’ αρπάξουν,
και τα καράβια τους γεμίζοντας στα σπίτια τους γυρνούνε,
κι εκείνοι ακόμα νιώθουνε τον δυνατό της δίκης φόβο μες στα φρένα.
Μα, τούτοι εδώ κάτι ξέρουνε, κάποια θεού φωνή έχουν ακούσει,
για εκείνου τον πικρό χαμό, γι’ ατό δεν θέλουνε για δίκαια 90
ν’ ακούσουν, μήτε στα δικά τους να γυρίσουνε, μα, αναίσθητοι
το βιος ανόσια ρημάζουνε χωρίς καθόλου λύπηση.
Γιατί όσες νύχτες και μέρες έρχονται από τον Δία,
ποτέ δεν σφάζουνε ένα και ούτε και δυο μονάχα·
και λιγοστεύουν το κρασί αντλώντας το αλογάριαστα. 95
Και πράγματι, είναι το βιος εκείνου αμέτρητο· κανείς δεν έχει τόσα
από τους ήρωες άντρες, ούτε στη στεριά που γαλανίζει
ούτε στην ίδια την Ιθάκη· ούτε είκοσι αντρών μαζί
είναι τόσα τα πλούτη· και σ’ εσένα εγώ θα πω καταλεπτώς:
δώδεκα στη στεριά βοδιών κοπάδια· τόσα κοπάδια αρνιών, 100
τόσα χοιροστάσια γουρουνιών, τόσα ελεύθερα γιδιών κοπάδια
βόσκουνε ξένοι κι από τον τόπο μας βοσκοί.
Κι από δω, ελεύθερα γιδιών κοπάδια έντεκα όλα κι όλα
βόσκουν στην άκρη του νησιού και καλοί άντρες τα προσέχουν.
Κι από αυτούς ένας καθημερινά τούς κουβαλάει 105
όποια από τις ολόπαχες τις γίδες φαίνεται καλύτερη.
Στερνός κι εγώ φυλάω αυτούς τους χοίρους και γλιτώνω,
κι απ’ τους αρσενικούς τον πιο καλό διαλέγοντας τους στέλλω».
Αυτά είπε, κι εκείνος μ’ όρεξη έτρωγε τα κρέατα κι έπινε κρασί
αρπαχτικά χωρίς μιλιά, και φύτευε κακό για τους μνηστήρες. 110
Ύστερα όταν δείπνησε κι εύφρανε την ψυχή με φαγητό,
γεμίζοντας του έδωσε το καυκί από όπου έπινε,
κρασί γεμάτο· και το πήρε εκείνος και χαιρότανε κρυφά,
και προσφωνώντας τον με τέτοια λόγια τού μιλούσε φτερωτά:
«Φίλε μου, ποιος σ’ αγόρασε με το δικό του βιος, 115
τόσο πολύ πλούσιος και δυνατός όπως τον λες;
Είπες πως για την τιμή του Αγαμέμνονα χάθηκε εκείνος.
Πες μου τον, μπορεί και κάπου να τον γνώρισα, που είναι τόσο μεγάλος.
Γιατί ο Δίας μοναχά το ξέρει και οι άλλοι οι αθάνατοι θεοί,
αν βλέποντάς τον μήνυμά του θα ’φερνα· και σε πολλούς τόπους πλανήθηκα». 120
Και σ’ αυτόν απάντησε έπειτα ο χοιροβοσκός, ο πρώτος μες στους άντρες:
«Γέροντα, κανένας άνθρωπος παραδαρμένος που ήρθε και για κείνον
φέρει μήνυμα, θα έπειθε τη γυναίκα και τον αγαπημένο γιο του,
μα, άνθρωποι έτσι κι αλλιώς παραδαρμένοι έχοντας ανάγκη από βοήθεια
ψέματα λένε, και δεν θέλουνε να πούνε την αλήθεια. 125
Κι όποιος στη χώρα της Ιθάκης φτάσει περιπλανημένος,
έρχεται στη δική μου δέσποινα κι απατηλά της αραδιάζει·
κι αυτή τον καλοδέχεται, τον κανακεύει και ρωτάει το κάθε τι,
κι όπως οδύρεται από τα βλέφαρα τα δάκρυα της σταλάζουν,
όπως αρμόζει σε γυναίκα που έχει χάσει αλλού τον άντρα. 130
Αμέσως κι εσύ, γέροντα, θα σκάρωνες το παραμύθι,
αν κάποιος χλαίνη σου ’δινε, χιτώνα και φορέματα.
Μα εκείνου τώρα πια μέλλουν τα γρήγορα σκυλιά και τα πουλιά
τη σάρκα από τα κόκαλα να ξεκολλήσουν, και η ψυχή τον έχει αφήσει·
ή μες στη θάλασσα τον έφαγαν τα ψάρια και τα κόκαλά του 135
κείτονται πάνω στη στεριά με πολλή άμμο σκεπασμένα.
Έτσι εκεί εκείνος χάθηκε και βάσανα για τους αγαπημένους του ξοπίσω
όλους, και περισσότερο σ’ εμένα έχουν μείνει· γιατί άλλον μέχρι τώρα
τόσο γλυκό άρχοντα δεν θα βρω, όπου κι αν πάω,
ούτε κι αν στου πατέρα μου και της μητέρας ξανά φτάσω 140
το σπίτι, όπου πρώτη φορά ήρθα στο φως και οι ίδιοι με ανάθρεψαν.
Μήτε για εκείνους τώρα τόσο οδύρομαι κι ας λαχταρώ
να τους δω τόσο με τα μάτια μου, πηγαίνοντας στην πατρική μου γη·
αλλά του Οδυσσέα που έφυγε η στέρηση μου στοιχίζει.
Και το όνομα εκείνου εγώ, κι ας μη βρίσκεται μπροστά μου 145
ντρέπομαι να το πω· γιατί με γνοιαζότανε πολύ και μ’ αγαπούσε·
μα, αδερφό μου εγώ αποκαλώ εκείνον κι ας βρίσκεται μακριά…»
μετάφραση: Κώστας Χωρεάνθης
επιμέλεια κειμένου: Ελένη Χωρεάνθη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου