ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΕΣ ΒΑΡΒΑΡΙΚΕΣ
“Η σφαγή” της Χίου, του Ρώσου ζωγράφου Ξιντάκομπ
---Απρίλιος 1822----Massacre of Chios
Η ΣΦΑΓΗ ΤΗΣ ΧΙΟΥ: Αφηγήσεις για τη γενοκτονία των Τούρκων στον λαό της Χίου
..............................ΔΙΗΓΗΣΙΣ Μικέ Φλατσούση (Από τον Κάμπο)
Τον καιρό τής Επανάστασης ήμουνα 15 χρονών. Ο μακαρίτης ο πατέρας μου μ’ έχενε κοπέλλι με το μπάρμπα μου το Γιώργη. Από καιρό εγινόνταν ανησυχίες με τους Τούρκους. Οι πλούσιοι είχαν βγαρμένες από τη Χιό τις φαμέλιες τως.
Τη Μεγάλη Πέφτη ήμουνα στο χωράφι κ’ εφύτευα ροβίθια. Τ’ απόγευμα ήκουσα κατά το μέρος τού Κάστρου τουφεκιές. Σε κομμάτι είδα ανθρώπους να περνούνε με φορτωμένα μουλάρια και να τραβούνε κατά τα Μαστιχόχωρα.
Τους ερώτησα και μού ‘πανε πως εφάνηκεν η Τούρκικη αρμάδα κ’ οι Τούρκοι τού Κάστρου επήρανε θάρρος κ’ επεταχτήκανε όξω κι αρχίσανε να σφάζουνε.
Σαν τό ΄κουσα, τρόμαξα κ’ ήτρεξα και τό ΄πα τ ΄αφεντικού μου. Εκείνος μ’ έστειλεν να κουβαλώ χοχλάκους από τον Κοκκαλά κι αφού ήβαλεν τη σκάλα εστίβαζεν τούς χοχλάκους γύρου γύρου στην αστρακιά.
Επήρεν και δυό ψωμιά, μ’ ενήβασεν κ’ εμένα κ’ ετράβηξεν τη σκάλα πάνω.
Οι συγγενήδες μας ετραβήξαν όλοι κατά τα Μαστιχόχωρα, μόνον ο πάππους μου, επειδής ήταν πολύ γέρος και δεν εμπόρενε να τους ακολουθήσει, ήμεινενε. Εκαθούντανε μες στο περιβόλι κ’ εφουμάριζενε.
Τη Μεγάλη Παρασκευή εκούσαμενε μια τουφεκιά. «Τον πάππου σου θα σκοτώσανε, βρε Μικέ», μού ΄πεν ο μπάρμπας μου. Τα μεσάνυχτα κατηβήκαμενε και τον ηύραμενε σκοτωμένο. Τον επήραμεν και τον εθάψαμεν κοντά σε κάτι βάτες. Ύστερι απέ χρόνια επήγαμεν τα κόκκαλά του στον Άγιο Τρύφο.
Το Μεγάλο Σαββάτο τ’ απόγεμα ακούσαμενε τουφεκιές κατά τον Άγιο Μηνά. Εκεί ήτανε μαζεμένος πολύ κόσμος, ήτανε και κάμποσοι με τα τουφέκια και είχανε και δυό Αρμολούσικες στάμνες μπαρούτι.
Δυό ταγκαλάκια Τούρκοι ήρτανε να πατήσουνε το Μοναστήρι. Οι Χριστιανοί τούς πιάσανε στο τουφέκι, τους επήγανε ίσια με τα Κεραμαριά. Την άλλη μέρα ήρτανε πιο πολλοί Τούρκοι με καβαλαρία. Είχανε και δυό κανόνια και τα βάλανε στους μύλους τού Νεχωριού, εμπορέσανε κι ανοίξανε μια τρύπα και μπήκανε μέσα κι αρχινήσανε να σφάζουνε. Από πάνω αφ’ την αστρακιά ακούγαμε τη βοή τού κόσμου και τις φωνές.
Οι σκύλοι τού Κάμπου είχανε δρόμο ανοιγμένο μες στα σιτάρια και πηγαίνανε και τρώγανε τα λέσια. Ο Κάμπος ήταν έρημος. Οι πέρδικες είχανε φωλιές μέσα στα περιβόλια. Οι Τούρκοι εβγαίνανε το πρωί, εκάνανε ό,τι κάνανε και το βράδυ γυρίζανε στο Κάστρο. Τους ακούγαμε κάθε βράδυ, που περνούσανε μες στα περιβόλια.
Το ψωμί πού ΄χαμε μάς απόκαμε και κατηβαίναμε τη νύχτα και τρώγαμε χλωροκούκκια. Εμένα η ζωή αυτή δε μού ΄ρεζενε , γι΄αυτό ένα βράδυ, την ώρα που κοιμούνταν ο μπάρμπας μου, του ξέκοψα και τράβηξα κατά το Πυργί με την ιδέα πως δεν ήταν εκεί Τούρκοι. Η μέρα με βρήκε στους Ασβεστολάκκους, όξω από το Πυργί. Εκεί εφυλάγανε Τούρκοι. Άξαφνα βρέθηκα μπροστά τους. Έκαμα να φύγω, μα ένας ήστρεψε το τουφέκι του κατά πάνω μου και μου φώναζενε: «Ντουρ!». Εγώ στάθηκα. Ένας ήρτενε και με πήρενε και με πήγε μες στο χωριό και μ’ έδωκε μιανού, που καθώς εκατάλαβα, ήτανε αρχηγός. Τους Χριστιανούς τούς είχανε κλεισμένους μέσα σ’ ένα μαγαζί κι απ’ όξω εφυλάγανε Τούρκοι. Οι καπεταναίοι τών Τούρκων εκαθόντανε στο Λειβάδι τού χωριού. Εκεί εφέρνανε τούς Χριστιανούς δεμένους εξάγκωνα και τους εκόβαν τα κεφάλια. Τα μωρά τα πετούσανε στον αγέρα και τα τρυπούσανε με τα σπαθιά!
Ύστερα μάς εφέρανε στη Χώρα, εμένα με γυναικόπαιδα, και μας εμπαρκάρανε για τη Σμύρνη. Εκεί μάς επουλήσανε. Εμένα με πήρεν ένας Τούρκος και μ΄ έστειλε να του πάρω νερό. Στο δρόμο μού ‘σπασεν η στάμνα κ’ επήρα κ’ εγώ και τράβηξα κατά τα βουνά. Εκεί έζησα δέκα μέρες. Ένας βοσκός μού ΄δινε γάλα. Ύστερι μ΄έπιασεν η παγανιά και με ξαναπούλησεν σ’ ένα πασά κι από κει πάλι εξέκοψα και γύρισα στη Χίο.
Στα ΄28 μάς διώξανε πάλι και φύγαμε για τη Σύρα. Ήζησα κ’ εκεί ανάμιση χρόνο.
________________________________________________________________________________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου