Η πόλη μου Πατησίων πριν λίγα χρόνια στην ισημερία
όταν το φως διαχεόταν διαφορετικά , ισομερώς και αναλόγως
Οταν οι στέγες αποκτούσαν αντανάκλαση ιριδίζουσα
Κι αυτή η απόχρωση, έρρεε στις όψεις των κτηρίων.......
Και οι τοίχοι άλλαζαν σαν να είχαν ξεβγαλθεί από το ίδιο το φως
..........λες και ο ήλιος μας αποστρέφεται για την ολιγωρία της υπεράσπισης των χωρικών του συνόρων..............
Οταν νικήσουμε και πάρουν ανιδιοτελείς την Ελλάδα στα χέρια τους, είμαι σίγουρη οτι το φλόγινο φως του ήλιο, σαν μύρια βεγγαλικά στις προσόψεις, θα σαρώσει τα έργα των ποικίλων συμμοριών
το καταθέτω την ημέρα της ποίησης ως όνειρο ρεαλιστικό
άκλιτον
_________________________________________________________________________
.......να μας συλλάβουν για "υπόνοια αβάσταχτης κατάστασης στα σωθικά μας"
να μας συλλάβουν
με απαγόρευση τεχνολογίας στην εξορία
να μας συλλάβουν για "υπόνοια" διαρκούς αντίστασης
"άκλιτον"
___________________________________________________________
Η σκόνη ως κακός κουρνιαχτός σκεπάζει σα στάχτη τις ταράτσες
κι οι καλημέρες μας ακούγονται στέρφες
είναι που η αυτοκρατορία παίζει πόκερ με ζωντανά χαρτιά
Κι εμείς ωραίοι με βούληση τέχνης αμολάμε σαϊτες λόγων και λέξεων αντιστεκόμενοι ως καιόμενες υπάρξεις στον όλεθρο
____________________________________________________________
...αμυγδαλόψυχά μου
σε μάτια αμύγδαλο
ευωδιάζεις
αθάσι αλμύρας λέξεις
αεί γεωμετρούν του Θεού το Φως
_________________________________________________________________
.....Έντγκαρ Άλαν Πόε
Σονέτο – Στην επιστήμη
Επιστήμη! Γνήσια κόρη της παλιάς εποχής είσαι!
Γιατί ορμάς έτσι πάνω στην καρδιά του ποιητή,
Όρνιο που οι φτερούγες του είναι βαρετή πραγματικότητα;
Πώς μπορεί να σ’ αγαπήσει αυτός; Ή πώς να σε πει σοφή;
Όταν δε θέλεις να τον αφήσεις στις περιπλανήσεις του
Να ψάξει για θησαυρούς στους διαμαντοστόλιστους ουρανούς,
Μολονότι πέταξε ψηλά μ’ ατρόμητα φτερά;
Εσύ δεν είσαι που έσυρες την Άρτεμη από το άρμα της βίαια
Και την Αμαδρυάδα από τα δάση έδιωξες
Να βρει καταφύγιο σε ευτυχέστερο αστέρι;
Εσύ δεν έδιωξες τη Ναϊάδα απ’ την κρήνη της
τη Συλφίδα από το χλωρό χορτάρι της, κι’ από εμένα
Το όνειρο του καλοκαιριού κάτω απ’ τον κόκκινο ταμάρινδο1;
1: Το δέντρο οξυφοίνικας
μτφρ: Βασίλης Κ. Μηλίτσης
____________________________________________________
ΧΟΥΛΙΟ ΚΟΡΤΑΣΑΡ -ποίημα για την Χριστίνα
(πλεόντας σε μια υπερπόντια σχεδία)(ασεβής δική μου προσθήκη..)
Κυκλωμένη από φίλες με φίλησες,
κι εσύ η παραβάτης που μουρμούριζε.
++
Τώρα γράφω πουλιά.
Δεν τα βλέπω να έρχονται, δεν τα διαλέγω,
ξαφνικά βρίσκονται εκεί, είναι αυτό,
ένα σμήνος από λέξεις
μία
προς
μία
στα σύρματα της σελίδας,
τιτιβίζοντας, τσιμπώντας, βροχή φτερών
κι εγώ χωρίς ψωμί να τους δώσω, μονάχα
αφήνοντας τα να έρθουν. Ίσως
αυτό να είναι ένα δέντρο
ή ίσως
ο έρωτας.
++
Δεν θα σε κουράσω με άλλα ποιήματα.
Ας πούμε ότι σου είπα
σύννεφα, ψαλίδια, βαρελάκια, μολύβια,
και ίσως μια φορά
να χαμογέλασες.
____________________________________________________________
Κ. Π. Καβάφης
Η ναυμαχία
Αφανισθήκαμεν εκεί στην Σαλαμίνα.
Οά, οά, οά, οά, οά, οά, να λέμε.
και η Περσέπολις — οι πιο ωραίοι τόποι.
Τί εγυρεύαμεν εκεί στην Σαλαμίνα
στόλους να κουβανούμε και να ναυμαχούμε.
Τώρα θα πάμε πίσω στα Εκβάτανά μας,
θα πάμε στην Περσέπολι μας, και στα Σούσα.
Θα πάμε, πλην σαν πρώτα δεν θα τα χαρούμε.
Οτοτοτοί, οτοτοτοί· η ναυμαχία
αυτή γιατί να γένεται και ν’ απαιτείται.
Οτοτοτοί, οτοτοτοί· γιατί να πρέπει
να σηκωνόμεθα, να παραιτούμεν όλα,
κι εκεί να πηαίνουμε να ναυμαχούμε αθλίως.
Έτσι γιατί να είναι: μόλις κανείς έχει
τα περιώνυμα Εκβάτανα, τα Σούσα
και την Περσέπολιν, ευθύς αθροίζει στόλο
και πηαίνει προς τους Έλληνας να ναυμαχήσει.
Α ναι βεβαίως· άλλο λόγο να μη λέμε:
οτοτοτοί, οτοτοτοί, οτοτοτοί.
Α ναι τωόντι· τί μας μένει πια να πούμε:
οά, οά, οά, οά, οά, οά.
[1899]
Κ.Π. Καβάφης. 1993. Κρυμμένα ποιήματα (1877;–1923). Φιλολογική επιμέλεια: Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα: Ίκαρος.
______________________________
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου