~~~~17~~~~
..μετά την αποβίβαση του Γ. Βιζυηνού μας βάρυνε μια ερημία
οι άντρες οδηγοί της τροχήλατης καρότσας δεν μιλούν
μετά από ένα παράξενο μπουρίνι είδαν οτι θα μπαίναμε πάλι σε νιφετό
οι αρμοί άρχιζαν να τρίζουν από τις αλλεπάληλες αλλαγές του καιρού
ο επόμενος επισκέπτης θα ήταν ένας αγωνιστής ""κλέφτης"" Μακεδών
οι εξοδίτες είχαν ενημερώσει οτι εαν έβρισκαν πέρασμα οι Μακεδόνες θα είχαν ζήσει στο Μεσολόγγι
η Ελένη κρατούσε σ ένα τσίγκινο σφυρήλατο κασαρολάκι νερό ζεστό
ο καιρός αγρίευε σα λύκος αλυχτούσε
ώσπου , ξαφνικά άρχισαν αντί για χιόνι, να πέφτουν στα κεφάλια μας μπαμπάκια
μπαμπάκια κλώστινα από τον ουρανό
ποιός τα ριχνε;;
αυτά μας έκαιγαν
γεμίζαμε εγκαύματα
οι οδηγοί έκαναν νεύμα να δώσουμε τα πανωφόρια να ντύσουμε τα άλογα
εγώ έδωσα κι ενα κεντημένο γιλέκο
αρχισα να τρέμω
ο φόβος με δάγκωνε στο σβέρκο
κοιτώ την Ελένη και τι να δω
είχε στρέψει το πρόσωπο προς τον ουρανό και το δέρμα καιγόταν
----μα τι κάνεις ;;
και μου απαντά
----βγες από μέσα σου και όρμα με το πνεύμα
τα τραύματα θα περάσουν
δἰστασα
τα δόντια μου έτρεμαν
το ωραίο μου πρόσωπο;;
η Ελένη είχε στην Α Εξοδο βγάλει το μάτι της μόνη της
το ωραίο μου πρόσωπο;;
το βελούδινο δέρμα μου;;
κι αν συναντούσα εσένα μετά από αυτά θα με αποστρεφόσουν ;;
ο αγαπημένος της Ελένης μετά το εγχείρημα είχε γονατίσει τις φύλαγε τα χέρια και μετά είχε αρπάξει το πρόσωπό της στις φουχτες και τις μεγάλες αντρίκιες χερούκλες και της το γέμιζε φιλιά
αργότερα κεντούσαν μαζί την μάσκα του πειρατή , ολόγυμνοι και αγκαλιά
ο πυρετός μου βαρούσε τα μηνίγγια
κτύπησε ο παλμός μέσα μου , τινάχτηακα σα ρεύμα
-------βγήκα από τον εαυτό μου
στράφηκα στα φαρμακωμένα μαπαμπάκια και έφησα το πρόσωπο να γδέρνεται ανηλέως
αν μ αγαπούσες θα με φίλαγες
αν δεν μ αγαπούσες θα απέστρεφες το πρόσωπό σου
κι εγώ θα κολυμπούσα στη αιώνια της αλήθειας θάλασσα
.......................
μετά από ώρες μοιάζαμε κι οι δυο σαν καρβουνιάρηδες
η Ελένη θυμόταν κάποιον ντελάλη καρβουνιάρη
που διαλαλούσε < εδώ τα καμμένα και τα καβουρντισμένα και καλοκερασμένα>
ντουμάνι ο κόσμος ν αγοράσει
αλλά και του λόγου μου θυμήθηκα στον Μοριά το τοπικό καρβουνιάρη που τον ακολουθούσε
ο πλούσιος και διάσημος τοκογλύφος
για να μαζέψει οτι θρύψαλο έπεφτε από την καρότσα
πιτσιρικάδα ακολουθούσε τον τοκογλύφο
και φώναζε
και εκεί ένα στην γωνία κυρ Μπήκα
κι έτρεχε ο αδίστακτος να το μαζέψει
τραντάχτηκε η καρότσα από τα γέλια
πήρε ένα αεράκι
έβαλα κάτω από τα βλέφαρα την θάλασσα
ήμουν κατάκοπη
προς το παρόν και για λίγο ξέχασα οτι στον δικό μου καιρό θα ήμουν πάντα εξόριστη...πάντα
(συν)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου